Του Ηλία Κωτούλα
Βαριεστημένος απ’ τη σκληρή καθημερινότητα. Κι απογοητευμένος απ’ όσα γράφονται κι ακούονται κάθε τόσο, είπα, ας κάνω μια βόλτα στον Άγιο Αχίλλιο να χαρώ και ν’ απολαύσω τις τελευταίες μέρες τ’ αϊδημητριάτικου καλοκαιριού.
Κάθισα σ’ ένα πεζούλι και κοίταζα προς την ακροποταμιά τις χρυσοκλωνάτες τις ιτιές να προσκυνούν κορφοσκυμμένες με ταπείνωση κατά τη δύση.
Ο ήλιος έγερνε εκείνη την ώρα πίσω απ’ τα βουνά κι άφηνε πίσω του το ολόχρυσο πέρασμά του και το τελευταίο φως του το εσπερινό.
Αφέθηκα πραγματικά στο πανώριο αυτό θέα μα και γαληνεμένος παρακαλούσα από μέσα μου μην τελειώσει ποτέ. Πόσο ακριβές είναι στ’ αλήθεια οι γαληνεμένες αυτές στιγμές στις μέρες μας, που μας βασανίζουν και μας καταπονούν ένα σωρό φροντίδες κι έγνοιες.
Πόση ανάγκη νιώθουμε να κοιτάζουμε βαθιά στην ψυχή μας για να πάρουμε λίγη πίστη κι ελπίδα, και λίγη χαρά, σαν τον ζητιάνο που στέκεται στη γωνιά την περαστική κι απλώνει το χέρι του για λίγη ελεημοσύνη κι ανθρωπιά.
Καθώς ανέβαινα κοίταζα στα παρτέρια του Δήμου και στις αυλές από πολλά σπίτια, τα χρυσάνθεμα, τα λουλούδια τ’ αϊδημητριάτικα κι άνοιγε η καρδιά μου. Τα κοίταζα και δεν τα χόρταινα, με τα κρόσια τους τα πολύχρωμα και φανταχτερά κι απ’ το νου μου πέρασε η σκέψη. Πως, επίτηδες τα ’βαλε ο Δημιουργός μες του χειμώνα την καρδιά, για να μας δίνουν κουράγιο και δύναμη να συνεχίσουμε τη ζωή μας. Εξωραΐσματα της ψυχής μας συλλογιέμαι είναι τα βιώματα αυτά, μέσα στης φύσης τις ομορφιές. Αναστηλώματα στις κλονισμένες ελπίδες μας.
Καθώς έφευγα έριξα μια τελευταία ματιά στις ιτιές που προσκυνούσαν κορφοσκυμμένες με ταπείνωση κι ένιωσα βαθιά την ανάγκη να γονατίσω κι εγώ και να ευχαριστήσω τον Δημιουργό, που με καταξίωσε και φέτος να ζητήσω και να χαρώ του φθινοπώρου τις ομορφιές, γιατί τα χρόνια έφυγαν και δεν είναι σίγουρο αν του χρόνου θα είμαστε στη ζωή για να χαρούμε του φθινοπώρου τις αξεπέραστες ομορφιές.
Η σκέψη αυτή, θα πρέπει να περνά συχνά απ’ το μυαλό μας και ν’ αποτραβιόμαστε σιγά – σιγά απ’ τα γήινα, τα εφήμερα και τα παροδικά.