ΗΤΑΝ ηλιόλουστο και πολύ ζεστό για πρωινό, κάποιας Πέμπτης του Αυγούστου στην Κεντρική πλατεία. Στο παγκάκι το ασπρισμένο από τις κουτσουλιές των πτερωτών, σκυθρωποί δύο ασπρομάλληδες συνταξιούχοι, με φλογερά μάτια αλλά ρυτιδιασμένο και σκαμμένο από τα βάσανα πρόσωπο, «μάλωναν», για τι άλλο, τα πολιτικά...
- Και τι έκανε ο Σαμαράς; Πού είναι η διαπραγμάτευση; Τίποτα κι αυτός μου φαίνεται... Σαν τον άλλο, που τα ’κανε μαντάρα, και πάει στη θάλασσα για κουπί. Σαν δεν ντρέπεται...
- Ναι αλλά τον ψήφισες...
- Άσε, που να μου κοβόταν το χέρι...
- Εμ, ο άλλος, ο μικρός, ο Τσίπρας; Σιγά τι θα μας κάνει κι αυτός... Οι Αμερικάνοι τον έβαλαν σου λέω, άκου με και μένα... Η μήπως είδες πουθενά, τον άλλον, τον χοντρό...
- Ποιόν λες μωρέ τον Πάγκαλο;
- Όχι, αυτόν που τα παράτησε νύχτα και τόριξε στα σουβλάκια. Τάχαμου τον απειλούσαν οι Ρώσοι. Μπουκωμένος μάλλον ήταν και δεν μπορούσε να μιλήσει...
ΕΙΠΑ να συνεχίσω να κάνω πως τηλεφωνώ, να τους ακούσω κι άλλο. Με ξεκούραζε αφάνταστα αυτός ο διάλογος...
-Λοιπόν σύντροφε χθες σκέφτηκα κάτι –συνεχίζει ο ένας. Ο ψηλός, ο πιο ζωηρός. Λέω, αφού οι γερμαναράδες και οι τροϊκανοί σκοπεύουν να μας πάρουν όλα τα λεφτά από την τσέπη, γιατί δεν τα τρώμε μόνοι μας;
- Και πώς θα γίνει αυτό, εσύ που λες πως τα ξέρεις όλα...
-Να, απλό είναι... Γιατί βουλιάζει κάθε μέρα η Ελλάδα; Γιατί οι μισοί νέοι μας, δεν έχουν δουλειά. Θα πει λοιπόν ο υπουργός σε όσους έχουν λεφτά ακόμα στις τράπεζες, και μπορούν, να τα βγάλουν, να κτίσουν σπίτια. Χωρίς έξοδα για άδειες από τις πολεοδομίες όμως και δίχως να δίνουν τα μισά στην Εφορία. Να τους δώσει κίνητρο μωρέ, να φτιάξουν κατοικίες για τα παιδιά τους...
-Ε, και...
-Ύστερα, θα πιάσουν δουλειά χιλιάδες κόσμος, 150 περίπου επαγγέλματα έχει η οικοδομή. Και τότε να πιάσει να φορολογήσει τον οικοδόμο, τον υδραυλικό, τον γυψαδόρο, τον μπετατζή, τον σιδερά... Αφού θα έχουν δουλειά, θα μπορούν και να πληρώσουν. Να σου πω εγώ πως ανακάμπτει η οικονομία, πώς τρελαίνεται η Μέργκελ...
- Ρε συ φίλε, καλό μου ακούγεται. Γιατί δεν σε βάζουν εσένα υπουργό να μας κυβερνήσεις - πειραχτικά ο άλλος...
Ύστερα, μπήκε και τρίτος στην παρέα.
-Ακούστε αγαπητοί μου. Σήμερα θα σώσω εγώ το κράτος... Μου ήρθε η σύνταξη και μου έκοψαν οκτώ ευρώ οι αθεόφοβοι...
-Ου, να μου χαθούν - ευκαιρία δεν χάνει ο ζωηρός...
-Είδες, που λες εσύ ότι κάτι θα κάνει ο Σαμαράς...
-Μη βάζεις λόγια στο στόμα μου - προσβεβλημένος ο άλλος...
ΕΙΠΑ να φύγω, είχε φουντώσει και η ζέστη στην πλατεία. Το ίδιο θα έκαναν και οι μικροί, αγράμματοι, βασανισμένοι από δουλειά, αλλά σπουδαίοι πολιτικοί. Οι ηλικιωμένοι της πλατείας. Που έφαγαν τη ζωή με το κουτάλι. Που έζησαν και άλλες χειρότερες δυστυχίες. Κάθε μέρα εκεί γύρω από το άγαλμα του Βενιζέλου. Να δίνουν λύσεις στα προβλήματα της χώρας. Και μούρθε στο μυαλό μια σύγκριση. Με την παρέα εκείνων που συζητούν τις λύσεις για λογαριασμό μας στο Εθνικό Κοινοβούλιο. Αλλά, δεκαετίες ολόκληρες τώρα, δεν βρίσκουν καμιά...
Χρήστος Τσαντήλας
(tsant@eleftheria.gr)