Από τον Δημήτρη Νούλα
Ο σχηματισμός της κυβέρνησης των «τριών» (Νέα Δημοκρατία, ΠΑΣΟΚ, Δημοκρατική Αριστερά) αποτέλεσε ένα κρίσιμο βήμα για την καθησύχαση των αγωνιών και της ανασφάλειας σημαντικού τμήματος του πληθυσμού. Τα τρία αυτά κόμματα ήσαν οι δυνάμεις που στις εκλογές της 17ης Ιουνίου εξέπεμψαν το πιο σταθερό και επίμονο μήνυμα ευρωπαϊκού προσανατολισμού. Στην πράξη, δηλαδή, τις εκλογές «κέρδισαν» οι φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις της χώρας που, ασφαλώς, αθροίζουν περισσότερες ψήφους από όσο τα τρία κόμματα μαζί.
Αυτή η σύμπραξη των «τριών» εγκαινιάζει μια νέα περίοδο συνεργασιών των εγχώριων πολιτικών σχηματισμών (μετά από την «ισχνή» συνεργασία της περιόδου Παπαδήμου) και παρά τις αναπόφευκτες τριβές που θα υπάρξουν, τέτοιες κινήσεις ανοίγουν τον δρόμο για ουσιαστικές αλλαγές στο πολιτικό σύστημα και δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη «κουλτούρας» ευεργετικής για την κοινωνία και τη χώρα. Προς αυτή την κατεύθυνση θα συνέβαλε και η καθιέρωση της απλής αναλογικής (Α.Α.) ως μόνιμο εκλογικό σύστημα.
Ερμηνεύοντας-και με βάση πρόσφατα μετεκλογικά δημοσκοπικά ευρήματα- την ψήφο του εκλογικού σώματος θα λέγαμε ότι οι πολίτες, πέρα από την επιβεβαίωση της ευρωπαϊκής κατεύθυνσης της χώρας, ζήτησαν-με κάθε θυσία ή περίπου έτσι-και την προσαρμογή της στο ευρωπαϊκό πλαίσιο με την προώθηση διαρθρωτικών αλλαγών στην οικονομία, στην κοινωνία και στην πολιτική για την υπέρβαση της κρίσης μέσα στην Ε.Ε. και μέσα στο ευρώ. Ταυτόχρονα, όμως, απέρριψαν τις αδιέξοδες πολιτικές λιτότητας, ύφεσης και οριζόντιων περικοπών.
Σύμφωνα με τον Γ. Βούλγαρη η κοινωνική πλειοψηφία του 55%-58%, κινείται σε φιλοευρωπαϊκή κατεύθυνση αποτελώντας την «ευρωπαϊκή Ελλάδα». Τα ποσοστά είναι υψηλά στους χώρους της Κεντροαριστεράς, του Κέντρου, της Κεντροδεξιάς και της Δεξιάς και χαμηλότερα στα υπόλοιπα κόμματα. Η πλειοψηφική δυναμική αυτής της Ελλάδας επιβεβαιώνει το πολιτικό νόημα των εκλογών της 17ης Ιουνίου 2012. Αντιθέτως ένα ποσοστό 36%-40% «προβλέπει» (και μέρος του προσβλέπει) στη διάλυση του ευρώ και στη χρεοκοπία της Ελλάδας. Τα ποσοστά εδώ γίνονται πλειοψηφικά στους χώρους της Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ) και της Ακροδεξιάς (Χρυσή Αυγή, Ανεξ. Έλληνες) και ιδιαίτερα στις νέες ηλικίες.
Πάντως, η έναρξη των συνεργασιών παρά την, σε κάποιο βαθμό, «χλωμή» εκπροσώπηση των δύο μικρότερων εταίρων στο κυβερνητικό σχήμα είναι βέβαιο πως αποτελεί μια πολύ θετική εξέλιξη. Οι θορυβώδεις, όμως, χάριν του «εδώ είμαστε κι εμείς» δηλαδή χάριν εντυπώσεων, συναντήσεις των «τριών» για τη διαμόρφωση του πλαισίου συγκυβέρνησης ή η έμμεση αλλά σαφής αμφισβήτηση του κ. Στουρνάρα μετά τη συμμετοχή του στην πρώτη ευρωπαϊκή του έξοδο και οι πρόχειρες επιλογές προσώπων για κυβερνητικά στελέχη δεν ενισχύουν το προφίλ της κυβερνητικής συνοχής.
Επιπροσθέτως, η προγραμματική συμφωνία των τριών κομμάτων που τη συγκροτούν είναι γενικόλογη και σε μεγάλο βαθμό γεννά αμφιβολίες για τη δυνατότητα υλοποίησής της στις σημερινές συνθήκες στενότητας. Γι’ αυτό οι αναγκαίες προσαρμογές και εξειδικεύσεις του κυβερνητικού έργου θα πρέπει να αποτελέσουν άμεση προτεραιότητα προκειμένου να αποφευχθούν δυσλειτουργίες και «φυγόκεντρες» τάσεις, την ίδια στιγμή που τα προβλήματα οξύνονται και οι αλλαγές και οι εξελίξεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση τρέχουν, δυστυχώς, χωρίς εμάς.
Είναι, λοιπόν, επιτακτική ανάγκη η Ελλάδα να εγκαταλείψει τα στοιχεία λαϊκισμού και τις παλαιοκομματικές πρακτικές του «φτωχού συγγενή και επαίτη» που διαρκώς διεκδικεί νέες διευκολύνσεις από την Ε.Ε. και να αποκαταστήσει έμπρακτα την αξιοπιστία της στους εταίρους και όχι μόνο. Οφείλει να εξαγγείλει (η κυβέρνηση) άμεσα ένα σχέδιο αντιμετώπισης του μεγάλου διαρθρωτικού προβλήματος στο κράτος και στο αναπτυξιακό μας μοντέλο. Να απευθυνθεί στις δημιουργικές δυνάμεις για μια εθνική συνεννόηση σε ένα Σχέδιο Ανάπτυξης με χρονικό ορίζοντα το 2020 και πέρα. Διότι χωρίς πειστική εθνική πρόταση και χωρίς την εφαρμογή της, δεν θα αποκαταστήσουμε τη θέση μας ως ισότιμοι εταίροι στην Ε.Ε., χάνοντας τη δυνατότητα αξιοποίησης των νέων ευρωπαϊκών συμφωνιών αλλά και των νέων χρηματοδοτήσεων για την ανάπτυξη τη στιγμή μάλιστα που ακόμη και ο Μεσιέ Ολάντ αναφέρεται στην Ευρώπη των πολλών ταχυτήτων.
Όλα αυτά είναι αναγκαίο να γίνουν σε μια κρίσιμη περίοδο που κατά τον Π. Ιωακειμίδη (ΤΑ ΝΕΑ, 13-7-12) «η Ευρώπη δείχνει να αλλάζει σελίδα καθώς μετά τις αποφάσεις του τελευταίου Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (διάσκεψη κορυφής αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων της Ε.Ε.) οδηγείται αφενός στην έξοδο από την κρίση με ταυτόχρονη μακροχρόνια θωράκιση της ευρωζώνης με όλα τα θεσμικά, πολιτικά και οικονομικά συμπληρώματα που θα οδηγήσουν σε μια «γνήσια» οικονομική και νομισματική ένωση. Αυτή τη στιγμή, αυτές οι αποφάσεις θέτουν την Ελλάδα μπροστά στην τεράστια πρόκληση της προώθησης των μεταρρυθμίσεων ως προϋπόθεση για την επιστροφή στην «κανονικότητα» της χώρας μέλους της ευρωζώνης».
Ως απάντηση σ’ αυτή την πρόκληση, ζητείται η διαμόρφωση στον πολιτικό μας χάρτη μιας νέας πολιτικής πρότασης των δυνάμεων του εκσυγχρονισμού και των μεταρρυθμίσεων, της πραγματικής επανίδρυσης του κράτους και της ευρωπαϊκής προοπτικής με κοινωνική δικαιοσύνη, δηλαδή των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων του Ευρωπαϊκού Δημοκρατικού Σοσιαλισμού. Γι’ αυτό τον λόγο είναι αναγκαίο να προχωρήσει ταχέως ο διάλογος μέσα και έξω από τα κόμματα, με τη συμμετοχή πολιτικών κινήσεων, ομάδων και προσωπικοτήτων χωρίς περιχαρακώσεις και προκαταλήψεις για την ανασυγκρότηση του κεντροαριστερού χώρου και με την πεποίθηση πως δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο.
Στην κατεύθυνση ενίσχυσης αυτών των δυνάμεων φαίνεται να κινείται και το ασύνηθες, δι’ επιστολής, καλωσόρισμα του σημαντικού υπουργού Οικονομικών της Γερμανίας κ. Σόιμπλε προς το νέο Έλληνα ομόλογό του Γ. Στουρνάρα, άμα τη αναλήψει των καθηκόντων του. Δείχνει, αν μη τι άλλο, πως οι Ευρωπαίοι εταίροι μας θέλουν μαζί τους (παρά τα λάθη και τις υστερήσεις της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας) στην ευρωπαϊκή οικογένεια και ότι εμπιστεύονται περισσότερο αυτές τις φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις (την «Ευρωπαϊκή Ελλάδα») της πατρίδας μας.
Άλλωστε οι δυνάμεις αυτές είναι που, κυρίως, μπορούν να αποτελέσουν την εγγύηση αλλά και την αιχμή του δόρατος για μια σύγχρονη, ασφαλή και μακροχρόνια πορεία εκσυγχρονισμού της χώρας μας. Και είναι, εν τέλει, οι μόνες δυνάμεις που μπορούν να καταστήσουν την Ελλάδα αναπόδραστη αναγκαιότητα για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
* Ο Δημήτρης Νούλας είναι χημικός