Από τον Βασίλη Δούλο
Υπάρχουν στιγμές που οι συγκινήσεις από το παρελθόν μας αγγίζουν και μας συντροφεύουν σ’ όλο τον βίο μας. Οι συγκινήσεις αυτές αφυπνίζουν σ’ όλους μας μνήμες παλιές που ο καταλύτης χρόνος δεν κατάφερε να σβήσει.
Μνήμες που παρά τις δυσκολίες της διαχρονικής πορείας της ζωής μας, παρέμειναν ανεξίτηλες και βαθιά χαραγμένες στις καρδιές μας, κυρίως σ’ όσους έζησαν εποχές που τις ανθρώπινες σχέσεις τις διέκρινε ο ρομαντισμός, η ανθρώπινη ζεστασιά και κυρίως η τρυφερότητα, κάτι που σήμερα έχει εκλείψει από τους ανθρώπους.
Μνήμες ανθρώπων και πραγμάτων. Φιλίες ατίμητες, νοσταλγικές αναπολήσεις, για περασμένα, αυθόρμητες συσχετίσεις, με συγκαιρικά όλα όσα συνθέτουν ένα κομμάτι της καρδιάς μας. Μνήμες από την παλιά γειτονιά, την ενορία, το απλό γειτονικό καφενείο, τις καντάδες, τις κομπανίες, ένας ολόκληρος κόσμος που αθόρυβα έφυγε.
Κι ύστερα μας κατέκτησε η αστικοποίηση, η αντιπαροχή και η πολυκατοικοποίηση, χωρίς τόπο ανταμώματος των ανθρώπων. Χωρίς κυριακάτικους ρομαντικούς περιπάτους στο Αλκαζάρ και βραδινούς στην παλιά φιλόξενη Κεντρική πλατεία. Μαζί και η ανωνυμία, το νούμερο του κάθε ορόφου ή του διαμερίσματος. Αυτή είναι η Λάρισα που έφυγε και η Λάρισα που ήρθε…
Όλες αυτές τις στιγμές, εμείς οι παλιότεροι δεν μπορούμε εύκολα να τις διώξουμε από τη ζωή μας. Αντίθετα, όσο περνούν τα χρόνια, αντί αυτές να ξεθωριάζουν, γίνονται πιο νοσταλγικές, ίσως γιατί συνειδητοποιούμε ότι για όλα αυτά δεν υπάρχουν πλέον περιθώρια επιστροφής.
Νοσταλγούμε –και όχι άδικα- τη Λάρισα της γενιάς μας. Τη Λάρισα του ’50 και του ’60 που τη βλέπαμε σαν μια πραγματική αρχόντισσα, που με χαμόγελο και καλοσύνη γύριζε από τον κυριακάτικο εκκλησιασμό στο χαρούμενο περιβάλλον της. Σαν τη «Δασκαλίτσα» του αείμνηστου Δαμιανού Βουλγαράκη, που στο έργο του αυτό ξεχειλίζει η πραγματική αγάπη, ο τρυφερός έρωτας και η ανθρωπιά. Νοσταλγούμε τον πολιτισμό της, που αναδείχτηκε και αξιοποιήθηκε μέσα από συγγράμματα κορυφαίων ανθρώπων του Τύπου και της λογοτεχνίας. Νοσταλγούμε τα παλιά διασκεδαστικά κέντρα της (Αλκαζάρ, Φρούριο, Πευκάκια, Φάληρο, Καρύδειο, Όαση και Νεράιδα), που από τα πάλκα τους ο Μαρούδας, ο Γούναρης, ο Χιώτης, ο Σώτος Παναγόπουλος και πολλοί άλλοι κορυφαίοι τροβαδούροι, με τα αξέχαστα τραγούδια τους, ανέβαζαν τους νεανικούς σφυγμούς και τα καρδιοχτύπια μας...
Θυμόμαστε ακόμα και την όψη μιας άλλης διαφορετικής πόλης, όπως ήταν η Λάρισα στη μεταπολεμική εποχή. Την πόλη των 30 περίπου χιλιάδων κατοίκων, που η κάθε γειτονιά γνώριζε άριστα την άλλη. Που τα όρια ήταν ορατά και ο κόσμος της επικοινωνιακά γνώριμος. Τότε που κάποιες άλλες αρκετές χιλιάδες ανθρώπων είχαν εγκαταλείψει τα αρχοντικά των χωριών τους και πάσχιζαν να σκαρώσουν στην πόλη κάποιο αυθαίρετο, προκειμένου να στεγάσουν την ταλαιπωρημένη φαμίλια τους.
Υπήρχαν βέβαια και τα φαιδρά, από το τότε αστυνομοκρατούμενο κράτος, όπου οι εργασιακές σχέσεις ήταν δικαίωμα μόνο εκείνων που είχαν εξασφαλισμένο το μαγικό χαρτάκι που το ονόμαζαν «πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων». Οι υπόλοιποι, οι άτυχοι της μοίρας τους, βίωναν για πολλά χρόνια τη θλιβερή μιζέρια της κρατικής απαξίωσης, επειδή ιδεολογικά είχαν μια διαφορετική άποψη για τα τότε πολιτικά δρώμενα. Αυτό αποτελεί και την εξαίρεση, από τη Λάρισα που εμείς αγαπήσαμε και κρατούμε ακόμα ανέγγιχτη στις γέρικες μνήμες μας. Όπως επίσης κρατάμε τις παλιές όμορφες γειτονιές της, τα ρομαντικά στενοσόκακα και τις λουλουδιασμένες αυλές της με τις καταπράσινες κληματαριές, που κάτω από τον ίσκιο τους πίνανε τον καφέ τους οι κυράδες της γειτονιάς, αφήνοντας τα κουτσούβελα να παίζουν τσιλίκι και κρυφτούλι στις διάσπαρτες αλάνες της.
Αυτή τη Λάρισα θυμόμαστε και νοσταλγούμε, αγαπούμε και λατρεύουμε! Κι όσο περισσότερο γκριζάρουμε και η ζωή μας πλησιάζει προς το ηλιόγερμα, τόσο οι μνήμες αυτές μας συντροφεύουν και μας πλημμυρίζουν από αναμνήσεις, που σίγουρα δεν έχουν επιστροφή...
* Ο Βασίλης Χρ. Δούλος είναι συνταξιούχος Τύπου