* Του Αποστόλου Ποντίκα, δασκάλου, καθηγητή, πτυχιούχου Πολιτικών Επιστημών, επίτιμου Σχολικού Συμβούλου
Λίγα είναι τα ιστορικά γεγονότα και συμβάντα που χάραξαν την πορεία του ελληνικού έθνους και μέσα από τα οποία αναδείχτηκε η ενότητα και η ομοψυχία του λαού μας. Εβδομήντα δύο χρόνια πέρασαν από εκείνο το αλησμόνητο πρωινό της 28ης Οκτωβρίου 1940, που ο ελληνικός λαός, με μια φωνή και με ενθουσιασμό ζητωκραύγαζε το αθάνατο ιστορικό «ΟΧΙ», ενώ παράλληλα πανηγύριζε για την απόρριψη του τελεσιγράφου της φασιστικής Ιταλίας. Ο λαός μας ήταν αποφασισμένος να αποτρέψει την εχθρική επιβουλή, στρατευμένος κάτω από την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία, παίρνοντας παράλληλα την ευλογία της Εκκλησίας, για να παλέψει με τις φασιστικές ορδές των Ιταλών και Γερμανών.
Ο Β ΄Παγκόσμιος Πόλεμος για την Ελλάδα είχε πια αρχίσει. Κανείς ωστόσο δεν περίμενε πως μετά τους Ιταλούς, θα έπρεπε να αντιμετωπίσουμε και τη φασιστική Γερμανία, ούτε βέβαια ότι η Κατοχή θα διαρκούσε τέσσερα βασανιστικά χρόνια. Οι ηρωικές μαρτυρίες των ανθρώπων που βίωσαν τα σκληρά εκείνα χρόνια, καθώς επίσης και πολλά βιβλία που αναφέρονται στην εποχή εκείνη, δίνουν σήμερα τη δυνατότητα στις κατοπινές γενιές, να γνωρίσουν το συγκλονιστικό έπος του ΄40.
Έτσι, κάθε χρόνο στις 28 Οκτωβρίου, ο ελληνικός λαός, αναπολεί το μεγάλο εκείνο ιστορικό γεγονός, όπου αντιμετώπισε τους φασίστες εισβολείς και στη συνέχεια διατράνωσε την πάλη του με την Αντίσταση, κατά των Γερμανών. Εξάλλου, οι παρελάσεις των Ενόπλων Δυνάμεων και της μαθητιώσας νεολαίας μας, υπενθυμίζουν το χαμόγελο των φαντάρων στις δύσβατες και χιονισμένες ελληνικές κορυφές της Πίνδου, καθώς και τη μεγαλειώδη εθνικά Αντίσταση και δίνουν σε όλους τους Έλληνες παρακαταθήκη το σπαρτιατικό «άμμες δ’ γεσσόμεθα, πολλώ κάρρονες».
Ο μεγάλος Σεφέρης, στον λόγο του τον Σεπτέμβριο του 1941, ενθουσιασμένος από τη δύναμη της ελληνικής ψυχής, αναφέρει ότι συνάντησε ένα λαό με θέληση και δυνατό φρόνημα. Ο Θεοτοκάς, στις 9 Νοεμβρίου 1940, στα Νεοελληνικά Γράμματα, αναφέρει πως ο λαός μας θα πολεμήσει τον ύπουλο εχθρό μέχρις εσχάτων. Στον πόλεμο του 40, πήραν μέρος όλες οι κοινωνικές τάξεις, γραμματιζούμενοι, αγράμματοι, βουνίσιοι, καμπίσιοι, στεριανοί, νησιώτες, άνδρες και γυναίκες, καθώς και η Εκκλησία μας, η οποία έγινε σκέπη των αγωνιζομένων.
Στα χρόνια της καταχνιάς η Εκκλησία μας, έπαιξε τον ρόλο που πάντοτε της αναλογεί στις τραγικές στιγμές του έθνους: οργανοπαραμυθίας, καλλιεργητής ελπίδας, αλλά και εθνικός θεσμός μέσω του οποίου διασώζεται πάντα η ταυτότητα των Ελλήνων. Η Εκκλησία οργάνωσε συσσίτια, περιέθαλψε τραυματίες και ανέλαβε πρωτοβουλία για την απελευθέρωση αιχμαλώτων. Στον θεσσαλικό χώρο, ο Μητροπολίτης Δημητριάδος, βοήθησε στην αντιστασιακή συμπεριφορά της Εκκλησίας, αλλά, όμως, για τη δράση του αυτή βασανίστηκε και σύρθηκε στη φυλακή, υπομένοντας καρτερικά τα βασανιστήρια των Γερμανών. Ο σεπτός ιεράρχης Ιωακείμ, έκανε τα πάντα για να διασωθεί στον Βόλο η εβραϊκή κοινότητα, χωρίς να σκεφτεί ότι δεν ήταν χριστιανοί, αλλά είχε μέσα του την αγάπη για κάθε συνάνθρωπό του. Ο λαός μας, σε όλη τη διάρκεια της μαύρης κατοχής, έδειξε απαράμιλλη και αξιοθαύμαστη ηρωική έξαρση και αυτοθυσία. Ένας τέτοιος λαός δεν το βάζει ποτέ κάτω, γιατί πιστεύει σε αξίες, ιδανικά και ξέρει να ζει με ανθρωπιά, να πολεμά και να πεθαίνει για τη λευτεριά του. Άλλωστε, αυτό ακριβώς, εκφράζουν τα μνημεία Τέχνης, του Πνεύματος και οι μεγάλες πράξεις της Ελληνικής Ιστορίας. Την πράξη αυτή της ιστορίας, έκανε νόημα, ο Έλληνας φαντάρος στις κορυφές της Πίνδου και ο λαός μας στην Αντίσταση.
Τα ιταλικά στρατεύματα, διέσχισαν την ελληνοαλβανική μεθόριο και ο Μουσουλίνι, ήθελε με κάθε τρόπο να διασπάσει το ελληνικό μέτωπο και να κατακτήσει τη χώρα μας. Όμως, στην προσπάθειά του αυτή φάνηκε πως οι Ιταλοί ήταν ανέτοιμοι και οι Έλληνες τους καρτερούσαν σε καίρια σημεία και ήταν αρκετά προετοιμασμένοι.
Οι φαντάροι μας είχαν μέσα τους τον Χριστό, την πίστη στην Παναγία και με τη θρυλική φωνή, ΑΕΡΑ, νίκησαν τους Ιταλούς και τις περίφημες στρατιωτικές δυνάμεις τους. Στο σκληρό αυτό αγώνα, δεν πήραν μέρος μόνο οι φαντάροι μας, αλλά και οι άνθρωποι της πένας, μόρφωσης, οι νοσοκόμες αδελφές και οι γυναίκες κάθε ηλικίας, που άλλες έπλεκαν κάλτσες για τους φαντάρους μας και άλλες ζαλικωμένες, μετέφεραν πολεμοφόδια και τρόφιμα.
Στον πόλεμο αυτό, στην πορεία προς τη νίκη, δεν στοιχήθηκαν μόνο οι αξιωματικοί και οι φαντάροι, αλλά μαζί τους ήταν και ο Τύπος με τους πολεμικούς ανταποκριτές, οι οποίοι κρατούσαν στα χέρια τους ένα άλλο όπλο, τη γραφίδα. Έτσι, το ντουφέκι, η λόγχη και η γραφίδα, ήταν τα σημαντικά όπλα των Ελλήνων. Οι απογευματινές εφημερίδες, στις 28-29, Οκτωβρίου 1940, δημοσίευσαν τις πρώτες αποφάσεις που πάρθηκαν από την κυβέρνηση, για την οργάνωση της μεγάλης επιστράτευσης και την ασφάλεια των πολιτών. Μερικές από τις δημοσιεύσεις είχαν σχέση με την καθημερινότητα, όπως, η συσκότιση, όπου πρέπει να αποφεύγεται ο φωτισμός κατά τη διάρκεια της νύχτας, η ύδρευση, σε περίπτωση καταστροφής των δικτύων και τα συχνά και άσκοπα τηλέφωνα.
Βέβαια, μέσα από τα γεγονότα του πολέμου του ΄40, η λαϊκή μούσα, εκφράζοντας την ψυχή του απλού μαχητή, συνέθεσε τα λαϊκά και δημώδη τραγούδια, τα οποία τραγουδούσαν οι άνθρωποι της υπαίθρου και παράλληλα μαζί με εκείνα που ακούστηκαν από το ραδιόφωνο ή τραγουδήθηκαν από την εθνική μας τραγουδίστρια Σοφία Βέμπο: «Βάζει ο Ντούτσε, τη στολή του, κορόιδο Μουσολίνι». «Τι έχεις μαύρε κόρακα και σκούζεις και φωνάζεις;,» «Έβγα απάν΄στο Ελπασάν, Μοράβα, Τεπελένι... στο Σμόλικα, στη Σαμαρίνα, να δεις κορμιά ιταλικά, γεμίσαν τις χαράδρες». «Ένα πουλάκι καμπίτικο πατά στα πάνω μέρη και φέρνει μαντάτα θλιβερά. Οι Γερμανοί πλακώσαν με χίλια αεροπλάνα, «Χίτλερ, να μη το καυχηθείς πως πάτησες την Κρήτη, ξάμαρτη τη βρήκαν, γιατί λείπουν τα παιδιά της. Στα ξένα πολεμάν απάνω στην Αλβανία».
Η πολεμική αρετή των Ελλήνων, στάθηκε πηγή έμπνευσης για ποιητές και λογοτέχνες. Έτσι, για παράδειγμα, το «άσμα ηρωικό και πένθιμο, για το χαμένο υπολοχαγό της Αλβανίας», του Οδ. Ελύτη, που μελοποιήθηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη και το « Μνήμη της Γριάς», του Α. Βλάχου, είναι δύο ενδεικτικά, αξιόλογα έργα, τα οποία αναφέρονται στο έπος του ελληνικού στρατού, πάνω στα κακοτράχαλα βουνά της Αλβανίας. Έτσι, οι σειρήνες της 28ης Οκτωβρίου, ένωσαν τον λαό μας για τον κοινό αγώνα, εκτός βέβαια από μερικές περιπτώσεις, που μήδισαν και αντί να βοηθήσουν αυτοί το έθνος τους, τάχθηκαν με το μέρος των κατακτητών.
Το χαμόγελο των φαντάρων μας, η φωνή, ΑΕΡΑ, η γραφίδα των δημοσιογράφων και η ανίκητη ελληνική ψυχή, έφεραν τη νίκη του λαού μας, ο οποίος τη χιλιοτραγούδησε. Έτσι, ο πανεθνικός αυτός αγώνας των Ελλήνων, σφράγισε την πολυπόθητη λευτεριά. Η ημέρα της απελευθέρωσης ήρθε και όλοι οι Αθηναίοι βγήκαν στην πλατεία Συντάγματος, ζητωκραυγάζοντας και ανεμίζοντας τη γαλανόλευκη σημαία στις 12 Οκτωβρίου, 1944 και στη συνέχεια ξεχύθηκαν στους δρόμους της Αθήνας, πανηγυρίζοντας την Απελευθέρωση.