Του Ρίζου Κομήτσα, προέδρου της ΠΕΔ Θεσσαλίας και δημάρχου Κιλελέρ
Με τη διοικητική μεταρρύθμιση του «Καλλικράτη» να μετρά, ήδη, 16 μήνες εφαρμογής και με τις εθνικές εκλογές της 6ης Μαΐου να απέχουν λίγες, μόλις, ημέρες, θεωρώ ότι θα ήταν μείζονα παράληψη το παρόν και, κυρίως, το μέλλον της Αυτοδιοίκησης στον τόπο μας να μην αποτελέσουν αντικείμενο ουσιαστικού προβληματισμού, στο πλαίσιο της προεκλογικής συζήτησης που αναπτύσσεται μέσα στα κόμματα και την ίδια την κοινωνία.
Η βαθιά πολιτική και οικονομική κρίση στην οποία περιδινείται η χώρα ξεμπροστιάζει τις παθογένειες που αναπτύχθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες στην οργάνωση και τη λειτουργία του ελληνικού κράτους και του συνόλου, ίσως, των δομών του, εξαιτίας της επικράτησης μίας νοοτροπίας, η οποία επιβράβευσε τη λογική της ήσσονος προσπάθειας, καλλιέργησε τις πελατειακές σχέσεις και τη γραφειοκρατία, απαξίωσε δημοκρατικούς θεσμούς και οδήγησε, εν τέλει, στην απομάκρυνση της κεντρικής εξουσίας από την κοινωνία και τις ανάγκες των απλών πολιτών.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον οι διαχρονικές εξαγγελίες της κεντρικής εξουσίας και όλων των ελληνικών κυβερνήσεων της μεταπολιτευτικής Ελλάδας περί ανεξαρτησίας της Αυτοδιοίκησης, δεν συνοδεύτηκαν από τις αντίστοιχες κινήσεις σε πολιτικό επίπεδο, ώστε να μετουσιωθούν σε πράξεις επιτρέποντας τη συγκρότηση ισχυρών Δήμων με θεσμική και οικονομική ανεξαρτησία. Εάν είχαν γίνει πράξη αυτές οι υποσχέσεις, που αφειδώς μοιράστηκαν κατά τη διάρκεια προεκλογικών περιόδων του παρελθόντος, θα είχε δοθεί μία χρυσή ευκαιρία στους Δήμους να χαράξουν και να υλοποιήσουν την πολιτική τους, χωρίς να εξαρτώνται από τους πόρους του κράτους και τις διαθέσεις υπουργών ή κρατικών παραγόντων, οι οποίοι έτυχε να βρεθούν σε νευραλγικές θέσεις, χωρίς να συναισθάνονται την ευθύνη του ρόλου και της αποστολής τους.
Παρά ταύτα και εν αντιθέσει με την κεντρική εξουσία, η Αυτοδιοίκηση κατάφερε να σταθεί όρθια, ενώ όλα γύρω της γκρεμιζόταν στη συνείδηση του κόσμου, με τους Δήμους να αποτελούν πραγματικά κύτταρα δημοκρατίας, συμμετοχής και αντιπροσώπευσης, έκφρασης των αναγκών και του προβληματισμού των τοπικών κοινωνιών. Στις μέρες μας, οι πολίτες στρέφουν το βλέμμα στην Αυτοδιοίκηση προσβλέποντας στους Δήμους για τη διαχείριση και αντιμετώπιση των προβλημάτων της καθημερινότητάς τους, για την προστασία των κοινωνικών κατακτήσεων, για την προσπάθεια ανάδειξης και υπηρέτησης ενός πραγματιστικού οράματος, που θα προσφέρει ασφάλεια για το σήμερα και ελπίδα για το αύριο του κάθε ατόμου, της κάθε οικογένειας, της κάθε γειτονιάς στο χωριό, την πόλη, σε όλη τη χώρα.
Σήμερα, η Αυτοδιοίκηση πασχίζει να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις των πολιτών παρά το γεγονός ότι οι πολιτικές της κεντρικής εξουσίας την οδηγούν στον οικονομικό στραγγαλισμό και στη συνεχή διολίσθηση προς μία υπηρεσιακή και λειτουργική αποδιάρθρωση. Με την εφαρμογή του «Καλλικράτη», η πολιτεία εκχώρησε στους φορείς της Αυτοδιοίκησης μία σειρά από αρμοδιότητες παροχής βασικών υπηρεσιών εξυπηρέτησης των πολιτών είτε αυτές σχετίζονται με τη στέγη και την απασχόλησή τους, είτε αφορούν στην εκπαίδευση και τη λειτουργία των σχολικών μονάδων, είτε έχουν να κάνουν με την ανάπτυξη κοινωνικών δομών, την παροχή προνοιακών επιδομάτων κ.ά. Οι αρμοδιότητες αυτές δεν συνοδεύτηκαν, ωστόσο, από την αντίστοιχη θεσμοθέτηση των αναγκαίων πόρων, που είναι απολύτως απαραίτητοι για την κάλυψη του αυξημένου λειτουργικού κόστους από την ενσωμάτωση των προαναφερθεισών υπηρεσιών και παροχών στο μηχανισμό λειτουργίας των ΟΤΑ. Αντ’ αυτού, μάλιστα, οι αριθμοί δείχνουν ότι οι πόροι του κράτους προς τους φορείς της Αυτοδιοίκησης μειώθηκαν κατά 40% από το 2008 μέχρι σήμερα.
Εν μέσω της δίνης της ύφεσης και των επιταγών του μνημονίου ενέσκηψε στη δημόσια διοίκηση μία αποσπασματική διαχειριστική λογική, που είχε ως αποτέλεσμα οι Δήμοι να βρεθούν θεσμικά και οικονομικά μετέωροι και να καταστούν ανίκανοι ακόμη και στην κάλυψη υποχρεώσεων όπως η μεταφορά των μαθητών από και προς τα σχολεία τους, η πληρωμή των οφειλών προς εργολάβους και προμηθευτές για έργα παρελθόντων ετών, η υλοποίηση μικρής έκτασης παρεμβάσεων σε νευραλγικούς τομείς.
Αυτή η κατάσταση δεν μπορεί και δεν πρέπει να συνεχιστεί. Είναι αδιανόητο η Αυτοδιοίκηση να καθίσταται μέρος της κρίσης με την επιβολή από την κεντρική εξουσία άκριτων και οριζόντιων περικοπών σε πόρους, μέσα και προσωπικό, οι οποίες όχι μόνο υπονομεύουν τον ίδιο το θεσμό αλλά εγείρουν σαφή προσκόμματα σε κάθε προσπάθεια αποκέντρωσης της εξουσίας και πάταξης της γραφειοκρατίας. Η Αυτοδιοίκηση δεν είναι το πρόβλημα του τόπου αλλά μπορεί να αποτελέσει ένα σημαντικό μέρος της λύσης του και να συμβάλει ουσιαστικά στην αναστροφή του αρνητικού κλίματος, στη μετάβαση σε θετικό αναπτυξιακό πρόσημο και στην καλλιέργεια ενός κλίματος εμπιστοσύνης στην πραγματική οικονομία και εγκαθίδρυσης και λειτουργίας ενός μοντέλου βιώσιμης ανάπτυξης με την εκμετάλλευση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων κάθε περιοχής.
Για να συμβούν, όμως, όλα αυτά είναι απολύτως αναγκαία η κατάκτηση της πραγματικής, ουσιαστικής ανεξαρτησίας και αυτοτέλειας της Αυτοδιοίκησης, εξέλιξη που συνιστά, πλέον, κοινωνική αναγκαιότητα. Χωρίς συγκεκριμένους και απολύτως θεσμοθετημένους πόρους, το εγχείρημα μίας βιώσιμης Αυτοδιοίκησης, που θα βρίσκεται στο πλευρό των πολιτών και στην υπηρεσία των αναγκών τους μόνο ουτοπικό μπορεί να χαρακτηριστεί για τα επόμενα χρόνια στη χώρα μας.
Προσωπικά, πιστεύω ότι όσο περισσότερο ζωτικό χώρο δώσει η ελληνική πολιτεία στην Αυτοδιοίκηση, τόσο μεγαλύτερα θα είναι τα οφέλη που μπορεί να αποκομίσουν οι πολίτες από την ανταποδοτικότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών προς το κοινωνικό σύνολο. Πέραν τούτου, εκτιμώ ότι πρέπει, με αφορμή και την κρίση, να αφήσουμε, πίσω μας νοοτροπίες και καθεστηκυίες, κοντόφθαλμες αντιλήψεις του παρελθόντος και αντί να συζητάμε για το πώς θα μπορέσουν του χρόνου οι Δήμοι να μεταφέρουν τους μαθητές στα σχολεία, να οδηγήσουμε τη δημόσια συζήτηση για την Αυτοδιοίκηση σε ένα άλλο επίπεδο, εξετάζοντας την προοπτική οι Δήμοι να επιβάλουν τη δική τους φορολογία, με αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα, κόβοντας τον ομφάλιο λώρο της κρατικής χρηματοδότησης. Η συγκεκριμένη πρόταση για να υλοποιηθεί προϋποθέτει ότι το κεντρικό κράτος θα μειώσει άμεσα και σε μεγάλο βαθμό τη φορολόγηση των πολιτών εισπράττοντας μόνον τους απολύτως αναγκαίους πόρους για τη λειτουργία θεσμών όπως η κρατική ασφάλεια και η εθνική άμυνα, η δικαιοσύνη και η δημόσια υγεία. Για όλα τα υπόλοιπα θα είναι υπεύθυνοι οι Δήμοι, όπως συμβαίνει σε όλα τα οργανωμένα κράτη του κόσμου. Θα πρέπει, επίσης, να δούμε το πώς οι ΟΤΑ θα κατακτήσουν τη δυνατότητα άσκησης των δικών τους πολιτικών, ανεξαρτήτως του εάν αυτές είναι αρεστές στην εκάστοτε κυβέρνηση.
Συνάμα, οφείλουμε να εξετάσουμε τη δυνατότητα δημιουργίας του απαραίτητου θεσμικού πλαισίου, το οποίο θα επιτρέψει τη μεγιστοποίηση των οφελών για τους πολίτες από τη συνεργασία των φορέων της Αυτοδιοίκησης με την ιδιωτική πρωτοβουλία. Η συγκεκριμένη προοπτική δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζεται αφοριστικά και με άναρχες κραυγές αλλά να αποτελέσει αντικείμενο ουσιαστικής διαβούλευσης και νηφάλιου διαλόγου προκειμένου να συγκεκριμενοποιηθούν οι δυνατότητες συνεργασίας των δύο μερών με μοναδικό στόχο την καλύτερη εξυπηρέτηση των πολιτών, όπου αυτή δε μπορεί να καλυφθεί από τον υπηρεσιακό μηχανισμό των ΟΤΑ.
Επί του παραπάνω προβληματισμού και ενόψει των επικείμενων εθνικών εκλογών θεωρώ ότι όλα τα κόμματα και όλοι οι υποψήφιοι, που θα διεκδικήσουν την ψήφο των Ελλήνων πολιτών στις 6 Μαΐου, έχουν ευθύνη να καταθέσουν με σαφήνεια τις θέσεις τους για το ρόλο και το μέλλον της Αυτοδιοίκησης, για το πώς αντιλαμβάνονται τη λειτουργία της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας στον τόπο μας και την οργάνωση του κράτους μας, το οποίο επί χρόνια αποδείχθηκε κατώτερο των περιστάσεων και ανήμπορο να καλύψει τις ανάγκες των πολιτών και να προσφέρει στην πραγματική, βιώσιμη ανάπτυξη της χώρας.