Από τον Ιωάννη Α. Καλιαμπό
Μερικές φορές τα ανθρώπινα λάθη είναι τραγικά. Σ’ αυτά συγκαταλέγεται και η κατάρρευση του δημοτικού σχολείου της Άνω Σκοτίνας του Κάτω Ολύμπου. Κτίστηκε το 1856 με δαπάνες του συμπατριώτη Καλλίνικου, Πατριάρχη Αλεξανδρείας. Δεν άντεξε στη φυσική φθορά και στην αδιαφορία του κόσμου. Για την ιστορία ας πληροφορηθούν τα παιδιά μας ότι στο σχολείο αυτό μαθήτευσαν οι προγενέστερες γενιές και το σχολείο λειτουργούσε μέχρι τα μέσα του εικοστού αιώνα. Σ’ αυτό δίδαξαν δάσκαλοι περιωπής. Ντόπιοι και ξένοι. Αναφέρω μερικά ονόματα σύμφωνα με τη σειρά υπηρεσίας μέχρι τον Εμφύλιο: Γ. Καραγιαννίδης (1879...), Α. Κορκόβιλος (1879-1891), Δ. Αγγέλης, Α. Τσαρούχας, παπά Οικονόμου, παπά Σακελλάρης, Δ. Τομαράς, Η. Χατζηχαμπέρης, Α. Βλέτσης. Με τον Βλέτση (1898-1982) οι Σκοτινιώτες διατηρούν τις πιο νωπές αναμνήσεις. Τον θυμούνται σαν δάσκαλο με τα χαρακτηριστικά του αυστηρού και δίκαιου. Την τιμωρία στο σχολείο τη συσχετίζουν με το Κατώι του σχολείου. Η συζήτηση με τον μακαρίτη Μιχάλη Γ. Ζιώγα (Αύγουστος 2004) δείχνει του λόγου το αληθές:
(Ιδιωματική)
Μια φουρά μας έκλεισι η δάσκαλους η Μπλέτσιους μι του Θουμά του Μπαραμύθα στου κατώι. Κι έβαλαν ιμένα που ήμαν μικρότιρους να χαλάσου γκλειδουνιά. Μας έβαλαν στου κατώι να μας φαν οι ψύλ'. Κι έβαλαν ιμένα να χαλάσου γκλειδουνιά κι ντ χάλασα γκλειδουνιά ιγώ.
-Πώς τη χάλασες;
-Ε, να, σάπια η πόρτα βγήκι η κλειδουνιά ουδέτσ'. Όταν τς απόλκι, μας έβαλι μέσα ιμάς. Γι’ αυτό είχαμι ιφκιρία κι χάλασάμι γκλειδουνιά. Μι του Θουμά δεν ήμασταν σι μια τάξ'. Ικείνους δεν ήξιρι του μάθημα. Ιγώ απού αταξία. Μας έκλεισι μέσα. «Θα 'ρθώ ιγώ να σας απουλύκου», λέ'. Αλλά ιμείς δε μπουλυκάτσαμι.
Τ' απόγιμα ήρθα μι του ντρουβά στου σκουλειό. Τα ξιφόρτουσα ιγώ. Η πατέρας μ' έδουσι καμπόσις παταρές. Γιατί χάλασα γκλειδουνιά. Κι βγήκαμι έξου. Όταν ήρθι, πάει σκουλειό, να βγάλ' ιμάς, ιμείς ήμασταν φιβγάτ'. Είδι που χάλασάμι γκλειδουνιά.
-Μετά τι έγινε;
-Ξύλου. Χτυπούσι πουλύ. Του μπαπά Βαγγέλ' τουν χτύπσι κι ήρθι η μάνα τ' να κάν' παράπουνο. Πάει είπι στ' μάνα τ' κι ήρθι η μάνα τ' στου σκουλειό, φουνάζ' του δάσκαλου του Μπλέτσιου.
-»Καλά, καλά».
Φέγ' η μάνα τ' απ' του σκουλειό. Του μπιριλαβαίν' ξανά. «Να, ισύ που φώναξις τ' μάνα σ'«, λέ'.
Χτυπούσι πουλύ. Αλλά χτυπούσι κι τα δικά τ'. Ιγώ του κατούρσα...Ζ ντιλιφταία τάξ' σ' αυτό του καφινείου που τό 'χ' η Αθηνά τώρα...προυτού ακόμα μι πχιάσ' απ' τ' αφτιά, τ' απόλκα. Τσαντίλα.
(Απόδοση στην κοινή)
[Μια φορά για τιμωρία ο δάσκαλος ο Βλέτσης μας έκλεισε στο μπουντρούμι, στο κατώι. Εμένα και τον Θωμά τον Παραμύθα. Βάλανε εμένα, που ήμουνα ο μικρότερος, να χαλάσω την κλειδαριά. Μας κλείσανε στο κατώι για να μας φάνε οι ψύλλοι. Και βάλανε εμένα να χαλάσω την κλειδαριά. Πράγματι εγώ χάλασα την κλειδαριά.
-Πώς τη χάλασες;
-Ε, όπως ήταν σάπια η πόρτα η κλειδαριά βγήκε μονοκόμματη. Ο δάσκαλος όταν απέλυσε τους άλλους μαθητές, εμάς μας έκλεισε στο μπουντρούμι. Γι’ αυτό το λόγο βρήκαμε ευκαιρία και χαλάσαμε την κλειδαριά. Εγώ με το Θωμά δεν ήμασταν στην ίδια τάξη. Εκείνον τον έπιασε αδιάβαστο ο δάσκαλος. Εμένα με τιμώρησε από αταξία. Μας έκλεισε μέσα. Μας είπε μάλιστα: «Θα μείνετε εκεί ώσπου θα 'ρθω εγώ να σας απολύσω». Εμείς, όμως, δεν αντέξαμε να καθίσουμε πολλή ώρα μέσα.
Το απόγευμα ήρθα στο σχολείο κρατώντας τον τορβά στις πλάτες. Εμένα πήρε η μπόρα. Μου τις έβρεξε ο πατέρας μου. Έφαγα κάμποσα χαστούκια. Ο λόγος κυρίως ήταν το χάλασμα της κλειδαριάς και κατά δεύτερο λόγο, επειδή το σκάσαμε από το μπουντρούμι. Όταν ο δάσκαλος ήρθε στο σχολείο με σκοπό να μας απελευθερώσει, εμείς ήδη ήμασταν φευγάτοι. Διαπίστωσε τη ζημία που κάναμε με την κλειδαριά.
-Μετά τι έγινε;
-Συνέχεια ξύλο. Χτύπαγε πολύ. Τον παπά Βαγγέλη Αγγέλη κάποτε τον έδειρε και ήρθε η μάνα του σχολείο να παραπονεθεί. Το παιδί, μετά το ξύλο από τον δάσκαλο, έτρεξε, πήγε στη μάνα του και εκείνη καταφτάνει στο σχολείο και πλησιάζει τον δάσκαλο το Βλέτση.
- «Καλά, καλά», είπε ο δάσκαλος.
Φεύγει η μάνα του από το σχολείο. Ο δάσκαλος τον περιλαβαίνει για δεύτερη φορά: «Να, εσύ που διαμαρτυρήθηκες στη μάνα σου», του είπε.
Χτυπούσε πολύ. Αλλά δεν έκανε εξαιρέσεις. Χτυπούσε και τα δικά του παιδιά. Κάποτε εγώ κατουρήθηκα από τον φόβο. Θυμάμαι στην τελευταία τάξη φοιτούσαμε στο σπίτι αυτό, που η Αθηνά Γερομιχαλού-Βλέτση έχει το καφενείο -ΚΑΠΗ σήμερα στην Κάτω Σκοτίνα-. Θυμάμαι που ο δάσκαλος πριν ακόμα με πιάσει τα αφτιά μου, κατουρήθηκα επάνω μου. Τσαντίλα τα παντελόνια].