* Από τον Γιώργο Εμμανουήλ
Με στόχο να συμβάλλω στον διάλογο που υπάρχει ιδιαίτερα στη Θεσσαλία για την ανάγκη ή μη δημοπρατηρίων και τη σκοπιμότητά τους θα ήθελα να παρουσιάσω την άποψή μου με βάση την περιφερειακή και διεθνή εμπειρία μου.
Για να είναι βιώσιμο και αποτελεσματικό ένα δημοπρατήριο – χρηματιστήριο εμπορευμάτων απαιτούνται σύμφωνα με την επιστήμη των οικονομικών και την εμπειρία των υπαρχουσών χρηματιστηρίων εμπορευμάτων (Νέας Υόρκης και Λίβερπουλ για βαμβάκι, Σικάγου και Τόκιου για καλαμπόκι, Λονδίνου, Μασσαλίας και Βρέμης για δημητριακά, Λονδίνου για Οσπρια και Ξηρούς καρπούς και άλλα) οι παρακάτω προϋποθέσεις:
1) Αφορά μόνο εμπορεύματα με σαφείς εθνικές και κυρίως διεθνείς προδιαγραφές εμπορευμάτων π.χ. βαμβάκι (μήκος ίνας, χρώμα κ.λπ.) για σιτηρά (περιεκτικότητα σε γλουτένη για σκληρό σίτο, χρώμα, ειδικό βάρος, περιοχή κ.λπ.), για κηπευτικά (ποικιλία, μέγεθος, χρώμα, περιοχή κλπ)
Δεν συμπεριλαμβάνονται αγροτικά προϊόντα που έχουν υποστεί δεύτερη μεταποίηση π.χ. τρόφιμα και ποτά με εταιρική ταυτότητα
2) Οι συνθήκες αγοράς πρέπει να είναι ανταγωνιστικές δηλαδή μεγάλος αριθμός πωλητών παραγωγών και φορέων τους και μεγάλος αριθμός αγοραστών όπως στο βαμβάκι και στα κηπευτικά.
Συνθήκες ολιγοπωλιακής και μονοπωλιακής δόμησης της αγοράς με καρτέλ δεν είναι αποτελεσματικές και επηρεάζουν την συνάρτηση τιμών με βάση την προσφορά και ζήτηση πχ η ολιγοπωλιακή οργάνωση στα δημητριακά ελεγχόμενη από 10 πολυεθνικές σιτηρών.
3) Ο όγκος συναλλαγών ήτοι προτάσεων προσφοράς και ζήτησης πρέπει να είναι μεγάλος για να είναι αντιπροσωπευτικός της προσφοράς και ζήτησης του εμπορεύματος όχι μόνο της τοπικής περιοχής αλλά ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες παγκοσμιοποίησης (με ελάχιστους δασμούς εισαγωγών) της ευρύτερης διαπεριφερειακής και υπερεθνικής ζώνης.
Με βάση τις παραπάνω προϋποθέσεις:
Οι κατηγορίες εμπορευμάτων που μπορεί να αναπτυχθεί δημοπρατήριο η χρηματιστήριο εμπορευμάτων στην Ελλάδα είναι ίσως το βαμβάκι, σκληρό σιτάρι και κάποια οπωροκηπευτικά με μεγάλο όγκο παραγωγής και συναλλαγών της χώρας μας όπως ελιές, λάδι, ροδάκινα, μήλα, ακτινίδια, αμύγδαλα κ.λπ.
Η αριθμός μετά από απαιτούμενη εθνική μελέτη σκοπιμότητας που θα λαμβάνει υπόψη και θα αξιοποιεί και την δυναμική των Περιφερειακών Λαχαναγορών, δεν μπορεί να είναι πάνω από ένα στην χώρα και η γεωγραφική του κατανομή μπορεί να είτε στην Αθήνα, είτε στη Θεσσαλονίκη είτε στη Λάρισα, αλλά ένα στη χώρα, το οποίο θα έχει εξωστρεφή προσανατολισμό με επιδίωξη να περνούν μέσα από αυτό και διαβαλκανικές, διαμεσογειακές και διευρωπαικές συναλλαγές εμπορευμάτων.
Η επιδίωξη για άνω του ενός πολλά δημοπρατήρια στη χώρα είναι μη βιώσιμη αντιεπιστημονική και πολιτικοπελατειακή και δεν έχει καμιά σχέση με την υπάρχουσα εμπειρία των διεθνών χρηματιστηρίων εμπορευμάτων.
Επίσης με βάση την υπάρχουσα ευρωπαική και διεθνή εμπειρία (Marketing Boards N. Zηλανδίας, Ενώσεις Συνεταιρισμών και Ομάδων Παραγωγών και Συνεταιριστικές εταιρίες Ευρώπης) η ανάπτυξη Ομάδων Παραγωγών, Πρωτοβάθμιων Συνεταιρισμών παραγωγής και εμπορίας ανά προϊόν, Ενώσεις αυτών και Συνεταιριστικές εταιρίες μπορούν να συμβάλλουν στην ενίσχυση της διαπραγματευτικής θέσης των προιόντων και των παραγωγών στην ελληνική και διεθνή αγορά και είναι βασική προϋπόθεση για να υπάρχει ανταγωνιστική και αποδοτική αγορά προς όφελος των παραγωγών και καταναλωτών με λιγότερους μεσάζοντες.
Η πιστοποίηση κατά ΠΟΠ και ΠΓΕ προϊόντων και τροφίμων με ή και χωρίς μεταποίηση όπως δημητριακά, οπωροκηπευτικά, φέτα, τοπικά τυριά και κρασιά με εξαγωγικό προσανατολισμό δημιουργεί επίσης «μονοπωλιακές» συνθήκες αγοράς υπέρ των παραγωγών στις διεθνείς αγορές γι’ αυτό και πρέπει να επιδιώκεται από τις ομάδες παραγωγών και συνεταιρισμούς αυτών.
Η αποφυγή των συνεταιριστικών μορφών οργάνωσης συχνά με την αντιπρόταση των δημοπρατηρίων είναι στρουθοκαμηλισμός και δεν απαντά στο υπαρκτό πρόβλημα της απαξίωσης και κατάρρευσης των συνεταιριστικών μορφών οργάνωσης και εμπορίας των προϊόντων τους οι οποίες συλλογικές παραγωγικές και εμπορικές συνεταιριστικές δομές μαζί με συνεταιρισμούς των ενεργών πολιτών - καταναλωτών είναι ο μονόδρομος για την αναδιάρθρωση της παραγωγικής βάσης, βελτίωσης της ποιότητας και βελτίωσης της διαπραγματευτικής ικανότητας και βιωσιμότητας των Ελλήνων παραγωγών στις διεθνείς πιά αγορές.
* Ο Γ. Εμμανουήλ είναι κάτοχος MSc στο Διεθνές Εμπόριο Αγροτικών προϊόντων και τροφίμων