Από τον Κων/νο Ι. Παπακωνσταντίνου
Όλα γύρω μας είναι φως. Στην αυλή, στη γειτονιά, στην πόλη μας, παντού, σ΄ όλη την Ελλάδα. Βαθυγάλαζα σμαραγδένια νερά. Ακτές χρυσίζουσες στο φως του ήλιου, ρυτιδωμένες από τη ζωογόνο αύρα. Γραφικές παραλίες, αγκαλιές θηλυκές και βράχοι ολόρθοι, αγέρωχοι, αρσενικοί. Φιδωτά ποτάμια, που στα νερά τους αντιφεγγίζουν οι φυλλωσιές των δένδρων. Λίμνες, που στραφταλίζουν κατάντικρυ στον ήλιο. Όλα λιώνουν στο φως. Οπου κι αν ταξιδέψεις, «τούτος ο τόπος είναι μύθος / από χρώμα και φως / είναι μύθος κρυφός / με τον κόσμο του ήλιου δεμένος / (Ν. Γκάτσιος).
Πουθενά σ΄ όλον τον κόσμο, δεν φέγγει τούτη η λάμψη. Αυτός ο παράδεισος ο δυσεύρετος και ανεπανάληπτος, παραδίνεται γενναιόδωρα στον Ελληνα. Κι ο τελευταίος παρίας, ο ανήμπορος, το φτωχαδάκι θα βρει τη θέση του σ΄ αυτό το ευφραντικό πανηγύρι. Θα χαρεί κι αυτό τη θάλασσα κοντά στους προνομιούχους. Θ΄ αφήσει, όπως κι εκείνος την άλμη, να ξηροψήσει το κορμί του. Κι έπειτα στο διπλανό ταβερνάκι, με ούζο, ντοματίτσα και θαλασσινά, θα νιώσει την αποθέωση. Θ΄ απογειωθεί σε μια απόλαυση ευδαιμονίας. Σε μια ευφραντική απόλαυση του Απολλώνειου φωτός. Περιδιαβαίναμε τα γραφικά μας παράλια, από τις υπώρειες του Κισσάβου, ως το Πήλιο. «Το βουνό, βουνών καμάρι…». Κατάφυτα από ελιές και μύρτα, από αγράμπελη και θυμαριές. Κάθε γωνιά και έκταση. Κατά πού να κοιτάξεις; Στην αετοφωλιά των Κενταύρων, στον σαγηνευτικό Παγασητικό ή στο ανατολικό αφρίζον Αιγαίο; ΄Η μήπως στο βουνό των Θεών, που ραίνει με την αύρα του και τα δροσερά του νερά, ως τα γραφικά χωριά του κάτω Ολύμπου;
Πλούσιος ο τόπος μας. Γενναιόδωρος και δημοκρατικός. Δίνεται απλόχερα σ΄ όλους. Σε πλούσιους και φτωχούς. Σ΄ όσους εκτιμούν το θείο κάλλος. Αλλά και σ΄ όσους ανάλγητοι, ασχημονούν και βιάζουν, τούτον τον ευλογημένο τόπο. Αρκεί να πάρει κανείς το μήνυμα. Να νιώσει την ιερότητα του χώρου. Να δώσει το αντίδωρό του σε τούτη τη θεσπέσια ομορφιά. Και το αντίδωρο είναι ο σεβασμός, σ΄ όσα σε περιβάλλουν και σου προσφέρονται. Εδώ φίλοι μου σταματά η απόλαυση και το συναίσθημα παραχωρεί τη θέση του στη σκέψη. Σκέφτεσαι και λες. Μα υπάρχει τέτοια αντίδωρο αχαριστίας; Υπάρχουν τόσοι βέβηλοι και αγνώμονες, για τα δώρα που του έδωσε ο Θεός στον τόπο που βιώνει; Ποια χέρια εγκληματικά πυρπολούν αδίστακτα και με μανία Πρόστρατου;
Ποιοι κατακαίνε τα πάντα; Πώς αρέσκονται να βλέπουν το «φως το ιλαρόν», να θολώνει από καπνούς και στάχτες; Τι έννοια έχει η δήθεν εκμετάλλευση και αξιοποίηση του τόπου, όταν στη θέση της άφατης ομορφιάς φυτρώνουν οικιστικά εκτρώματα και το τσιμέντο σκεπάζει τα πάντα; Ποια χέρια κατέστρεψαν τον άλλοτε ζωογόνο Πηνειό ή και άλλα ποτάμια, σε δυσώδη νερά, φονιάδες ανθρώπων και ψαριών; Τι λένε οι αρμόδιοι για την υπεράντληση των υδάτινων υπόγειων πόρων μας, δημιουργώντας τον εφιάλτη της λειψυδρίας; Ποιοι διαταραγμένοι νόες, μετέτρεψαν το αφθάστου κάλλους Αττικό τοπίο σε πνιγηρή μεγαλούπολη; Οι άνθρωποί της δεν βλέπουν ποτέ την ανατολή του ήλιου, ή την πανσέληνο. Δεν μπορούν να αναπνεύσουν. Δηλητηριάζονται, αργοπεθαίνουν. Έκοψαν για τούτο το έκτρωμα, προαιώνια δάση. Στέρεψαν ποτάμια. Έφραξαν ρέματα. Βίασαν κατάφωρα τη φύση. Οι χειρότεροι εχθροί της ελληνικής φύσης είναι οι ίδιοι άνθρωποι, που τη χαίρονται και τη νέμονται. Η αχαριστία στο έπακρο. Το έγκλημα μεγάλο. Αλλά και η Νέμεση ακάθεκτη επερχόμενη.
Είμαστε αχάριστοι και ανάξιοι να διαχειριστούμε τον τόπο που ζούμε. Να διατηρήσουμε την παραδεισένια του ομορφιά, για μας και τα παιδιά μας. Δεν μας χαρακτηρίζει μόνον ο ωχαδελφισμός και η αδιαφορία. Είμαστε συνάμα βουλιμικοί και κυριαρχικοί. Βασανιστικά ιδιοτελείς και αρπακτικοί. Εγώστροφοι και αντικοινωνικοί. Μεμψίμοιροι, αλλά και κατακριτικοί. Το ψυχογράφημά μας χρήζει βαθιά ψυχολογική γνώση.
Ο Παράδεισος, μας περιβάλλει, αλλά δεν τον βλέπουμε. Η ομορφιά περνά δίπλα μας, αλλά την αγνοούμε. Κι αυτό γιατί συγχέουμε τα αγνά και υπέροχα, με την ύλη και το κέρδος. Μια πλαγιά με αγριολούλουδα, με ασημόφυλλες ελιές και βλάστηση, τη βλέπουμε σαν οικοδημήσιμα οικόπεδα. Κι έναν κολπίσκο ή μια ολόχρυση αμμουδιά, την οραματιζόμαστε σπαρμένη από μεζονέτες και μπαγκαλόους. Έτσι γίναμε εχθροί του τόπου μας. Σκιάζουμε το φως με ανοσιουργήματα. Και ξεχνάμε τα λόγια του Οδ. Ελύτη: «Όμορφη και παράξενη πατρίδα ωσάν αυτή που μου ‘λαχε δεν είδα...».