Του Κώστα Γιαννούλα
Ήταν καλοκαίρι του 1963. Ο ήλιος πλησίαζε να δύσει πίσω απ’ τον επιβλητικό ορεινό όγκο του Ολύμπου, όταν ο 13χρονος πρωταγωνιστής της ιστορίας μας πήρε εντολή απ’ τον πατέρα του να μεταβεί σε στάνη, 6 χιλιόμετρα περίπου έξω απ΄ το χωριό του. Θα είχε ως αποστολή να βοηθήσει τον τσοπάνη χαράματα της άλλης μέρας ν’ αρμέξει τα πρόβατα και να μεταφέρει, κατόπιν, το γάλα στο σπίτι του. Έπρεπε, γι’ αυτό, να ξεκινήσει αποβραδίς, για να βρίσκεται έγκαιρα στον προορισμό του.
Ήταν η εποχή, βλέπετε, που κάθε αγροτόσπιτο, για να εξασφαλίζει την αυτονομία, την αυτάρκεια και την επιβίωσή του, έπρεπε να διαθέτει εκτός των άλλων και διάφορα ζωντανά για το αυγό του, το κρέας του, το γάλα του, το τυρί του.
Το σπίτι του πιτσιρικά μας διέθετε εκτός των άλλων και πέντε προβατίνες, τις οποίες, όμως, δέχθηκε να τις φροντίζει μαζί με το κοπάδι του κάποιος συγχωριανός, που κατά καιρούς ειδοποιούσε τους δικαιούχους να πάνε στο μαντρί και να πάρουν, όσο γάλα τους αντιστοιχούσε. Τη φορά εκείνη, ωστόσο, ειδοποίησε την τελευταία στιγμή, οπότε έπρεπε ουσιαστικά να καλυφθεί η διαδρομή απ’ το χωριό ως τη στάνη μέσα στη νύχτα και να γίνει διανυκτέρευση στην εξοχή.
Επειδή το σκοτάδι, όσο θαρραλέος και εξοικειωμένος κι αν είναι κανείς μαζί του, προκαλεί φόβο, πόσο μάλλον σ’ έναν παιδί, με βαριά καρδιά ετοίμασε το γάιδαρό τους, φόρτωσε τον ντορβά (=ταγάρι) με το φαγητό, που προοριζόταν για τον τσοπάνη, τους ματαράδες για το γάλα και τη βαρδάκα με το νερό, ανέβηκε καβάλα και ξεκίνησε, όταν είχε ήδη σουρουπώσει για τα καλά.
Καθ’ οδόν και όσο το σκοτάδι γινόταν πιο παχύ, η καρδιά του σφιγγόταν ολοένα και περισσότερο, μια που τα παραμύθια της γιαγιάς και του παππού γεμάτα λάμιες, νεράιδες, δράκους, αλεπούδες, λύκους και κλέφτες ζωντάνευαν, καθώς έφταναν στ’ αυτιά του παράξενοι ήχοι, που προκαλούσαν κλαδιά που έτριζαν, το θρόισμα των φύλλων στο φύσημα της αύρας, κουκουβάγιες, κοράκια, τζιτζίκια και τριζόνια, αδέσποτα σκυλιά και τόσα άλλα.
Κάποιες, μάλιστα, στιγμές, που τη γαλήνη της νύχτας τάραζαν μόνο οι οπλές του γαϊδάρου και καθώς τα κλαδιά των δέντρων κάτω απ’ το φως του φεγγαριού έμοιαζαν με τεράστια χέρια, έτοιμα να τον κατασπαράξουν, προκειμένου ν’ ακούει ήχους γνώριμους, τους προκαλούσε ο ίδιος δέρνοντας με τη βίτσα τα καπούλια του ζώου επιτυγχάνοντας, έτσι, και πιο γρήγορο βηματισμό.
Του κοβόταν, μάλιστα, η ανάσα, κάθε φορά που πλησίαζε σε χαντάκι και τα βατράχια, φοβισμένα κι αυτά απ’ την παρουσία του, διέκοπταν τα κοάσματά τους και πηδούσαν αιφνιδιαστικά μέσα στο νερό δημιουργώντας με τον παφλασμό τους ακόμη πιο παράξενους και ανησυχητικούς ήχους.
Μετά από μιας ώρας περίπου βασανιστικό ταξίδι, που φάνταζε ατελείωτο, έφτασε, επιτέλους, κοντά στο μαντρί και σε παρακείμενο χωράφι. Πριν καλά-καλά φθάσει, όμως, και για να κερδίσει χρόνο, ξετύλιξε την τριχιά απ’ το σαμάρι του ζώου, έδεσε τη μια άκρη της με το καπίστρι, κράτησε την άλλη με το χέρι του και, μόλις ξεπέζεψε, την έδεσε γρήγορα σε ένα δέντρο, για να μην απομακρυνθεί το ζώο, και με το φορτίο υπό μάλης και στον ώμο «βουρ» κατευθείαν για τη στάνη.
Εκεί τον περίμενε μία ακόμη δυσάρεστη έκπληξη. Ο τσοπάνης απουσίαζε, γιατί συνέχιζε να βόσκει τα πρόβατα μακριά απ’ το μαντρί πέρα στις φρεσκοκομμένες καλαμιές, αφού το καλοκαίρι τα ζωντανά για ευνόητους λόγους βόσκουν τη νύχτα. Ως εκ τούτου αναζήτησε και βρήκε, πού μπορούσε να ξαπλώσει και να περάσει τη νύχτα. Ήταν ένα αυτοσχέδιο κρεβάτι κάτω από μια μουριά, μια ξύλινη σβάρνα, δηλαδή, στηριγμένη πάνω σε δύο χειροποίητα τριπόδια, με στρώμα και σκέπασμα δύο φθαρμένες απ’ το χρόνο χονδρές μάλλινες κάππες.
Εκεί μέσα, παρά την υπερβολική ζέστη και την μπόχα, έχωσε και το κεφάλι, προκειμένου να μη βλέπει και να μην ακούει τίποτε και για να νιώθει ασφαλής.
Πάνω, ωστόσο, που άρχισε να χαλαρώνει και να τον γαργαλάει γλυκά-γλυκά, ίσως και να τον πήρε ο ύπνος, κάτι έπιασε τ’ αυτί του. Δεν άργησε να καταλάβει ότι επρόκειτο για καλπασμό αλόγου, που όλο και πλησίαζε. Η καρδιά του, για άλλη μια φορά, ειδικά όταν αναβάτης και άλογο πλησίασαν σε απόσταση αναπνοής, πήγε να σπάσει απ’ την αγωνία, γιατί είχε πιστέψει ότι επρόκειτο για ληστή, οπότε πλησίαζε η ώρα του.
Δεν επρόκειτο, βέβαια, για ληστή αλλά για κάποιον ανυποψίαστο κάτοικο της περιοχής, που χρειάστηκε να μετακινηθεί νύχτα με τ΄ άλογό του από ένα μέρος σ’ άλλο. Είδε, όμως, κι έπαθε ο πρωταγωνιστής μας, μέχρι να σιγουρευτεί ότι έσβησε ο θόρυβος απ’ τις οπλές του αλόγου και απομακρύνθηκε οριστικά «ο κίνδυνος».
Πότε τον πήρε ο ύπνος, δεν το κατάλαβε. Ξύπνησε, ωστόσο, άγρια χαράματα απ’ το σκούντημα του τσοπάνη, ο οποίος αφού τον καλωσόρισε, του ζήτησε να βοηθήσει στο άρμεγμα με το να αναγκάζει τις προβατίνες να πλησιάζουν μία-μία στη στρούγγα, για να τις αρμέξει. Έτσι κι έγινε.
Αμέσως μετά τοποθέτησαν το γάλα στους ματαράδες, τους φόρτωσαν στο γάιδαρο και ο μεν δεκατριάρχονος πήρε το δρόμο επιστροφής στο χωριό, ενώ ο τσοπάνης συνέχισε το έργο του.
Αν και πέρασαν από τότε πενήντα, σχεδόν, χρόνια, για τον πρωταγωνιστή, που συνεχίζει να ζει, όλα αυτά φαντάζουν σαν να έγιναν μόλις χθες και, παρότι στενάχωρα, του ξυπνούν νοσταλγικές και γλυκές θύμησες, ικανές, να γλυκάνουν τις δύσκολες καταστάσεις, που βιώνει σήμερα αυτός και η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων. Μακάρι, όμως, να μην αναγκασθούμε να τις ξαναζήσουμε!