Του Νίκου Αθανασίου, συνταξιούχου τυροκόμου, μέλους Π.Κ. ΣΥΝ ΤυρνάΒου
Αν ανατρέξουμε πίσω στο 1974 θα δούμε ότι το δημόσιο χρέος της χώρας μας ήταν στο 16% του εγχώριου ΑΕΠ. Σήμερα, μετά από 37 χρόνια κυβερνήσεων του δικομματισμού, το ελληνικό δημόσιο χρέος ανέρχεται στο 150% του ΑΕΠ, σχεδόν δεκαπλάσιο δηλαδή. 22 χρόνια το ΠΑΣΟΚ και 15 η Ν.Δ. εφαρμόζοντας νεοφιλελεύθερες πολιτικές που υπηρετούν το κεφάλαιο αλλά και με τις σπατάλες του δημοσίου χρήματος, της μίζας, των πελατειακών σχέσεων, με τη δημιουργία δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών χωρίς αντικείμενο εργασιών, προκειμένου να βολευτούν «κολλητοί» και επικείμενοι ψηφοφόροι, έφτασαν τη χώρα στο σημείο που βρίσκεται σήμερα...
Αλλά και τώρα, υπηρετώντας την ίδια πολιτική, ισχυρίζονται ότι θα μας σώσουν με το δεύτερο μνημόνιο το οποίο περιλαμβάνει 22% μείωση μισθών στον ιδιωτικό τομέα για τους ενήλικες και 32% για τους νέους, ισχυριζόμενοι ότι η μείωση του μισθολογικού κόστους θα βοηθήσει την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων και την ανάπτυξη. Εκεί ακριβώς που απέτυχε το πρώτο μνημόνιο υπόσχονται τώρα ότι θα πετύχει το δεύτερο, τρομοκρατώντας το λαό και τους βουλευτές ότι αν δεν το ψηφίσουν, η χώρα θα χρεοκοπήσει και ο λαός μας θα πεινάσει. Και την ίδια στιγμή μας λένε ότι -αν όλα πάνε καλά και εφαρμοστούν στο ακέραιο οι διατάξεις του μνημονίου- το χρέος το 2020 θα είναι στο 120% του ΑΕΠ, όσο ακριβώς δηλαδή το παρέλαβε το ΠΑΣΟΚ το 2009... Αν ωστόσο υπάρξουν παρεκκλίσεις, αυτό θα εκτιναχθεί και πάλι στο 160%...
Το γεγονός ότι από την αρχή δεν υπήρξε καμία απολύτως διαπραγμάτευση από την ελληνική πλευρά δεν το λέει μόνο η Αριστερά σήμερα. Το λένε και δικοί τους βουλευτές και υπουργοί όπως ο κ. Βουδούρης, η κ. Κατσέλη, η κ. Ξενογιανακοπούλου κ.ά. Για να απαλλαγεί η χώρα μας από τα παραπάνω δεινά πρέπει να ανατραπεί το νεοφιλελεύθερο σύστημα μαζί με τα κόμματα που το υποστηρίζουν και το τροφοδοτούν: ΠΑΣΟΚ, Ν.Δ., ΛΑ.Ο.Σ., ΔΗ.ΣΥ. Και για να είναι βέβαιη η ανατροπή, είναι εντελώς αναγκαίο να υπάρξει σύμπραξη των Αριστερών δυνάμεων.
Στην πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για συζήτηση με στόχο την κοινή πορεία, ο Φώτης Κουβέλης την πρώτη φορά απάντησε ότι δεν συνεργάζεται γιατί «ο ΣΥΡΙΖΑ έχει παλαιοκομμουνιστικές αντιλήψεις» ενώ τη δεύτερη ότι... «αριστερίζει». Με ποιους όμως θα συνεργαστεί η Δημοκρατική Αριστερά αφού έχει στο πρόγραμμά της τον Δημοκρατικό Σοσιαλισμό και τη συμμετοχή σε κυβέρνηση συνεργασίας, αν όχι με τον ΣΥΡΙΖΑ; Μήπως τελικά έχουν βάση τα δημοσιεύματα που λένε ότι τμήμα της ΔΗΜΑΡ θα συμμετάσχει στη δημιουργία εστίας ενιαίου κόμματος με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της νέας αστικής στρατηγικής, με τη συμμετοχή του ΠΑΣΟΚ, της Ν.Δ., του ΛΑ.Ο.Σ. και της ΔΗ.ΣΥ.;
Το ΚΚΕ από την άλλη πλευρά, απάντησε ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ θα διαχειριστεί το υπάρχον σύστημα» και ότι «θέλει Κεντροαριστερά». Παρόλα αυτά, η κ. Παπαρήγα σε ομιλία της αναγνώρισε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αποτελεί μέρος του συστήματος, ενώ σε άλλες δηλώσεις για το θέμα του ευρώ, είπε ότι «δεν συμφέρει σήμερα να πάμε στη δραχμή και ότι η λαϊκή εξουσία θα πρέπει να αποφασίσει για την έξοδο ή όχι από το ευρώ. Πράγμα που τον ΣΥΡΙΖΑ τον βρίσκει σύμφωνο...
Σε απάντηση λοιπόν των παραπάνω και για να ξεκαθαρίζουμε τα πράγματα, ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε παλαιοκομμουνιστικές απόψεις έχει, ούτε κεντροαριστερά θέλει, αλλά και ακόμα περισσότερο δεν θέλει να διαχειριστεί ένα σύστημα σάπιο μέχρι το κόκαλο. Αυτό που επιδιώκουμε και παλεύουμε με όλες μας τις δυνάμεις σήμερα είναι, με δυο λόγια, η ανατροπή αυτής της αντισυνταγματικής κυβέρνησης, ο πραγματικός σοσιαλισμός, με ουσιαστική δημοκρατία και ελευθερία. Αυτά ακριβώς που αναγράφονται δηλαδή στο προοίμιο του προγράμματός μας, το οποίο συντάχθηκε ενώ ο Φώτης Κουβέλης ήταν ακόμα μέλος του ΣΥΝ.
Οφείλουμε πάντως -και αυτό θα πρέπει να το σκεφτούν πολύ σοβαρά οι κ.κ. Παπαρήγα και Κουβέλης- αν θέλουμε να λεγόμαστε «Αριστεροί» να υπερβούμε τους εαυτούς μας. Αυτό είναι το χρέος κάθε ανθρώπου που θέλει να λέγεται αριστερός και αυτό είναι που κάνει την Αριστερά να ξεχωρίζει από το υπόλοιπο πολιτικό σύστημα: η ιδιότητά της αυτή να αντιλαμβάνεται τις ανάγκες των καιρών και να βάζει στην άκρη τους δισταγμούς, τα προσωπικά της συμφέροντα και οφέλη (μικροκομματικά συνήθως -και αυτό αφορά σε όλους μας..) για χάρη του κοινού καλού.
Τα σημεία που συμφωνούμε είναι πολλά. Σε αυτά λοιπόν πάνω μπορεί να υπάρξει μια βάση για να ξεκινήσει η πολυπόθητη από την κοινωνία συζήτηση. Το εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ με όλες τις δυσκολίες του, έχει καταφέρει να αποδείξει στην πράξη ότι κάθε μέρος μιας τέτοιας συνεργασίας μπορεί αν το θέλει να διατηρήσει την ιδιαιτερότητά του. Ωστόσο, τη στιγμή που και μόνο το ενδεχόμενο μιας τέτοιας κουβέντας αριστερών δυνάμεων προκαλεί φόβο και τριγμούς στο κυβερνών πολιτικό σύστημα, η πραγματική σύμπραξη με υπερβαίνοντες εαυτούς, θα μπορεί και να αποτελέσει την ανατροπή του, προβάλλοντας από την άλλη τις «αριστερές» έννοιες για τις οποίες από κοινού παλεύουμε όλοι εμείς στην αριστερή όχθη του ποταμού: την κοινωνική δικαιοσύνη και ισότητα, την ελευθερία, τον σοσιαλισμό και την αληθινή δημοκρατία...