* Του Γιάννη Μήτσιου
Φυσικού – Νομικού
Ήταν αρχές του 1982. Στον χώρο της εκπαίδευσης, όπως και ευρύτερα, έπνεε ο άνεμος της ευκολίας και της ήσσονος προσπάθειας. Τα συνθήματα που κυριαρχούσαν στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα ήταν «όχι φραγμοί στη μόρφωση», «όχι στο αίσχος των εξετάσεων», «ανωτατοποίηση χωρίς εντατικοποίηση» κ.λπ. Την εποχή εκείνη ψηφίστηκε και ο νόμος 1304/1982, που έβαζε τέλος στην αξιολόγηση των εκπαιδευτικών. Όχι πώς μέχρι τότε η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών γινόταν πάντοτε άψογα, αξιοκρατικά και αδέκαστα. Επικράτησε, ωστόσο, η αντίληψη πως κάθε τι που μας δυσκολεύει ή μας ενοχλεί δεν βελτιώνεται, καταργείται.
Από τότε πέρασαν τριάντα χρόνια. Τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων καταργήθηκαν, αλλά στη θέση τους εμφανίστηκαν τα «πιστοποιητικά» κοινωνικής, δηλαδή κομματικής προσφοράς. Όπως ήταν φυσικό και στον χώρο της εκπαίδευσης εμφανίστηκαν πολλοί καλοθελητές. Χειροκροτητές, ζητωκραυγαστές, αφισοκολλητές. Με το αζημίωτο, βέβαια. Αυτοί θα ηγηθούν των συνδικαλιστικών παρατάξεων, εμφανιζόμενοι σαν ιστορικά και πρωτοκλασάτα στελέχη διαφόρων κομμάτων. Αργότερα, οι ίδιοι θα αμειφθούν καταλαμβάνοντας επίζηλες θέσεις της εκπαιδευτικής ιεραρχίας, διευθυντές και προϊστάμενοι, αλλά και νομάρχες, περιφερειάρχες κ.λπ.
Όλοι αυτοί οι οποίοι, κατά κανόνα, αδιαφορούσαν, όταν δεν αντιδρούσαν, για τα προβλήματα των εκπαιδευτικών, ενδιαφέρονταν όμως διακαώς για την προώθηση των ιδιωτικών τους συμφερόντων. Όλα αυτά, όπως ήταν επόμενο, οδήγησαν τον κλάδο των εκπαιδευτικών σε οικονομική υποβάθμιση και κοινωνική απαξίωση. Πρέπει ακόμη να τονισθεί ότι όλες αυτές τις δεκαετίες οι εκπαιδευτικοί συνεχίζουν να αξιολογούν τους μαθητές τους και στις πανελλήνιες εξετάσεις, έναν θεσμό μεγάλης κοινωνικής αποδοχής, να αξιολογούν τους υποψήφιους φοιτητές και σπουδαστές.
Πρόσφατα, το Υπουργείο Παιδείας επανέφερε στο προσκήνιο το θέμα της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών. Συγκρότησε Επιτροπή Αξιολόγησης Εκπαιδευτικών και άρχισε σχετική αλληλογραφία με τους εκπαιδευτικούς προκειμένου να υποβάλουν παρατηρήσεις και προτάσεις για τη μεθοδολογία διεξαγωγής της αξιολόγησης. Οι συνέπειές της έχουν ως εξής : Όσοι θα κρίνονται ανεπαρκείς θα μετατάσσονται σε διοικητικές θέσεις, όσοι θα κρίνονται επαρκείς θα εξελίσσονται κανονικά και οι άριστοι θα προωθούνται σε θέσεις ευθύνης. Για τη διοικητική πλευρά της αξιολόγησης αρμόδιος θα είναι ο διευθυντής της σχολικής μονάδας και για την επιστημονική και παιδαγωγική ο σχολικός σύμβουλος.
Οι επικεφαλής των συνδικαλιστικών οργανώσεων ΟΛΜΕ και ΔΟΕ είναι αντίθετοι σε κάθε είδους αξιολόγηση. Ωστόσο, πρέπει να τονισθεί ότι η μεγάλη πλειονότητα των εκπαιδευτικών διακρίνονται για την υψηλή επιστημονική και παιδαγωγική τους επάρκεια, τη διάθεση της ανιδιοτελούς προσφοράς, τον ζήλο και το μεράκι τους. Συνειδητοί διάκονοι μιας δημόσιας λειτουργίας που έχει ως στόχο την πνευματική και ηθική καλλιέργεια των μαθητών, την κοινωνικοποίησή τους και την εμπέδωση των αξιών της ευγενικής άμιλλας, της αριστείας και της αξιοκρατίας.
Ψυχανεμίζεται λοιπόν κανένας, αν δεν το πιστεύει ακράδαντα, ότι όλοι αυτοί οι εκπαιδευτικοί δεν καταδέχονται να αρνηθούν της αξιολόγησής τους, απλώς και μόνον επειδή δεν θέλουν να δείξουν ότι θέλουν να κρύψουν αδυναμίες και ανεπάρκειες και να απαξιωθούν ακόμη περισσότερο στη συνείδηση της κοινής γνώμης. Θέτουν, βέβαια, μία κόκκινη γραμμή: Την αντικειμενική, αξιόπιστη και αδέκαστη κρίση, με το δικαίωμα της ένστασης και της επαναξιολόγησης σε περίπτωση διαφωνίας.
Κάποτε ένας καθηγητής Μ.Ε. μου υπενθύμισε τα όσα γράφει ο Νίκος Καζαντζάκης: «Να αγαπάς την ευθύνη. Να λες εγώ, εγώ μονάχος θα σώσω τον κόσμο. Αν χαθεί εγώ θα φταίω...». Και μου τόνισε ότι η αίσθηση αυτή αποτελεί την μεγαλύτερη αμοιβή του εκπαιδευτικού.