Του Γιάννη Μήτσιου, φυσικού – νομικού
Είναι γνωστό ότι από την αρχαιότητα οι κύριες επαγγελματικές δραστηριότητες των Ελλήνων ήταν η αμπελουργία, η ελαιουργία και η ναυτιλία. Ευνόητο είναι ότι οι λόγοι που έστρεψαν τους Έλληνες στις δραστηριότητες αυτές είναι οι θάλασσές μας, όπως και οι εδαφολογικές και οι κλιματολογικές συνθήκες που επικρατούν σ’ αυτό το άκρο της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει τις δραστηριότητες αυτές σαν εθνικά επαγγέλματα των Ελλήνων. Ο Ελύτης γράφει: «Εάν αποσυνθέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν ένα αμπέλι, μια ελιά και ένα καράβι. Που σημαίνει πως με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις».
Τα λόγια του Ελύτη, με το συμβολισμό τους αλλά και την επίκαιρότητά τους, τονίζουν την εργατικότητα, τη δημιουργικότητα, την ανάπτυξη και την παράδοση των Ελλήνων σε τομείς της οικονομίας. Και κάνουν νύξη για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπιζόταν κρίσεις και προβλήματα στο παρελθόν.
Τις τελευταίες 3-4 δεκαετίες όλα αυτά πέρασαν στο περιθώριο του ενδιαφέροντος των Ελλήνων. Η ανταγωνιστικότητά μας σε σχέση με τους Ευρωπαίους ήταν πράγματι εκπληκτική σε ό,τι αφορά στην κατανάλωση αλλά όχι την παραγωγή. Όλα αυτά τα χρόνια εισάγονταν αθρόως, όχι μόνο φάρμακα, πετρέλαιο, βιομηχανικά προϊόντα και άλλα αγαθά, αλλά ακόμη κρέας από την Ολλανδία, λεμόνια απ’ την Αργεντινή, ρεβίθια απ’ το Μεξικό και άλλα πολλά. Τα παραδοσιακά επαγγέλματα και η πρωτογενής παραγωγή παραμελήθηκαν, αν δεν απαξιώθηκαν και λίγοι παρέμειναν στη γεωργία, την κτηνοτροφία, την αλιεία και τη ναυτιλία.
Τα παιδιά τα στρέψαμε στις σπουδές πιστεύοντας πώς έτσι ανεβαίνει το οικογενειακό μας γόητρο. Τα σαράντα ΑΕΙ και ΤΕΙ έγιναν βιομηχανίες μαζικής παραγωγής πτυχίων, πολλά από τα οποία ήταν χωρίς αντίκρισμα, γνωσιολογικό και, κυρίως, επαγγελματικό. Το περίεργο είναι ότι τα παιδιά αυτά, άνεργα κατά κανόνα, προτιμούν να γίνονται ντελιβεράδες, σεκουριτάδες, σερβιτόρες ή να σπαταλούν τον χρόνο τους στην ανία και τη σαχλαμάρα της καφετέριας, παρά να ασχοληθούν με κάποιο από τα παραγωγικά επαγγέλματα.
Δυστυχώς, παρασυρθήκαμε όλοι μας από τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα. Χάσαμε τις αξίες μας, τις αρχές μας, τις παραδόσεις μας. Γίναμε θλιβερά κακέκτυπά τους. Λαθρεπιβάτες στην ίδια την πατρίδα μας. Δειλοί, άβουλοι και μοιραίοι δεν υποψιαστήκαμε την ελαφρότητα του δανεικού πλούτου. Τώρα πρέπει να εξηγήσουμε στα παιδιά μας τι χάσαμε αναπαυμένοι βολικά πάνω στο ψέμα, το οποίο τροφοδοτούσαμε με την αφέλεια και την ανοχή μας. Όμως, δεν αρκεί η αυτοκριτική μας. Τους χρωστάμε μία νέα κατεύθυνση, μια νέα πορεία. Μία ρεαλιστική προοπτική. Έναν δρόμο ανηφορικό και δύσκολο, αλλά δημιουργικό. Ένα μέλλον πραγματικό, δικό τους, όχι δανεικό. Αν δεν μπορούμε, πράγμα καθόλου απίθανο, θα πρέπει να βρούμε την ευθύτητα και την εντιμότητα να αναγνωρίσουμε και να παραδεχτούμε ότι η αδυναμία να αλλάξουμε στάση και συμπεριφορά θα μας οδηγήσει ξανά στη φαυλότητα, τη διαπλοκή και τη διαφθορά του παρελθόντος. Και αν αυτό συμβαίνει, τουλάχιστον ας σιωπήσουμε.
Η προθυμία, η ευγένεια, η προσπάθεια, η δημιουργική αναζήτηση και η χαρά της δημιουργίας, η αγάπη προς τη φύση και το περιβάλλον, χαρακτηριστικά των Ελλήνων από τα βάθη της Ιστορίας, είναι κρίσιμο και απαραίτητο να αναδειχτούν και να αποτελέσουν την κινητήρια δύναμη για το νέο ξεκίνημα. Αρχίζοντας από την ιστορία και την παράδοση και χρησιμοποιώντας την έρευνα και την τεχνολογία, νέες ποικιλίες αγροτικών προϊόντων, τυποποίηση και συσκευασία, αναζήτηση νέων αγορών στο εξωτερικό, εφαρμογή νέας τεχνογνωσίας στη βιοτεχνία και βιομηχανία και αξιοποίηση των νέων Ελλήνων, μπορούμε να σταθούμε στα πόδια μας, να ορθοποδήσουμε με αξιοπρέπεια.
Τώρα, που όλα έχουν κατεδαφιστεί ας πάψουμε να κλαίμε πάνω στα ερείπια του παρελθόντος, ας σταματήσουμε να μεμψιμοιρούμε και να ελεεινολογούμε τους άλλους υποβαθμίζοντας την προσωπική μας ευθύνη. Παραμερίζοντας φανατισμούς, διχασμούς, λαϊκισμούς και συνωμοσιολογίες μπορούμε να προχωρήσουμε με αισιοδοξία στο μέλλον.