Του δρ. Ζήση Δ. Λυγούρα, πρ. δ/ντή Α’/βάθμιας Εκπαίδευσης ν. Λάρισας, πρ. νομαρχιακού συμβούλου
Ο άνθρωπος γεννιέται σε ένα έτοιμο κοινωνικοπολιτιστικό περιβάλλον, που με τη συγκρότηση και τη θεσμική του λειτουργία γίνεται καθοριστικός παράγοντας της διαμόρφωσης της ταυτότητάς του. Η ταυτότητα διακρίνεται σε πολιτισμική και κοινωνική.
Η πολιτισμική ταυτότητα του ανθρώπου γίνεται σημείο αναφοράς για την αυτοαναγνώριση, την αυτοπαρουσίαση και τη διάκρισή του από τους άλλους. Το εγώ και ο άλλος ή εμείς και οι άλλοι δεν αναφέρεται στους συντοπίτες, τους συμπολίτες, αλλά στους αλλοεθνείς, τους αλλοδαπούς, τους έχοντες άλλη πολιτισμική προέλευση.
Ο σαφής αυτός διαχωρισμός μεταξύ ημεδαπών και αλλοδαπών, που επιβάλλεται από την πολιτισμική ταυτότητα, οφείλεται στο γεγονός ότι αυτή είναι φορέας καθοριστικών στοιχείων της ανθρώπινης ύπαρξης, όπως είναι η γλώσσα, η θρησκεία, οι λατρευτικές συνήθειες και παραδόσεις, οι συνήθειες διατροφής, ο τρόπος οργάνωσης της οικογενειακής ζωής και ο τρόπος ανάπτυξης των διαφυλικών σχέσεων.
Τα στοιχεία αυτά επειδή ενσωματώνονται από πολύ νωρίς στην ύπαρξη του ανθρώπου, αποκτούν τον χαρακτήρα του αυτονόητου και του αναμφισβήτητου κύρους και ισχύος, ο οποίος χάνεται όταν ο άνθρωπος μετακινείται, μεταναστεύει σε άλλη (-ες) χώρα (ες).
Η μετανάστευση, η νόμιμη εγκατάσταση και η εργασία στον νέο τόπο προκαλεί αργά αλλά σταθερά την αίσθηση της απώλειας και τη δημιουργία ενός πολιτισμικού κενού, που εκδηλώνεται ως ψυχικοσυναισθηματική διαταραχή.
Η αίσθηση της απώλειας και το πολιτισμικό κενό δημιουργείται τόσο στους μόνιμους (ημεδαπούς) όσο και στους μεταναστεύσαντες (αλλοδαπούς) κατοίκους του τόπου.
Οι μεν πρώτοι έχουν την αίσθηση πως με την εγκατάσταση των αλλοδαπών θα χάσουν την πολιτισμική ομοιογένεια και καθαρότητά τους και πως η χώρα τους θα χάσει τα ιδιαίτερα εθνοφυλετικά της χαρακτηριστικά.
Οι δε δεύτεροι αντιλαμβάνονται και αποκτούν την αίσθηση πως θα πρέπει να θυσιάσουν, να χάσουν τα ιδιαίτερα πολιτισμικά τους χαρακτηριστικά, προκειμένου να γίνουν αποδεκτοί από το κοινωνικό σύνολο και να αφομοιωθούν από τον κυρίαρχο εθνοτικό πολιτισμό.
Οι διαφορετικές ψυχοπνευματικές διεργασίες στα δύο κοινωνικά σύνολα (ημεδαπών και αλλοδαπών) σηματοδοτούν την αρχή της εκδήλωσης της καχυποψίας του ενός έναντι του άλλου στη λογική: «τι θέλουν αυτοί (οι ξένοι) στον τόπο μου; Τι θέλουν, τι προσδοκούν αυτοί (οι ντόπιοι) από εμάς;
Η αρχική καχυποψία μετεξελίσσεται με την εμπλοκή των αλλοδαπών στην οικονομική και την κοινωνική ζωή του τόπου, σε αντιπάθεια και ολοκληρώνεται με τη μισαλλοδοξία.
Η μισαλλοδοξία εκφράζει την εχθρική διάθεση, το μίσος προς καθετί το διαφορετικό με σκοπό τη βλάβη, το κακό του άλλου.
Η μισαλλοδοξία, στην περίπτωση της πολιτισμικής διαφοροποίησης, εκδηλώνεται με τον εθνικισμό και τον ρατσισμό, που πολλές φορές οδήγησαν κράτη σε εμφύλιους πολεμικούς σπαραγμούς και την ανθρωπότητα σε πολεμικά ολοκαυτώματα.
Απέναντι στη μισαλλοδοξία ο άνθρωπος, η κοινωνία έχουν τη δυνατότητα να αντιτάξουν τη διαλλακτικότητα.
Η διαλλακτικότητα εκφράζει την ορθή αξιολόγηση της ταυτότητας του ντόπιου και του ξένου ως δυναμικού και όχι ως στατικού στοιχείου, που λειτουργεί συμπληρωματικά, ως θέση και ως αντίθεση που οδηγεί στη σύνθεση, στη συμφιλίωση και την ειρηνική κοινωνική συνύπαρξη.
Η διαλλακτικότητα στη θέση του φόβου της απώλειας, της μισαλλοδοξίας, έχει τη δημιουργικότητα, η οποία ξεπερνά στερεότυπα και προκαταλήψεις και επιχειρεί την ανοιχτή πληροφόρηση και την αξιοποίηση των νέων εμπειρικών δεδομένων που θα κάνουν πράξη την ισότιμη και τη δημοκρατική κοινωνία.
Η διαλλακτικότητα εμπνέεται από τις αξίες της ισονομίας, της ισοπολιτείας και της ελευθερίας της βούλησης και στοχεύει όχι στη βλάβη, την περιθωριοποίηση του άλλου, αλλά στην παροχή στήριξης και υποστήριξης στην προσπάθειά του για κοινωνική ανέλιξη και κοινωνική ενσωμάτωση.
Η κοινωνική ανέλιξη και ενσωμάτωση των ξένων στην κοινωνία της χώρας υποδοχής τους είναι μια μακρά και επίπονη διαδικασία, η οποία απαιτεί νομοθετικές ρυθμίσεις και πολιτικές αποφάσεις, που θα σέβονται την πολιτισμική διαφορετικότητά τους, αλλά και θα τους υποχρεώνει στον σεβασμό και την τήρηση των αξιών, των αρχών και των κανόνων που διέπουν τη θεσμική λειτουργία του κράτους της νέας τους πατρίδας.
Ο θεσμικός αυτός τρόπος αντιμετώπισης της μετανάστευσης και των μεταναστών θα έχει ως αποτέλεσμα να διατηρήσουν αυτοί την πολιτισμική τους ταυτότητα, αλλά ταυτόχρονα και παράλληλα να επιδιώκουν να διακριθούν ως πολίτες του νέου τόπου σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας.
Η ιστορία των χωρών υποδοχής μεταναστών είναι γεμάτη από παραδείγματα λαμπρών επιστημόνων και πετυχημένων επιχειρηματιών, που ως πρώτη, δεύτερη, τρίτη και παραπέρα γενιά μεταναστών έκανε και κάνει έντονη την παρουσία της στην οικονομική, την πολιτική, την κοινωνική και την πολιτιστική ζωή τους.
Η ιστορία, ως πηγή γνώσης και έμπνευσης, καθιστά αναγκαία τη διαμόρφωση της μεταναστευτικής πολιτικής με ανθρωποκεντρικό προσανατολισμό και περιεχόμενα, που θα καλλιεργούν τη διαλλακτικότητα, την ανοχή και την αποδοχή της διαφορετικότητας και της ιδιαιτερότητάς της άλλης πολιτισμικής ταυτότητας, θα αποτρέπει τα φαινόμενα της μισαλλοδοξίας και θα εκπέμπει το μήνυμα πως όλοι μαζί, χωρίς διακρίσεις, περιθωριοποιήσεις και αποκλεισμούς, μπορούμε να πετύχουμε και να κάνουμε πράξη την ισότιμη, την ευνομούμενη και τη δημοκρατική κοινωνία.