(Αυθεντική αστυνομική ιστορία)
Του Νίκου Μπέτσιου, υποστράτηγου ΕΛ.ΑΣ. ε.α.
Πριν αρκετά χρόνια, σε κάποιο νομό (τότε) της χώρας, διεξάγονταν το ερασιτεχνικό πρωτάθλημα, όπως και σήμερα, με τις ομάδες του νομού. Στη λήξη του πρωταθλήματος της ερασιτεχνικής κατηγορίας, δύο επαρχιακές ομάδες κοντινών χωριών ισοβάθμισαν και ως εκ τούτου θα έπρεπε να διεξαχθεί ποδοσφαιρική συνάντηση -αγώνας μπαράζ- για την άνοδο στην ανώτερη κατηγορία της μιας εκ των δύο.
Ορίστηκε λοιπόν η ουδέτερη έδρα στη πρωτεύουσα του νομού για να διεξαχθεί ο αγώνας ανόδου και στα δύο ανταγωνιστικά χωριά σήμανε συναγερμός. Αρκετές ημέρες πριν τη διεξαγωγή του αγώνα οι κάτοικοι των δύο χωριών το είχαν αναγάγει σε πρωτεύον ζήτημα και το θέμα είχε πάρει τοπικές, μέχρι και πολιτικές διαστάσεις, με δηλώσεις ποδοσφαιροπαραγόντων των χωριών στα ραδιόφωνα και τις εφημερίδες της εποχής και του τόπου. Μέχρι και οι γριές άφησαν το πλέξιμο, το κέντημα και τη φροντίδα των εγγονιών τους και είχαν σηκώσει τα λάβαρα του «εν τούτω Νίκα» αγώνα, για την τιμή του χωριού τους.
Οι παράγοντες ανέλυαν «εμβριθώς» την κατάσταση στα καφενεία, οι νέοι ετοίμαζαν τα πανό και τα συνθήματα ανταλλάσσοντας «γαλλικά» με τους νέους του αντίπαλου χωριού και όλα ήταν μία ωραία... ατμόσφαιρα. Στα καφενεία είχαν σταματήσει οι πολιτικοί διάλογοι και αντίλογοι, στις γειτονιές τα κουτσομπολιά είχαν πάρει αναστολή και το μοναδικό ενδιαφέρον ήταν η κατάκτηση του τροπαίου και η πολυπόθητη άνοδος στην ανώτερη κατηγορία, για τα παλικάρια, τους ήρωες που θα τους έκαναν περήφανους.
Ο αστυνόμος της περιοχής με εμφανή ανησυχία ενημέρωνε την προϊσταμένη του υπηρεσία, για τις συνθήκες... μάχης και προσπαθούσε μάταια να ηρεμήσει τους fans οι οποίοι δημιουργούσαν ροκ σκηνικά στους δρόμους των χωριών, με κορναρίσματα, συνθήματα και τις γνωστές ελληνικές απειλές της γενετήσιας αξιοπρέπειας.
Οι τοπικοί πολιτικοί κομισάριοι έβαζαν μέσο να φέρουν τους φαντάρους εκείνες τις ημέρες στα χωριά τους για να προπονηθούν και να ντοπαριστούν ψυχολογικά στον ρυθμό των ημερών, ενώ παράλληλα έψαχναν να βρουν ποιοι διαιτητές θα σφύριζαν τον μεγάλο αγώνα...
Στα (τότε) κοινοτικά καταστήματα, οι συσκέψεις έδιναν και έπαιρναν για την καλύτερη οργάνωση και παρουσία στο γήπεδο, ενώ οι προπονητές και παίκτες απολάμβαναν ηγεμονικές τιμές και υποσχέσεις. Μέχρι και προτάσεις γάμου είχαν από υποψήφιες νύφες. Ακόμη έστελναν «κατασκόπους» στο... αντίπαλο χωριό για τη συλλογή πληροφοριών. Μάλιστα ένα βράδυ η... αντικατασκοπεία του ενός χωριού «συνέλαβε» κατασκόπους του άλλου χωριού και οι αστυνομικοί του αστυνομικού Σταθμού μετά δυσκολίας τους... έσωσαν και τους παρέδωσαν σώους στα... χωρικά σύνορα του χωριού τους, οι κάτοικοι του οποίου ξεσηκώθηκαν μετά την εξιστόρηση του συμβάντος από τους παθόντες και οι ιαχές «αέρα, αέρα», έδιναν και έπαιρναν...
Ο αστυνόμος «τα είχε παίξει» και είχε χάσει κυριολεκτικά τον ύπνο του. Η τότε Διοίκηση είχε ανησυχήσει και πλέον μελετούσε σχέδιο επικινδυνότητας του αγώνα, ενώ ο υποδιοικητής συγκάλεσε επειγόντως σύσκεψη με τους τοπικούς παράγοντες για να ηρεμήσουν τα πνεύματα και να πέσουν οι τόνοι. Στο μεταξύ οι διάλογοι ήταν αθάνατοι μεταξύ κοινού και ποδοσφαιριστών. (Κωστάκη φάε καλά να καρδαμώσεις, να τους ξεσκίσουμε. Καλά θα τους πάρουμε τα σώβρακα, Αντώνη αν βάλεις γκολ θα μιλήσω στην Τασούλα για σένα, Ρε Μάκη δεν πιστεύω να φοβάσαι εκείνο το κολιάντερο τον Βάσο, δώσ’ του τα παπούτσια στο χέρι κ.ά. πολλά).
Από την προηγούμενη του «αγώνα χωρίς αύριο», οι αποστολές των ομάδων είχαν καταλύσει σε ξενοδοχεία της πρωτεύουσας του νομού και το προηγούμενο βράδυ οι οπαδοί των δύο ομάδων είχαν δημιουργήσει .. προεκλογικό σκηνικό στους δρόμους και πλατείες της πόλης, με την Αστυνομία να τρέχει και να μην φτάνει. Οι ουδέτεροι της πόλης άρχισαν να απολαμβάνουν την κατάσταση και η πλάκα έπεφτε σύννεφο. Μέχρι και στοιχήματα έβαζαν και έλεγαν ότι θα πάνε και αυτοί στο γήπεδο για «χαβαλέ», γιατί τέτοια ματς δεν χάνονται με τίποτα.
Η μεγάλη μέρα έφθασε. Για τα αντίπαλα χωριά ήταν ιεροτελεστία και θέμα τιμής η νίκη. Για την Αστυνομία «φωτιά στα μπατζάκια της», για τον επικεφαλής αξιωματικό «το κέρατό μου και την γκαντεμιά μου», για τους διαιτητές «σώσε Κύριε» (Σημ. Ήταν εξαφανισμένοι από την Αστυνομία μέχρι πριν την έναρξη του αγώνα), για τους ουδέτερους... χαρά Θεού. Η πόλη πριν τον αγώνα ήταν σε κατάσταση... μέθης. Οι οπαδοί των δύο χωριών «ντίρλα» από τα οινοπνευματώδη και η Αστυνομία με ενισχυμένη δύναμη σε ρόλο ...κυανόκρανων. Οι κοπελιές ήταν βαμμένες και ντυμένες στα χρώματα του χωριού τους, κάποια την έπεσε στον νεαρό αστυνομικό που εκτελούσε υπηρεσία στην κερκίδα, γιατί τον είχε βάλει στο μάτι από το χωριό... (μεγαλεία). Τα συνθήματα δονούσαν την ατμόσφαιρα και ήταν ευρηματικά από τους «κερκιδάρχες».
Ο μεγάλος αγώνας επιτέλους ξεκίνησε και οι ποδοσφαιριστές τα έδιναν όλα. Κάποια στιγμή του αγώνα, ο Γιακουμής που ήταν και το... δρεπανηφόρο της άμυνας κλάδεψε τον Γιάννη και αυτός τον έβρισε. Ο διαιτητής αποβάλλει και τους δύο και το γήπεδο παίρνει φωτιά. Οι αναπτήρες, τα κέρματα και οι ζώνες των παντελονιών εκτοξεύονται προς τον επόπτη που τραυματίζεται. Λίγα λεπτά πριν τη λήξη της κανονικής διάρκειας του αγώνα και το σκορ ήταν ισόπαλο χωρίς τέρματα ο διαιτητής δίνει πέναλτι σε ανατροπή ποδοσφαιριστή και εκεί γίνεται ο κακός χαμός. Ο Λάκης ο επονομαζόμενος και Σταλόνε, μπαίνει στον αγωνιστικό χώρο για να δείρει τον διαιτητή και οι αστυνομικοί στο κυνήγι του. Σκηνές απείρου κάλλους. Μετά πολλών καθυστερήσεων ο Θύμιος ο επονομαζόμενος και Λούτσας, παίρνει εντολή να εκτελέσει το πέναλτι. Όλο το χωριό όρθιο με αλαλαγμούς φωνάζει στον ποδοσφαιριστή «μήτου-μήτου, βάλε του μπασμένου στα δίχτυα» (μήτο είναι το ευθύβολο δυνατό κτύπημα και μπασμένο ήταν ο τερματοφύλακας της αντίπαλης ομάδας). Ο Θύμιος ο Λούτσας παίρνει πολύ μεγάλη φόρα από απόσταση και το γήπεδο κρατάει την ανάσα του. Αυτός όμως δεν ευστοχεί και αντί να βρει την μπάλα, βρίσκει το χώμα με συνέπεια να τον πάρουν με φορείο λόγω αυτοτραυματισμού. Το τι έγινε δεν περιγράφεται. Αν τότε υπήρχαν κάμερες και κατέγραφαν τα κωμικοτραγικά γεγονότα, οι σκηνές θα έκαναν τον γύρο του κόσμου... Οι οπαδοί της άλλης ομάδας άρχισαν ρυθμικά να φωνάζουν το σύνθημα «Λούτσα-Λούτσα...».
Τελικά έφθασε η ώρα των πέναλτι, αφού ο κανονικός αγώνας και η παράταση έληξαν χωρίς τέρματα και η μία ομάδα μέσα σε έξαλλους πανηγυρισμούς πέτυχε την άνοδο. Τα συναισθήματα θριάμβου και θρήνου. Οι ηττημένοι τα έβαλαν με τους διαιτητές, ότι τους αδίκησαν και έχασαν άδικα την άνοδό τους στη κατηγορία. Πώς να φύγουν τώρα οι διαιτητές, αφού όλο το χωριό (μέχρι και ο παπάς του χωριού) είχε περικυκλώσει τον χώρο των αποδυτηρίων και δεν αποχωρούσαν με τίποτα απειλώντας τους διαιτητές... Η Αστυνομία στα δύσκολα. Η ώρα περνούσε και η ατμόσφαιρα μύριζε μπαρούτι. Ξαφνικά άρχισε να μυρίζει πολύ έντονα και ανυπόφορα -όχι μπαρούτι-, αλλά... γαλλικό άρωμα. Κάποιος ή κάποιοι... δολιοφθορείς από τους συγκεντρωμένους προφανώς για πλάκα πέταξαν κρυφά «βρωμούσες» μέσα στο συγκεντρωμένο πλήθος, το οποίο σε μηδενικό χρόνο, ακαριαία, άρχισε να απομακρύνεται τρέχοντας όπως-όπως μακριά από τη ζώνη των... ασφυξιογόνων αερίων. Μάλιστα η παπαδιά λιποθύμησε, αλλά και ένας αστυνομικός από τις οσμές. Το θέαμα ήταν ασύλληπτο και κωμικό συγχρόνως. Τι δακρυγόνα, τι χημικά, τι κρότου - λάμψης, εδώ να δείτε καταλυτική και ακατανίκητη αποτελεσματικότητα.
Μέσα στην «αναμπουμπούλα» και την αποδιοργάνωση των πολιορκητών, οι διαιτητές κατάφεραν να... αποδράσουν κρυμμένοι στην κλούβα της Αστυνομίας, που γκάζωσε φεύγοντας. Τους διαιτητές ακόμη τους ψάχνουν...