Του Νίκου Ι. Μεγαδούκα
Η διαφαινόμενη νίκη του σοσιαλιστή Φρανσουά Ολάντ στον δεύτερο γύρο των γαλλικών εκλογών της προσεχούς Κυριακής (την ίδια ημέρα που θα διεξάγονται στην Ελλάδα οι πλέον αβέβαιες, ως προς την έκβασή τους, τα τελευταία 38 χρόνια, βουλευτικές εκλογές) δημιουργεί νέα δεδομένα στο ευρωπαϊκό πολιτικό και οικονομικό σκηνικό, δεδομένα τα οποία (υπό πολύ σοβαρές προϋποθέσεις) μπορεί να οδηγήσουν και σε νέους συσχετισμούς στη γηραιά Ήπειρο, συσχετισμούς οι οποίοι ενδεχομένως να προοιωνίζονται, αν μη τι άλλο, αλλαγές στην ασκούμενη βάρβαρη πολιτική λιτότητας, που έχει επιβληθεί σε ευρωπαϊκές κοινωνίες.
Ωστόσο, αν για κάποιους αναλυτές μπορεί να μοιάζει ελπιδοφόρος αυτή η πιθανολογούμενη αλλαγή συσχετισμών, κυρίως ως προς τις δυνάμεις που ηγεμονεύουν στην Ευρώπη, δεν είναι καθόλου ελπιδοφόρος η πρωτοφανής άνοδος της ακροδεξιάς στη Γαλλία (με το κόμμα της Μαρί Λεπέν) όσο και η παρατηρούμενη ανάλογη αύξηση (τουλάχιστον δημοσκοπικά) των ποσοστών της ναζιστικής «Χρυσής Αυγής» στην Ελλάδα.
Στην «Ε» είχαμε επισημάνει εδώ και καιρό το «ακροδεξιό πρόβλημα», τονίζοντας πως η απουσία εθνικής μεταναστευτικής πολιτικής αποτελεί βασική αιτία η οποία οδηγεί (ιδιαίτερα σε περιόδους πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής κρίσεως) στην αύξηση των ποσοστών σε δυνάμεις, όπως η «Χρυσή Αυγή» και υπογραμμίζαμε τον περαιτέρω κίνδυνο που ελλοχεύει για τους ίδιους τους θεσμούς.
Έπρεπε δε να φτάσουμε στους προπηλακισμούς κατά του Πέτρου Ευθυμίου από «Χρυσαυγίτες», για να «ξυπνήσουν» άπαντες (ιδιαίτερα δε ο αρχηγός της ΝΔ, ο οποίος ως τότε ησχολείτο μόνο με τον Πάνο Καμμένο και τον Ευ. Βενιζέλο) και να «προειδοποιήσουν» τους δικαίως οργισμένους και αγανακτισμένους πολίτες ότι δεν συνιστά λύση η υπερψήφιση της «Χρυσής Αυγής» και ότι ενδεχόμενη είσοδός της στη Βουλή «θα είναι κίνδυνος και ντροπή για τη δημοκρατία και τη χώρα».
Ωστόσο, πέρα από την ενδυνάμωση του «ακροδεξιού φαινομένου» στη Γαλλία και την Ελλάδα (αλλά και σ’ άλλες ευρωπαϊκές χώρες) εκείνο το οποίο «ταράζει τον ύπνο» (πολλοί αναλυτές λένε πως, ήδη, τους «λούζει κρύος ιδρώτας») των δανειστών της χώρας, κυρίως δε του ευρωπαϊκού ιερατείου, με προεξάρχοντες τους Γερμανούς, αλλά και του ΔΝΤ, είναι:
α.- Να συγκροτηθεί, αν εισέλθει ο Φρανσουά Ολάντ στο Μέγαρο των Ηλυσίων, ένα μέτωπο χωρών, όπως η Γαλλία, η Ιταλία, η Ισπανία, η Πορτογαλία, ίσως και η Ελλάδα, κατά του Βερολίνου και των πολιτικών λιτότητας και
β.- Η μεγάλη πιθανότητα την επομένη ημέρα των ελληνικών εκλογών να μην καταστεί δυνατός ο σχηματισμός βιώσιμης κυβερνήσεως από το ΠΑΣΟΚ και την ΝΔ (με δεδομένη, ταυτόχρονα, τη, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, άνοδο των «άκρων», τα οποία, αν και ετερόκλητα και μεταξύ τους ασυνεννόητα, εμφορούνται από αντιμνημονιακή λογική) η οποία θα συνεχίσει την ίδια βάρβαρη και αδιέξοδη συνταγή λιτότητας.
Μέχρι στιγμής, το Βερολίνο προσπαθεί να αποφύγει την ευθεία παρέμβαση στις ελληνικές υποθέσεις (κάτι που, όμως, έχει πράξει το ΔΝΤ, δια της Κριστίν Λαγκάρντ) αλλά είναι προφανές (από τον τρόπο με τον οποίο οι Ευρωπαίοι και οι Αμερικανοί διαχειρίζονται το «ελληνικό πρόβλημα») ότι διαβλέπουν συντριβή των εκλεκτών τους και καταφεύγουν στην προσφιλή τους τακτική των ανοιχτών εκβιασμών, ευελπιστώντας να τρομοκρατήσουν το εκλογικό σώμα.
Άλλωστε, είναι εμφανές ότι αυτό που τους ανησυχεί είναι μήπως το οργίλο αντιμνημονιακό κλίμα στην ελληνική κοινωνία (σε συνάρτηση με τη διαφαινόμενη ανατροπή του Νικολά Σαρκοζί στη Γαλλία, τις εξελίξεις στη Ιβηρική Χερσόνησο, την πτώση της ολλανδικής κυβερνήσεως και την «αγωνία» της Ιταλίας να μην ακολουθήσει τη «μοίρα της Ελλάδος») μεταδοθεί σαν τον ιό και σε άλλες ευρωπαϊκές κοινωνίες και έτσι δημιουργηθεί ευρωπαϊκό κίνημα που θα οδηγήσει στην ανατροπή των σημερινών αδιέξοδων επιλογών του γαλλογερμανικού άξονα.
ΤΙ ΘΑ ΚΑΝΕΙ Η ΜΕΡΚΕΛ;
Μια ενδεχόμενη τέτοια εξέλιξη είναι πιθανόν να προκαλέσει περαιτέρω προβλήματα και ανατροπές στην ίδια τη λογική, η οποία δημιούργησε τη ζώνη του ευρώ, αν λάβουμε υπόψη (όπως επεσήμανε ο Γιάννης Τριάντης στο «Παρόν») πως ο Τζορτζ Σόρος τόνισε προσφάτως ότι «οι δημιουργοί του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος πίστευαν πως οι ανισορροπίες προέρχονται από τον δημόσιο τομέα και δεν κατάλαβαν πως και οι αγορές από μόνες τους μπορούν να γεννήσουν ανισορροπίες» και επανέλαβε ότι «μπορείς να γλιτώσεις από το υπερβολικό χρέος με την ανάπτυξη και όχι με λιτότητα».
Αναφορικά δε με την Ελλάδα, ο ίδιος αρθρογράφος επισημαίνει πρόσφατη έκθεση της «Citigroup» που τονίζει ότι το PSI δεν αρκεί για να καταστεί βιώσιμο το ελληνικό χρέος και προσθέτει ότι «ακόμη και αν η χώρα προχωρήσει σε πρόσθετα μέτρα λιτότητας τα επόμενα χρόνια, με την πιθανή συνεχιζόμενη ύφεση, η Ελλάδα δεν αναμένεται να μειώσει τον δείκτη του χρέους σε βιώσιμα επίπεδα σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα».
Το Βερολίνο φαίνεται να παραμένει άκαμπτο και εμμονικό στην αυστηρή λιτότητα, αλλά Ευρωπαίοι αναλυτές σημειώνουν ότι ο Φρανσουά Ολάντ κάνει κινήσεις προσεγγίσεως της Γερμανίας, υπόσχεται ότι θα πιέσει την Ευρώπη για χαλάρωση της νέας δημοσιονομικής συνθήκης, τονίζουν δε ότι αν ο Γάλλος σοσιαλιστής προστεθεί στον Μάριο Μόντι, τότε θα ενισχυθούν οι πιέσεις προς την καγκελάριο Μέρκελ. Σύμφωνα δε με τον αρθρογράφο της «Καθημερινής» David Ignatius, «Αμερικανοί αξιωματούχοι στοιχηματίζουν ότι στο τέλος η κ. Μερκελ θα αποδεχθεί χαλάρωση της λιτότητας σε βαθμό που να εξασφαλίσει τη συναίνεση της Γαλλίας, καθώς το Βερολίνο προτιμά να παραβιάσει τους κανόνες της ευρωζώνης, παρά να διακινδυνεύσει στη διάλυσή της».
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΠΡΟΣ ΑΠΟΦΥΓΗ...
Ωστόσο, αξίζει να επισημανθεί πως η Ελλάδα παραμένει στο στόχαστρο, ως παράδειγμα προς αποφυγή, Αμερικανών και Ευρωπαίων για την θλιβερή κατάσταση στην οποία έχει περιαχθεί, είναι δε χαρακτηριστικό ότι ο Μιτ Ρόμνεϊ, ο ρεπουμπλικάνος αντίπαλος του Προέδρου Ομπάμα, στις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ, εκτίμησε με σαρκαστικό τρόπο ότι: «Για ένα πράγμα είμαι σίγουρος. Στο επόμενο συνέδριο των «Δημοκρατικών» δεν πρόκειται να δείτε τον Πρόεδρο Ομπάμα (σ.σ. το είχε πράξει στο παρελθόν) να στέκεται μπροστά από ελληνικές κολόνες. Δεν θα θέλει να θυμίσει σε οποιονδήποτε την περίπτωση της Ελλάδας».
«Ο Φρανσουά Ολάντ θέλει να κάνει τη Γαλλία Ελλάδα», κατήγγειλε προεκλογικά ο Πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί, η δε εκπρόσωπός του κατηγόρησε τον σοσιαλιστή υποψήφιο ότι με το εκρηκτικό κοκτέιλ δαπανών που ευαγγελίζεται θέλει να δώσει στη Γαλλία «εισιτήριο χωρίς επιστροφή με προορισμό την Ελλάδα».
«Η Ιταλία αγωνίζεται να αποφύγει τη δραματική μοίρα της Ελλάδας», δήλωσε, εξάλλου, ο Ιταλός πρωθυπουργός Μάριο Μόντι.
Ευρωπαϊκές οικονομικές εφημερίδες προβλέπουν ότι «η Πορτογαλία θα είναι η επόμενη Ελλάδα» και οικονομικοί αναλυτές θέτουν το ερώτημα «αν (θα) είναι η Ισπανία η νέα Ελλάδα;».
«ΚΡΥΟΣ ΙΔΡΩΤΑΣ»
Στο μεταξύ, η διαφαινόμενη αδυναμία του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, σύμφωνα με τις έρευνες της κοινής γνώμης, να αυξήσουν τα ποσοστά τους, λούζει με «κρύο ιδρώτα» τους δανειστές, οι οποίοι (σύμφωνα με την εφημερίδα «Το Βήμα») εμφανίζονται ιδιαίτερα προβληματισμένοι με την «ανεύθυνη ρητορική που επιμένει να χρησιμοποιεί ο Α. Σαμαράς, επιμένοντας στην έκκληση για αυτοδυναμία και μη αφήνοντας ανοιχτό παράθυρο για μετεκλογική συνεργασία», ενώ «στο ζήτημα αυτό, η Τρόικα και οι δανειστές αισθάνονται πιο οικεία με τη συγκρατημένη στάση του Ευ. Βενιζέλου».
Στο ίδιο ρεπορτάζ αναφέρεται ότι οι δανειστές διακατέχονται από «ανομολόγητο πανικό» εξαιτίας της ανόδου «ακραίων κομμάτων», που «ξεφεύγουν από τη διάκριση μνημονιακών – αντιμνημονιακών» και προστίθεται ότι αν ο ΛΑΟΣ, ο Πάνος Καμμένος και η «Χρυσή Αυγή» συγκεντρώσουν ποσοστά κοντά στο 15%, τότε «τα προβλήματά μας αυξάνονται».
«Δεν είναι μόνο το πόσες έδρες θα κατέχει μια κυβέρνηση. Σημασία έχει και η λαϊκή ψήφος. Αν οι δυνάμεις του Μνημονίου λάβουν ποσοστό κοντά στο 55%, τότε θα υπάρξει μια ανακούφιση. Αν δεν ξεπεραστεί ούτε το 50%, θα μιλάμε για μια πολύ δύσκολη κατάσταση», υποστηρίζει «κοινοτική πηγή», την οποία επικαλείται η εφημερίδα.
Στο ρεπορτάζ προστίθεται, με την επίκληση «κοινοτικών πηγών», ότι «αν το φάσμα της ακυβερνησίας κυκλώσει την Αθήνα, θα πρέπει ίσως να αναθεωρήσουμε το πόσο σκληρά μέτρα θα απαιτηθούν τον Ιούνιο» και σημειώνεται πως «αν δημιουργηθεί μια κυβέρνηση συνεργασίας ΠΑΣΟΚ - ΝΔ που (θα) είναι ασταθής, η άμεση πίεση για λήψη μέτρων ύψους 11 δισεκατομμυρίων ευρώ θα έβαζε αυτομάτως το κυβερνητικό σχήμα στη λαιμητόμο της Τρόικας».
Παρά ταύτα, το προηγούμενο διάστημα, η επικεφαλής του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ προειδοποίησε εν είδει απειλής προς το ελληνικό εκλογικό σώμα ότι «το φάρμακο κατά της κρίσης δεν έχει τελειώσει» και επανέλαβε ότι η Ελλάδα «απειλείται ακόμη με χρεοκοπία».
«Οι επερχόμενες εκλογές στην Ελλάδα αποτελούν και αυτές παράγοντα αστάθειας. Η θεραπεία δεν έχει ολοκληρωθεί. Αυτό συμβαίνει αυτή τη στιγμή στα κράτη της νότιας Ευρωζώνης», είπε η Κριστίν Λαγκάρντ.
Η δε ανταποκρίτρια του CNN, αφού εξέφρασε αμφιβολίες κατά πόσον ένας συνασπισμός ΠΑΣΟΚ και ΝΔ θα εξασφάλιζε κυβερνητική σταθερότητα, επεσήμανε ότι ένας συνασπισμός των μικρότερων κομμάτων θα ήταν επίσης επισφαλής, όσον αφορά την εφαρμογή των μέτρων και ότι ανεξαρτήτως αποτελέσματος υπάρχει πάντα κίνδυνος επαναλήψεως των εκλογών.
ΤΟ ΔΝΤ ΘΕΛΕΙ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΠΑΣΟΚ - ΝΔ
Ωστόσο, είναι εμφανής η «προτροπή» προς τις μνημονιακές πολιτικές δυνάμεις να συνεργαστούν μετεκλογικά, όπως τη διατύπωσε η Κριστίν Λαγκάρντ σε εκδήλωση του Ινστιτούτου Brookings, του Αμερικανού πρώην αναπληρωτή Υπουργού των Εξωτερικών και φίλου της οικογενείας των Παπανδρέου, Στρόουμπ Τάλμποτ.
Επεσήμανε ακόμη το «πόσο σοβαρά έχει πάρει τον ρόλο του» ο πρωθυπουργός Λουκάς Παπαδήμος, στέλνοντας έτσι μήνυμα στις ηγεσίες των δύο μεγάλων κομμάτων για τη σοβαρότητα με την οποία θα πρέπει να κινηθούν την επομένη των εκλογών, είτε κληθούν να ηγηθούν κυβερνήσεως είτε χρειασθεί να τη στηρίξουν.
Δημοσιογραφικές πληροφορίες αναφέρουν, ως προς τον τρόπο με τον οποίον το ΔΝΤ προσεγγίζει το μετεκλογικό τοπίο στην Ελλάδα, ότι αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις, αν τελικώς αυτές προκληθούν, θα δημιουργήσουν μία «νέα πολιτική αστάθεια», που «μπορεί να τινάξει την εφαρμογή του δημοσιονομικού προγράμματος στον αέρα».
Το Ταμείο «θέλει» το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ, που στηρίζουν το Μνημόνιο, να κερδίσουν τη λαϊκή εντολή για να προχωρήσουν στην υλοποίηση αυτών των στόχων και, εν πάση περιπτώσει, θεωρεί αναγκαία τη συνέχιση του μοντέλου συνεργασίας, που ακολουθήθηκε με την κυβέρνηση Παπαδήμου.
Εν κατακλείδι σημειώνεται πως ο αρθρογράφος της «Καθημερινής» Κώστας Ιορδανίδης, κάνει λόγο για το «πρακτικά ανέφικτον» του σχηματισμού αυτοδύναμης μονοκομματικής κυβερνήσεως και ως εκ τούτου αφού ομιλεί περί «περιττών ακροτήτων» εκ μέρους των κ. Ευ. Βενιζέλου και Α. Σαμαρά, τονίζει ότι «δεν είναι σώφρον η αντιπαράθεση (μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΝΔ ) να πάρει διαστάσεις που να καθιστά αδιανόητη τη μετεκλογική (τους) συνεργασία».