*Βασ. Χ. Στεργιούλης, θεολόγος
Είναι γνωστό πως η κρίση που μαστίζει τελευταίως τη χώρα μας, μας έχει ευτελίσει και απαθλιώσει πολύ. Η κατάθλιψη και η απαισιοδοξία έγιναν ο μόνιμος σύντροφος πολλών. Το γέλιο, ως έκφραση βαθιάς και απροσποίητης χαράς, φαίνεται να εκλείπει. Σκυθρωποί πολλοί και σκεπτικοί, σύρουν βαριά τα βήματά τους. Γίναμε βάρος της γης, «άχθος αρούρης».
Απανωτές οι συζητήσεις για την οικονομική δυσπραγία, τα χαράτσια και τους φόρους. Στα ύψη η ανεργία. Πολλή η ανέχεια και η δυστυχία. Υπάρχουν οικογένειες χωρίς κανένα εργαζόμενο. Πολλοί στηρίζονται στις πενιχρές συντάξεις των γερόντων ή ζουν με το φαγητό της Εκκλησίας, των Δήμων ή όποιων άλλων κοινωνικών φορέων και οργανισμών. Οι νέοι « παίρνουν των ομματιών τους ». Εκπατρίζονται αναγκαστικά, αφού η πατρίδα δεν μπορεί να τους κρατήσει κοντά της. Πολλοί από αυτούς είναι επιστήμονες. Κοπίασαν χρόνια, για να πάρουν τα πτυχία τους. Και εκδαπανήθηκαν οικονομικά οι οικογένειές τους. Αλλά και η πατρίδα ξόδεψε αρκετά για την ίδρυση και λειτουργία σχολείων και Πανεπιστημίων. Επιστήμονες τώρα, μεταβαίνουν σε ξένες χώρες, για να προσφέρουν σ’ αυτές τις υπηρεσίες τους. Δύστυχη Πατρίδα!
Μέσα σ’ αυτό το δυσοίωνο κλίμα και την αυτόχρημα τραγική αυτή κατάσταση, απ’ την οποία κανένας δεν ξέρει πότε και πώς θα βγούμε, υπάρχουν ευτυχώς σημάδια ελπίδας. Προβάλλουν φωτεινοί σηματοδότες για ένα καλύτερο μέλλον. Είναι οι άνθρωποι της αρετής και του καθήκοντος, που παλεύουν καθημερινά για να περιφρουρήσουν την τιμή και την ακεραιότητα της Πατρίδος. Αγωνίζονται αθόρυβα. Βαδίζουν με σεμνή περηφάνια, «από το χρέος μη κινούντες» κατά πως λέει ο ποιητής.
Μια τέτοια περίπτωση εμφάνισε προσφάτως εκκλησιαστικό περιοδικό της βορείου Ελλάδος δημοσιεύοντας τη συγκλονιστική επιστολή πιλότου μαχητικού αεροσκάφους. Αγωνίζεται καθημερινά εναντίον των Τούρκων, πάνω από τις εσχατιές του Αιγαίου. Την επιστολή αυτή απευθύνει στο Δ.Ν.Τ., στην Τρόικα και στους αρμόδιους οικονομικούς παράγοντες, στους οποίους τονίζει μεταξύ άλλων τα εξής:
«Εγώ πρέπει να αδειάσω το μυαλό μου, να κλειδώσω το υποσυνείδητο, να μην σκεφτώ ότι με περιμένουν και εμένα στο σπίτι μας, όπως τόσους και τόσους άλλους που δεν γύρισαν ΠΟΤΕ πίσω από μια ακόμη καθημερινή αποστολή. Ίσως και κάποιοι να πουν ότι τα ήθελε και τα έπαθε!
Εγώ όμως δεν πετάω γι’ αυτούς.
Πετάω για τον Πατέρα μου που καμαρώνει στην άκρη στο χωράφι όταν περνούν τα μαχητικά μας.
Πετάω για το παιδί στη Φλώρινα, που περπατάει στο χιόνι για να πάει στο σχολείο του.
Πετάω για τον Παπά μας, που κάνει χιλιόμετρα να κάνει Ανάσταση με τους τσοπαναραίους στο ύψωμα της Παναγιάς!
Πετάω για τον ψαρά, που βγήκε στις 4 το πρωί με την ψαρόβαρκα να φέρει το μεροκάματο στη φαμελιά του.
Πετάω για το δασκαλάκο, που πληρώνει από την τσέπη του τις φωτοτυπίες στα Άγραφα της Καρδίτσας. Γι’ αυτούς πετάω...
Για να μπορούν να κάνουν αυτό που χρόνια κάνουν και να κρατάνε την Πατρίδα μας ζωντανή!..
Ίσως κάποιο πρωί, όταν κοιτάξεις ψηλά θα με δεις γιατί:
«Εκεί που ισιώνει ο αετός, οι γλάροι δεν πετάνε!»
Υπάρχει λοιπόν ελπίδα...