Του Κώστα Γιαννούλα
Με αφορμή τη συμπεριφορά εργατοπατέρων της Αθήνας αλλά και συνδικαλιστών του Εργατικού Κέντρου Λάρισας, λίγο πριν ξεκινήσει η συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου της 25ης Σεπτεμβρίου, στην προσπάθειά τους να εισαχθεί προς συζήτηση εκτός ημερήσιας διάταξης θέμα σχετικό με Ε.Δ.Ε. σε βάρος συνδικαλιστή συναδέλφου τους, θα ήθελα να επισημάνω τα παρακάτω:
Σίγουρα, ο συνδικαλισμός σε μια δημοκρατική κοινωνία είναι απαραίτητος, μια που αποτελεί βάθρο δημοκρατίας, μοχλό άσκησης πίεσης υπέρ των εργαζομένων είτε στον ιδιωτικό είτε στο δημόσιο τομέα και ασπίδα προστασίας από την αυθαιρεσία των εργοδοτών τους.
Ποιος συνδικαλισμός όμως; Αυτός, που οι συνδικαλιστές του αποτελούν τα μακριά χέρια των κομμάτων και τροχοπέδη στην ικανοποίηση αιτημάτων των εργαζομένων, μια που υπηρετώντας ταυτόχρονα εργαζομένους και κομματικούς προϊσταμένους μπερδεύουν τους ρόλους τους και καταντούν φερέφωνα των κομμάτων; Αυτός, που αναδεικνύει επαγγελματίες συνδικαλιστές, οι οποίοι σταδιοδρομούν ως τέτοιοι επί σειρά ετών καταντώντας επισκέπτες στο χώρο δουλειάς τους; Αυτός, που οι συνδικαλιστές του καλυμμένοι κάτω από τη συνδικαλιστική ιδιότητα ασχημονούν, συμπεριφέρονται προσβλητικά και γενικά λένε και κάνουν ό,τι θέλουν διδάσκοντας ανυπακοή και χωρίς να δίνουν λογαριασμό σε κανέναν, ενώ όσους επιχειρούν να τους ελέγχουν για απρεπή συμπεριφορά και βρίσκονται σε υπεύθυνα πόστα, τους καταγγέλλουν μονότονα για απόπειρα τρομοκράτησης και ποινικοποίησης της συνδικαλιστικής δράσης;
Σίγουρα, ένας τέτοιος συνδικαλισμός και ένας τέτοιος συνδικαλιστής κάθε άλλο παρά απαραίτητος είναι. Κατά την άποψή μου απαραίτητος είναι ο συνδικαλιστής, που είναι μεν πολιτικοποιημένος αλλά δεν δίνει αναφορά στο κόμμα του για τη δράση του, που αποδέχεται και αναγνωρίζει εμπράκτως ότι κανένας δεν βρίσκεται υπεράνω του Νόμου και οι Νόμοι του κράτους, εφόσον υπάρχουν, ισχύουν για όλους τους πολίτες ανεξαρτήτως της ιδιότητάς τους. Αν, μάλιστα, κάποιοι νόμοι είναι ξεπερασμένοι ή πάσχουν, οφείλει να τους σέβεται και παράλληλα να δίνει τον αγώνα του προκειμένου ν’ αλλάξουν. Ως εκ τούτου δέχεται όρια στη συνδικαλιστική συμπεριφορά του, η οποία, αν μη τι άλλο, συνοδεύεται κι από τους στοιχειώδεις κανόνες ήθους και ευπρέπειας προς όσους θεωρεί αντιπάλους του. Άλλωστε, ο συνδικαλιστής πρώτα απ’ όλα είναι εργαζόμενος και σαν τέτοιος υπόκειται στους νόμους, που αφορούν τους εργαζόμενους.
Ο αποδεκτός συνδικαλιστής, επίσης, εκτός από ασυμβίβαστος και αγωνιστής ξέρει να επιχειρηματολογεί κι όχι μόνο να συνθηματολογεί, ξέρει να διαπραγματεύεται, να υποχωρεί και ν’ αναδιπλώνεται, όταν αυτό απαιτεί το συμφέρον, όσων εκπροσωπεί, αλλά και το γενικότερο συμφέρον, συνεπής στα όσα υποστηρίζει και χωρίς να πελαγοδρομεί εξαρτώντας τη στάση του από τις περιστάσεις και απ’ το ποιος βρίσκεται κάθε φορά στην εξουσία.
Πέραν τούτων ο αποδεκτός συνδικαλιστής δεν εξαργυρώνει τις αγωνιστικές του περγαμηνές έναντι οιουδήποτε τιμήματος και αντιλαμβάνεται, πότε πρέπει να αποσυρθεί στα μετόπισθεν και ν’ αφήσει ανοιχτό τον δρόμο σ’ άλλους ενδιαφερόμενους, που διαθέτουν αγωνιστικότητα και φρεσκάδα.
Προσωπικά, ανήκω στην κατηγορία εκείνων, που χωρίς να παραγνωρίζουν τη σημαντική συμβολή του συνδικαλιστικού κινήματος στη βελτίωση της ζωής των εργαζομένων, αποδίδουν μέρος της ευθύνης για το σημερινό κατάντημα της χώρας εκτός των άλλων και στα καμώματα και στην ασυλία της συνδικαλιστικής ηγεσίας του τόπου.
Άκουσα, τελευταία, ότι από τούδε και στο εξής δεν θα επιτρέπεται ένας συνδικαλιστής να έχει ταυτόχρονα δύο ιδιότητες, αυτή του συνδικαλιστή και αυτή του κομματικού στελέχους, και χάρηκα, γιατί έτσι ο συνδικαλιστής θα κινδυνεύει λιγότερο να μπερδεύει τους ρόλους του.
Χάρηκα, επίσης, γιατί έγινε λόγος για κατάργηση της συνδικαλιστικής σύνταξης σε όσους πρόλαβαν και τεκμηρίωσαν αυτό το δικαίωμα και την απολάμβαναν μαζί με την κανονική τους, γιατί θα εκλείψει, έτσι, ένα κίνητρο, που ευνόησε τον επαγγελματισμό συνδικαλιστικών στελεχών.
Εν κατακλείδι, η συνδικαλιστική δράση είναι απαραίτητη σε δημοκρατικές κοινωνίες σαν τη δική μας, όπου υπάρχουν, μάλιστα, και έντονες κοινωνικές ανισότητες. Ο συνδικαλιστής, όμως, δεν πρέπει να ξεχνά ότι είναι κι αυτός εργαζόμενος, ως εκ τούτου δεν μπορεί να δρα ασύδοτα και δεν πρέπει να ξεχνά ότι και στη δική του συμπεριφορά υπάρχουν όρια δεοντολογίας τέτοια, που αν τα περάσει, όχι μόνο κινδυνεύει να χάσει το δίκιο του αλλά και να ζημιώσει, όσους εκπροσωπεί.