Από τον Δημήτρη Νούλα
Η περίοδος (1974-2004) σημαδεύτηκε από την αποκατάσταση της δημοκρατίας και την ένταξη της χώρας στην «Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα», από την αναγνώριση της εθνικής αντίστασης (άρση ενός ιστορικού ελλείμματος, μοναδικού στην Ευρώπη) και την κατάργηση στην πράξη των κοινωνικών φρονημάτων.
Η ίδια περίοδος σημαδεύτηκε ακόμη από την έκρηξη ευημερίας και τον ασυγκράτητο καταναλωτισμό των Ελλήνων λόγω των «μεσογειακών ολοκληρωμένων προγραμμάτων» (ΜΟΠ), των άλλων ευρωπαϊκών προγραμμάτων (ΚΠΣ) και την ένταξη στην ΟΝΕ. Ακολούθησαν η είσοδος της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), οι Ολυμπιακούς Αγώνες στην Αθήνα (2004) και τα μεγάλα έργα υποδομής. Ταυτόχρονα παρατηρήθηκε ο γρήγορος και εύκολος πλουτισμός των πάσης φύσεως αρχόντων.
Σημαντικό ήταν ακόμη το γεγονός ότι η χώρα απέφυγε την άμεση εμπλοκή της στους δύο πολέμους (Γιουγκοσλαβία, Ιράκ) αναδειχθείσα σε παράγοντα ειρήνης στην περιοχή. Κυρίως όμως σημαδεύτηκε από την πιο μακρά περίοδο δημοκρατικής ομαλότητας στην νεότερη ιστορία της.
Η τριακονταετία 1974-2004, λοιπόν, χαρακτηρίστηκε ως «μεταπολιτευτικός κύκλος», που όπως ξαναγράψαμε, πέρα από τις επιτυχίες άφησε να δημιουργηθούν και πολλά προβλήματα. Δηλαδή η αυξανόμενη διαφθορά του πολιτικού συστήματος επέτρεψε να δημιουργηθούν και να διογκωθούν αρνητικά φαινόμενα στη δημόσια διοίκηση, στην πολεοδόμηση, στην υγεία, στην παιδεία, στη δικαιοσύνη και την οικονομία με αποτέλεσμα ο βαθμιαίος εκσυγχρονισμός της χώρας να υπολείπεται δραματικά των αναγκών της.
Από το 2004 άρχισε ο «νέος μεταπολιτευτικός κύκλος» κατά τον οποίο τη σκυτάλη πήρε μια νέα γενιά πολιτικών οι οποίοι δημιούργησαν ισχυρές προσδοκίες για μια καλή συνέχεια. Προσδοκίες που, όμως, διαψεύσθηκαν οικτρά ακόμη και για τους πιο φανατικούς οπαδούς των λεγόμενων κυβερνητικών παρατάξεων, αφού, πολλές φορές την ουσία της πολιτικής υποκατέστησαν οι άγονοι ρητορισμοί, οι περίτεχνοι επικοινωνιακοί ελιγμοί και ο «αυτόματος πιλότος». Το πρόγραμμα και τη μεθοδική προσπάθεια αντικατέστησαν οι πειραματισμοί και η πάση θυσία διατήρηση των ισορροπιών από τον φόβο του πολιτικού κόστους και των ποικίλων εξαρτήσεων που υφάνθηκαν σε ολόκληρη τη διάρκεια του πρώτου μεταπολιτευτικού κύκλου αλλά και παλαιότερα.
Δυστυχώς οι κλώνοι των σημαντικών πολιτικών προσωπικοτήτων του πρώτου μετα-πολιτευτικού κύκλου απεδείχθησαν κατώτεροι των περιστάσεων και παρά τις σπουδές τους και τα πτυχία τους(!!!) δεν είχαν την ικανότητα, δεν θέλησαν και δεν μπόρεσαν να συγκρουστούν με εγκατεστημένες νοοτροπίες, με συντεχνιακά συμφέροντα και με εξωθεσμικούς παράγοντες που, προσφυώς, απεκλήθησαν «νταβατζήδες» της οικονομικής και κοινωνικής ζωής της χώρας. Δεν ξέφυγαν από τις παλιές αγκυλώσεις και δεν εξέφρασαν το καινούργιο σε μια στιγμή μάλιστα κατά την οποία η χώρα απαιτούσε σχεδόν «βίαιες» μεταρρυθμίσεις από μια στιβαρή και συνεκτική ηγεσία.
Η αλήθεια, πάντως, είναι πως οι μεταρρυθμίσεις δεν είναι μια εύκολη υπόθεση ειδικά σε χώρες, όπως η Ελλάδα, που εμφανίζουν ιστορικές, κοινωνικές και πολιτισμικές ιδιαιτερότητες. Ιδιαιτερότητες ακόμη και στην οικονομία αλλά και στη σύνθεση του οικονομικά ενεργού πληθυσμού που απαιτούν διαχείριση με αυξημένο ορθολογισμό και γνώση κάτι που σπάνια συναντάμε στην ελληνική πολιτική ελίτ.
Η ελληνική κοινωνία έχει, βέβαια, αποδεχθεί και μάλιστα στην πλειονότητά της ως ορθή την ευρωπαϊκή κατεύθυνση της χώρας καθώς και το κοινωνικοοικονομικό μοντέλο των ευρωπαϊκών κρατών. Αυτό άλλωστε επιβεβαιώθηκε πολλές φορές στο παρελθόν με την υπερψήφιση των φιλοευρωπαϊκών κομμάτων ως κυβερνητικών και καταδείχθηκε και στις πρόσφατες εκλογές της 17ης Ιουνίου. Τους έδωσαν την τελευταία, ίσως, ευκαιρία να κυβερνήσουν και πάλι με στόχο να κρατηθεί η πυξίδα της χώρας στην κατεύθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης με την προϋπόθεση ότι θα υπάρξουν οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις εκσυγχρονισμού του κράτους και της οικονομίας αλλά με δίκαιο καταμερισμό των βαρών.
Οι μεταρρυθμίσεις στους θεσμούς και στις δομές, λοιπόν, είναι εκ των ων ουκ άνευ για την επιβίωση μιας χώρας στο εντεινόμενο ανταγωνιστικό πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης ιδίως όταν η χώρα αυτή βρίσκεται σε κατάσταση οικονομικής κατάρρευσης και εμφανίζει έντονα στοιχεία σήψης και διάλυσης της κρατικής μηχανής, με κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα και με πολιτική τάξη διασυνδεδεμένη σε σημαντικό βαθμό με το παρασιτικό και «μαύρο» χρήμα.
Ως εκ τούτου η απαίτηση των εταίρων και της τρόικας για διαρθρωτικές αλλαγές έπρεπε, αντί για αντιρρήσεις και κωλυσιεργίες, να βρίσκει εδώ πρόθυμους συνομιλητές οι οποίοι θα αναζητούν διαρκώς στοιχεία στη διεθνή εμπειρία και τεχνογνωσία ώστε η χώρα να αποκτήσει αποτελεσματική δημόσια διοίκηση, να συλλάβει τη φοροδιαφυγή, να εξυγιάνει το σύστημα Υγείας, να επανασχεδιάσει το εκπαιδευτικό σύστημα και να βγει το ταχύτερο από την μαύρη τρύπα της ανασφάλειας και της οικονομικής ύφεσης.
Η πρόσφατη επίσκεψη της σημαντικής Γερμανίδας και Ευρωπαίας πολιτικού στην Αθήνα ήταν αναμφίβολα ένα θετικό συμβάν που ενίσχυσε τις προοπτικές της χώρας σ’ αυτή την κατεύθυνση, δηλαδή στην κατεύθυνση της παραμονής της στην ευρωζώνη μέσω του εκσυγχρονισμού της. Όμως και αυτή ακόμη η εξέλιξη, σκιάστηκε από τη δράση των «λίσταρχων» που στο πλαίσιο των εσωκομματικών ανταγωνισμών και όχι μόνο είτε «αποκαλύπτουν» εμπλεκόμενους κορυφαίους και μη πολιτικούς είτε συσκοτίζουν πρόσωπα και καταστάσεις είτε αποκρύπτουν μεγάλους φοροφυγάδες σε μικρά ηλεκτρονικά εξαρτήματα.
Τέτοιες, όμως, πρακτικές-που θυμίζουν τον κόσμο της νύχτας- στη λειτουργία της πολιτικής τάξης δίκαια διογκώνουν τη λαϊκή οργή και προετοιμάζουν τεκτονικές αλλαγές στο πολιτικό σύστημα ενώ «λιπαίνουν», ενδεχομένως, το έδαφος για πολιτική εκτροπή. Με τέτοιες συμπεριφορές, άλλωστε, και υπό την πίεση της διεθνούς κρίσης, κυλήσαμε στο έσχατο σκαλί της συλλογικής μας αξιοπρέπειας αφού με την έργω χρεοκοπία μας και με την οικονομική υποδούλωση οδηγηθήκαμε σε μεγάλους συμβιβασμούς, ισοδύναμους με στρατιωτική ήττα, και αναγκασθήκαμε να υπογράψουμε συνθήκες εθνικής υπο-τέλειας.
Ο Δημήτρης Νούλας είναι Χημικός