* Του Κων/νου Ι. Παπακωνσταντίνου
Πέρασαν πολλά και γόνιμα χρόνια, αλλά κανένα κόμμα δεν μπόρεσε να κάνει ένα βιώσιμο σύστημα Εκπαίδευσης. Παρήλασαν άχρηστοι μεταρρυθμιστές, ο Αρσένης, Ευθυμίου, Σπηλιωτόπουλος, Γιαννάκου κ.ά. με ατυχέστατες απόπειρες μιας σωστής μεταρρύθμισης. Ώσπου φθάσαμε στη Διαμαντοπούλου, η οποία με υπεράνθρωπες προσπάθειες, με ισχυρές αντιδράσεις και μ’ ένα πανίσχυρο Πανεπιστημιακό κατεστημένο, μπόρεσε κι έκανε ένα αξιόλογο βήμα μεταρρύθμισης κυρίως στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Πριν από ένα χρόνο ψηφίστηκε ο Ν. 4009/11 για τα ΑΕΙ. Ένας Νόμος δυνατός, ρηξικέλευθος, επιτυχής μεταρρυθμιστικός, για τα Εκπαιδευτικά δεδομένα της Ελλάδας. Για πρώτη φορά ψηφίστηκε από το 85% των βουλευτών. Μεγάλη συναίνεση. Απόλυτη αποδοχή. Πρωτοστάτησε η Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ. Αρχιτέκτονας του Νόμου η Διαμαντοπούλου, που με χαρά και ικανοποίηση δήλωσε πως: «Το σημαντικό της συναίνεσης, που επετεύχθη είναι ότι ο Νόμος δεν θα ανατραπεί, τουλάχιστον για τα επόμενα 20 χρόνια». Αμ, δε. Σ’ ένα χρόνο ξέφτισε. Δυστυχώς τα δυο μεγάλα κόμματα, που πρωτοστάτησαν στην ψήφισή του, αυτά τα ίδια, με την παλαιοκομματική πολιτικάντικη «πελατειακή» νοοτροπία τους, ανήρεσαν τις πιο καινοτόμες διατάξεις του. Καιροσκόποι και κήρυκες της συνδιαλλαγής. Και πάλι το κομματικό συμφέρον. Δόθηκε μια ευκαιρία ν’ αλλάξουν σαθρές πρακτικές. Δεν το έκαναν. Γιατί ποτέ δεν στάθηκαν στο ύψος ενός ηγέτη. Μαζί τους και ο υπουργός Παιδείας Αρβανιτόπουλος. Πέρυσι υποστήριξε τον Νόμο. Φέτος τον αποδυνάμωσε. Ανίσχυροι, αναξιόπιστοι και ελλιπείς.
Τι έλεγε ο Νόμος 4009 και τον ανήρεσαν; Έδινε τέλος στις «λαϊκοδημοκρατικές» πρακτικές, που υπονόμευαν κυρίως τα Πανεπιστήμια. Μερικοί Πανεπιστημιακοί ήσαν διεφθαρμένοι. Όχι πως χρηματίζονταν. Απλώς συνήπταν σχέσεις αμαρτωλής διαπλοκής, με ομάδες φοιτητών, ιδίως αριστερών οργανώσεων. Μπορούσαν ανεξέλεγκτοι να κάνουν μεταγραφές φοιτητών, να διορίζουν συνήθως ανάξιους «ημέτερους», συγγενείς ή πολιτικούς φίλους σε θέσεις καθηγητών. Να συμπράττουν και να συναλλάσσονται με φοιτητοπατέρες, που είχαν κι αυτοί ψήφο εκλογής καθηγητών και Πρυτάνεων. Ένας φαύλος κύκλος αναξιοκρατίας, ανομίας και πράξεων αισχύνης, διαιωνιζόταν.
Οι θεσμοί απαξιώνονταν. Το κύρος των Πανεπιστημίων τραυματιζόταν. Έφθασαν σε σημείο οι Πανεπιστημιακοί δήθεν να διδάσκουν και οι φοιτητές δήθεν να διδάσκονται. Ένα Πανεπιστημιακό πτυχίο, είναι ένας ανίσχυρος τίτλος. Πρέπει να συνοδευθεί με μεταπτυχιακό, με ντοκτορά ή με σπουδές στο εξωτερικό. Η αναξιοκρατία και η έλλειψη αξιολόγησης, διατηρούσαν στα Πανεπιστήμια ανθρώπους χωρίς συγγραφική δράση, χωρίς έρευνα, χωρίς δύναμη διδαχής και παραδείγματος.
Όταν είδαν τον Ν. 4009 οι κυνοραιστές του κατεστημένου, κήρυξαν πόλεμο. Πρυτανικές αρχές αρνήθηκαν να τον εφαρμόσουν υποβοηθούμενοι από τους κομματικούς κεκράκτες. Ξεφώνιζαν, πως αυτός ο Νόμος δεν θα εφαρμοσθεί ποτέ σε δημόσια Πανεπιστήμια. Πράξη προσβλητική, ανεπίτρεπτη και μειωτική, για ένα οργανωμένο κράτος. Και τα κατάφεραν εν μέρει με τραμπουκισμούς, με απαγωγές κάλπης κατά της εκλογής των, από προστατευόμενους φοιτητές, με απειλές και φοβέρες. Έκαιγαν γραφεία, έκτιζαν πόρτες γραφείων καθηγητών, κατέστρεφαν δημόσια περιουσία. Πρυτανικές αρχές συνέπλεαν με τρομοκράτες.
Ότι όμως δεν κατάφεραν αυτοί, το έκαναν τα επιζώντα δυστυχώς κατάλοιπα του παλαιοκομματισμού, τα ανδρείκελα Σαμαράς και Βενιζέλος. Ο Σαμαράς ήθελε τον άνθρωπό του τον Αρβανιτόπουλο και ο Βενιζέλος τον δέχθηκε, απομονώνοντας προφανώς τη Διαμαντοπούλου ως κομματική αντίζηλο. Ενώ έπρεπε ν’ αφήσουν υπουργό τη Διαμαντοπούλου, ως τη μόνη ικανή να ολοκληρώσει την από το Πανελλήνιο αποδεκτή, εκπαιδευτική της μεταρρύθμιση.
Έτσι τα Πανεπιστήμιά μας, παρέμειναν ένα περιβάλλον, ασυδοσίας, αναρχούμενα, χώρος λαθρεπιβασίας και στρεβλών κινήτρων. Κι όσοι παρακολουθούν τα εκπαιδευτικά μας δρώμενα, αναρωτιούνται: «Μα ποιοι μας κυβερνούν;» Αυτά τα μαστόρια κατεδάφισης, θα φέρουν τη σωτηρία μας;