Του Στέλιου Θ. Καραφέρια
καθηγητή – φροντιστή
μέλους της Δημοκρατικής Αριστεράς
Η συζήτηση και η προσέγγιση ακραίων πολιτικών μορφωμάτων (Χρυσή Αυγή) ή ακραίων πολιτικών συμπεριφορών δεν μπορεί να γίνεται με όρους του παρελθόντος, στοχεύοντας στη χειραγώγηση της ιστορικής μνήμης και την πολιτική αξιοποίηση βιωμάτων και αντανακλαστικών, δέσμιοι μιας κοντόφθαλμης κομματικής σκοπιμότητας. Ούτε βέβαια με προσχηματικούς και επιλεκτικούς τακτικισμούς, που υπηρετούν επικοινωνιακά τη στρατηγική της πόλωσης και της περιχαράκωσης. Η συζήτηση και η προσέγγιση πρέπει να αφορά στο πεδίο των προβλημάτων μιας εξατομικευμένης καθημερινότητας, που αποτελεί το «εύφλεκτο υλικό» για ακραίες πολιτικές επιλογές. Η απόπειρα να συγκαλύψουμε την καθημερινότητα και τα προβλήματά της μέσα από τον κορνιαχτό και τις σκιαμαχίες των διαχωριστικών γραμμών του παρελθόντος συνιστά αδυναμία να προτάξουμε και να διευθετήσουμε τις νέες διαχωριστικές γραμμές, οι οποίες οδηγούν ευρύτερα κοινωνικά στρώματα στην περιθωριοποίησή τους ή τη συστράτευσή τους με αντίστοιχα πολιτικά μορφώματα. Δεν μπορεί να αγνοούμε ένα διαρκώς ογκούμενο κίνημα δυσφορίας και απελπισίας, που γιγαντώνεται ανεξέλεγκτα μέσα από ετερόκλητες υπόγειες διαδρομές και ποικιλόμορφες διεργασίες.
Δυσφορία που εκφράζεται πλέον ευκρινώς στο χώρο της πολιτικής και μεταναστεύει μέσα από μια περιπλανώμενη διαμαρτυρία προς τους εξτρεμισμούς θολών μορφωμάτων εθνικισμού. Δυσφορία που μετασχηματίζεται σε πολιτική ταυτότητα, με μοναδικό κριτήριο αναφοράς το φανατισμό, τη μισαλλοδοξία, σύμπτωμα μιας ατροφικής πολιτικής παιδείας και ενός πολιτικού πρωτογονισμού που αγγίζει τα όρια του ανορθολογισμού.
Την ίδια ώρα οι πολιτικοί εξαντλούνται στα όρια του θεάματος και των επικοινωνιακών τεχνασμάτων ή απονευρώνονται στα όρια του αυτοαφοπλισμού μέσα από μια ανώδυνη και γι’ αυτό βολική ρητορεία, χωρίς ιδεολογικό στίγμα και ευκρινείς οριοθετήσεις. Καθίσταται λοιπόν σαφές ότι αυτή η αποϊδεολογικοποίηση της πολιτικής ανοίγει την πόρτα στην αναγνωρισιμότητα με κάθε τρόπο, με αποτέλεσμα η αισθητική να μην διεκδικείται, αλλά ούτε και να επιζητείται από την κοινωνία στο πεδίο του πολιτικού λόγου και της πολιτικής συμπεριφοράς. Έτσι εξηγείται γιατί προτάσσεται το σύνθημα από το λόγο, ο διαφημιστής έναντι του πολιτικού, το μέσο έναντι του μηνύματος, το πατερναλιστικό πρότυπο έναντι της συμμετοχικής δημοκρατίας, ο υπήκοος καταναλωτής έναντι του ενεργού πολίτη.
Όλα αυτά οδηγούν σε ακραίες πολιτικές επιλογές. Ο κίνδυνος γενικότερα είναι υπαρκτός. Να εμφανιστεί δηλαδή μια στράτευση αδιάλλακτη όσο ακριβώς θεμελιώνεται πάνω στην προπαγάνδα των ερειπίων «του τέλους των ιδεολογιών» και της απουσίας της πολιτικής. Και σε μια πιο ακραία εκδοχή να οδηγηθούμε στην «ενοχοποίηση της ιδεολογίας» ως βαρίδιο στη σαγηνευτική ελευθερία του ακραιφνούς καπιταλισμού, όπου όλα είναι σχετικά, ανεκτά και χρήσιμα. Η εποχή του πολιτικού κενού δεν μπορεί να είναι ψύχραιμη. Χρέος μας είναι να επιδιώξουμε την επαναθεμελίωση και τον επανασχεδιασμό του περιεχομένου και του τρόπου άσκησης της πολιτικής μέσα από την αναδόμηση του υπάρχοντος πολιτικού σκηνικού.