*Του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου
δασκάλου του 32ου Δ. Σχ. Λάρισας
Μία από τις μεγαλύτερες θεομητορικές εορτές είναι τα Εισόδια. Η είσοδος της Θεοτόκου στο ναό, κατά το εορταστικό απολυτίκιο, είναι προοίμιο της αναγγελίας του Χριστού και η πραγματοποίηση του σχεδίου της θείας οικονομίας. Η εορτή αποτελεί τη βάση για όλη τη μετέπειτα ζωή της Θεοτόκου. Όταν η Μαρία έγινε τριετής, οι γονείς της την προσέφεραν, σαν σήμερα, στον ναό, καθώς είχαν υποσχεθεί, αφιερώνοντάς τη στον Θεό, που τους τη χάρισε σε προχωρημένη ηλικία. Την παρέδωσαν στον αρχιερέα Ζαχαρία, που τη δέχτηκε λέγοντας: «Εμεγάλυνε ο Κύριος το όνομά σου σε όλες τις γενεές. Με σένα θα ευλογηθούν τα έθνη και ο Κύριος θα λυτρώσει τους υιούς του Ισραήλ», και την έβαλε στον ιερότερο χώρο του ναού όπου εισερχόταν μόνο ο Αρχιερέας «απετέθη δικαίως σήμερα στα άγια άδυτα, σαν θησαυρός του Θεού, η κόρη που εξελέγη ανάμεσα στους εκλεκτούς από αιώνες, που αναδείχθηκε αγία των αγίων1». Ήταν ένα προκλητικό γεγονός, κάποιος άνθρωπος, μάλιστα κορίτσι, να εισέλθει στον ιερό χώρο, όπου φυλάσσονταν τα ιερότερα αντικείμενα τού Ισραήλ, όπως η Κιβωτός της Διαθήκης, η Στάμνα του Μάννα, η Ράβδος η βλαστήσασα του Ααρών και, βεβαίως, όπου ούτε οι ιερείς είχαν δικαίωμα εισόδου, αλλά ούτε και ο Αρχιερεύς καθημερινά. Στα Άγια των Αγίων η Θεοτόκος τρεφόταν από άρτο που της έφερνε ο Αρχάγγελος Γαβριήλ. Αυτό είναι ένα από τα πλέον θαυμαστά γεγονότα του βίου της Θεοτόκου. Σε τροπάριο της εορτής ψάλλεται: «Επουρανίω τραφείσα, Παρθένε, άρτω». Ο Αγιος Γρηγόριος Παλαμάς αναφερόμενος στον ευλογημένο άρτο που έτρεφε τήν Παναγία λέγει ότι ο Θεός έστελνε «τροφήν άνωθεν απόρρητον εκεί τη Παρθένω δι' αγγέλου». Όμως, δεν ήταν συνηθισμένος άρτος, αλλά στην πραγματικότητα ήταν η άκτιστη ενέργεια του Θεού, διά της οποίας, κατά τον ίδιο Πατέρα, «την τε φύσιν κρειττόνως ανερρώννυτο (εδυνάμωνε) και κατά σώμα των ασωμάτων καθαρωτέρα καί υπερτέρα και συνετηρείτο και ετελείτο». Είναι προφανές ότι δεν ήταν υλικός άρτος, αλλά ξένη τροφή. Ήταν η ενέργεια του Θεού που ενδυνάμωνε το σώμα της Παναγίας για να έχει νοερά προσευχή και θεωρία Θεού. Αυτό σημαίνει ότι η Παναγία ήταν μέσα στο Φως τού Θεού και είχε κοινωνία μαζί Του, φθάνοντας στη θέωση. Στην πραγματικότητα ζούσε όπως ζούσε προπτωτικά ο άνθρωπος στον Παράδεισο. Ο άγιος Μάξιμος Ομολογητής ερμηνεύοντας το αίτημα της Κυριακής Προσευχής, «τον άρτον ημών τον επιούσιον», το συνδέει με τη θεία Κοινωνία τού Σώματος και του Αίματος του Χριστού και κάνει λόγο για την «τροφή του άρτου της ζωής, ίνα νικήση τον θάνατον της αμαρτίας», από την παρούσα πρόσκαιρη ζωή. Με αυτόν τον Άρτο, τη Χάρη και την ενέργεια του Θεού, τρεφόταν η Θεοτόκος. Με αυτόν τον Άρτο τρεφόμαστε και εμείς κάθε φορά που τελούμε τη Θεία Λειτουργία.
Στο ναό η Παρθένος διέμεινε δεκα χρόνια, ώσπου πλησίασε ο καιρός του θείου Ευαγγελισμού και των ουρανίων υπερφυσικών μηνυμάτων, που προμηνούσαν ότι ο Θεός ευδόκησε να σαρκωθεί απ' αυτήν σαν φιλάνθρωπος, για να αναπλάσει τον φθαρέντα από την αμαρτία κόσμο. Η Θεοτόκος εξήλθε τότε από το ναό και δόθηκε στον μνήστορα Ιωσήφ, για να είναι προστάτης της, μάρτυς της παρθενίας της και για να υπηρετήσει τον άσπορο τόκο της, στη φυγή στην Αίγυπτο και στην επάνοδό της στη γη Ισραήλ.
Ποια είναι όμως η θέση των πιστών απέναντι στο μυστήριο της Θείας Οικονομίας που φανερώνεται σήμερα. Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς απαντά με ένα ερώτημα: «εμείς που έχουμε κοντά μας γραμμένα όλα τα λόγια της αιώνιας ζωής, και τα θαύματα και τα παθήματα και την δι’ αυτών έγερση της φύσεως μας από τους νεκρούς και ανάληψή της από τη γη στον ουρανό, και την δι’ αυτών επηγγελμένη σ’ εμάς αθάνατη ζωή και αμετάτρεπτη σωτηρία, πώς δεν θ᾽ ανυμνήσωμε και μακαρίσωμε αδιαλείπτως την μητέρα του χορηγού της σωτηρίας, του δοτήρος της ζωής, εορτάζοντας τώρα την μετοίκησι στα άγια των αγίων;».
Για τη θέση της Θεοτόκου στο θείο σχέδιο της ανόρθωσης του ανθρώπου γράφει ο Άγιος Νικόλαος Καβάσιλας: «(λόγω της αμαρτίας) κατέστη αδύνατον να επιστρέψουμε στην αρχική μας κατάσταση, και στενάζαμε (...) Τη δυνατότητα της ευδαιμονίας μας την εχάρισε μόνη η μακαρία Παρθένος. Αυτή εξεπλήρωσε την επιθυμία μας ενώνοντας με τους ανθρώπους τον μόνον Επιθυμητόν, Αυτόν Τον οποίον, όταν κάποιος γνωρίσει προσωπικώς, δεν είναι δυνατόν να ζητήσει κάτι περισσότερο. Και ηνώθη δι’ αυτής ο Θεός τόσο στενά με τους ανθρώπους, ώστε έγινε μέτοχος όχι μόνον του τόπου και του τρόπου της ζωής μας, αλλά και της ιδίας της φύσεώς μας».
konstantinosa.oikonomou@gmail.com www.scribd.com/oikonomoukon
1. Γρηγόριος Παλαμάς, Λόγος εις τα Εισόδια της Θεοτόκου, 14.