Από το Δημήτρη Νούλα
Ο σχηματισμός της κυβέρνησης των «τριών» (Νέα Δημοκρατία, ΠΑΣΟΚ, Δημοκρατική Αριστερά) ακριβώς πριν ένα χρόνο, μετά τις εκλογές της 17ης Ιουνίου του 2012, αποτέλεσε ένα κρίσιμο βήμα για την καθησύχαση των αγωνιών και της ανασφάλειας σημαντικού τμήματος του πληθυσμού. Τα τρία αυτά κόμματα ήταν οι δυνάμεις που στις εκλογές εκείνες εξέπεμψαν το πιο σταθερό και επίμονο μήνυμα ευρωπαϊκού προσανατολισμού. Στην πράξη, δηλαδή, τις εκλογές «κέρδισαν» οι αμιγώς φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις που παρά τον εντεινόμενο ευρωσκεπτισμό αθροίζουν, ασφαλώς, περισσότερες ψήφους από όσο τα τρία κόμματα μαζί.
Αυτή η σύμπραξη εγκαινίασε μια νέα περίοδο συνεργασιών των εγχώριων πολιτικών σχηματισμών και παρά τις αναπόφευκτες τριβές που υπήρξαν και υπάρχουν, άνοιξε τον δρόμο για ουσιαστικές αλλαγές στο πολιτικό σύστημα ενώ δημιουργούνται και προϋποθέσεις για την ανάπτυξη «κουλτούρας» ευεργετικής για την κοινωνία μας. Προς αυτή την κατεύθυνση θα συνέβαλε και η αλλαγή του εκλογικού νόμου επί το αναλογικότερο σε συνδυασμό με την καθιέρωση μονοεδρικών περιφερειών και τη μείωση του αριθμού των βουλευτών.
Ερμηνεύοντας την ψήφο του εκλογικού σώματος θα λέγαμε ότι οι πολίτες, πέρα από την επιβεβαίωση της ευρωπαϊκής κατεύθυνσης της χώρας, ζήτησανμε κάθε θυσία ή περίπου έτσικαι την προσαρμογή της στο ευρωπαϊκό πλαίσιο με την προώθηση διαρθρωτικών αλλαγών στην οικονομία, στην κοινωνία και στην πολιτική για την υπέρβαση της κρίσης μέσα στην Ε.Ε. και μέσα στο ευρώ. Ταυτόχρονα, όμως, απέρριψαν τις αδιέξοδες πολιτικές λιτότητας, ύφεσης, μονομερών οριζόντιων περικοπών και απέρριψαν τις προσχηματικές πολιτικές περί δήθεν πάταξης της φοροδιαφυγής, χτυπήματος της μαύρης και ανασφάλιστης εργασίας, δήθεν ανοίγματος των κλειστών επαγγελμάτων κ.ο.κ.
Έναν ακριβώς χρόνο, όμως, μετά τις εκλογές του περασμένου Ιουνίου και τη στιγμή ακριβώς που φαίνεται ότι η χώρα αρχίζει να βαδίζει σε θετική κατεύθυνση, εξακολουθώντας, όμως, να βρίσκεται στην άκρη του γκρεμού, είναι τουλάχιστον παράδοξο να είναι σε εξέλιξη παίγνια επιβολής και κυριαρχίας μεταξύ των κυβερνητικών εταίρων.
Και ένα τέτοιο παίγνιο συνιστά η αιωρούμενη απειλή για εκ νέου πρόωρη προσφυγή στις κάλπες ώστε να «εισπράξει» η βασική κυβερνητική συνιστώσα το «κλίμα» των ημερών, που της δίνει δημοσκοπικό προβάδισμα έναντι του ΣΥΡΙΖΑ, μετά την επίδειξη δύναμης στους επιστρατευμένους εκπαιδευτικούς. Προφανώς μια τέτοια επιλογή ενέχει το σπέρμα της καταστροφής καθώς η Ν. Δ. «παίζει» με τις αντοχές και τα νεύρα των εταίρων της οι οποίοι υφίστανται μόνο θυσίες για χάρη της χώρας στηρίζοντας αυτό το ετερόκλητο κυβερνητικό σχήμα από το οποίο η ίδια αποκομίζει πολιτικά οφέλη.
Ίσως από πανικό εξαιτίας της αποτυχίας εξαγοράς της ΔΕΠΑ από την «Γκάζπρομ» και η ανάγκη επικάλυψής της, ίσως από αμηχανία για τις γελοιότητες με το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο, ίσως το δέλεαρ της πιθανής αύξησης των εκλογικών ποσοστών με βάση τα ευμετάβλητα δημοσκοπικά ευρήματα να ήταν κάποιοι λόγοι για τις ριψοκίνδυνες λογικές που προς στιγμήν (;) φαίνεται να επικράτησαν στο μέγαρο Μαξίμου. Αποκαλύπτεται, όμως, ταυτοχρόνως, πως, η πολιτική μας ελίτ αρνείται να αντιληφθεί τη σοβαρότητα των περιστάσεων και επιβεβαιώνεται επιπροσθέτως ότι ο συνδυασμός καιροσκοπισμού και αλαζονείας με στόχο όχι τη σωτηρία της χώρας αλλά την κυριαρχία στους άλλους, θολώνει το μυαλό της και την οδηγεί σε επιλογές με έντονο αυταρχισμό όπως είναι για παράδειγμα το αιφνιδιαστικό κλείσιμο της ΕΡΤ που θύμισε, σε κάποια στοιχεία του, το κλείσιμο της Βουλής πριν από τις εκλογές του 2007.
Η προσωρινή(;) αναστολή λειτουργίας της όντως δαπανηρής έως ασυμμάζευτης κρατικής ραδιοτηλεόρασης και η υπόσχεση επαναλειτουργίας της ως ΝΕΡΙΤ, προφανώς δεν είναι τόσο αθώα όσο μας παρουσιάζεται. Διότι αποκρύπτονται τα πιθανά «δωράκια» στους «ολιγάρχεςμιντιάρχες» που προσφυώς ονομάστηκαν «νταβαντζήδες» από τον έχοντα βάλει τη χώρα στον αυτόματο πιλότο τ. πρωθυπουργό με τα γνωστά αποτελέσματα. Γι’ αυτό εντυπωσιάζει η στάση του κ. Σ. Κεδίκογλου σήμερα ενώ προ διετίας περίπου είχε εντελώς διαφορετική άποψη και ταυτίζονταν τότε πλήρως με τα επιχειρήματα των εργαζομένων στην ΕΡΤ.
Ο καιροσκοπισμός, λοιπόν, των συμβούλων της βασικής κυβερνητικής συνιστώσας, ακόμη και σε τέτοιες κρίσιμες στιγμές, φαίνεται να εκπηγάζει, όχι από κάποια ιδέα ή έμπνευση για τη σωτηρία μας, αλλά από το ότι θεωρούν πως με το κλίμα της πόλωσης που θα επικρατήσει σε περίπτωση εκλογών θα συρρικνωθούν οι εταίροι τους έτι περαιτέρω και υπέρ τους. Παράλληλα εκτιμούν πως ο άλλος πόλος (ΣΥΡΙΖΑ) δεν είναι ακόμη έτοιμος να αναλάβει κυβερνητικές ευθύνες. Τέτοιες, όμως, σκέψεις και τέτοιες προθέσεις σε τέτοιες εποχές αποτελούν, όντως, επικίνδυνη συμπεριφορά σε ένα ασταθές ελληνικό αλλά και διεθνές περιβάλλον.
Συνεπώς κι ενώ δεν έχει κριθεί ακόμη οριστικώς το αν θα διασωθούμε και θα παραμείνουμε χώραμέλος της ευρωπαϊκής οικογένειας με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται, το πολιτικό μας σύστημα «παίζει» την ίδια του την υπόσταση. Ταυτόχρονα, όμως, ακόμη μια φορά, παίζει και με το μέλλον των επόμενων γενεών ρισκάροντας το ευρωπαϊκό μας κεκτημένο. Διότι ανήκουμε στη Δύση με έναν οριστικό και τελεσίδικο τρόπο κι αυτή είναι μια πραγματικότητα η οποία δεν πρέπει να αλλάξει με δική μας υπαιτιότητα γιατί θα μας κοστίσει πολύ ακριβά.
Εξάλλου στην ευρωπαϊκή μας συμμετοχή οφείλονται κάποια σημαντικά εθνικά επιτεύγματα της περιόδου της μεταπολίτευσης (είσοδός μας στην ευρωζώνη, ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε.) αλλά και οικονομικά οφέλη που όλοι γεύτηκαν από τα πολλά πακέτα συνοχής. Οι συχνά δίκαιες αιτιάσεις των κομμάτων για τα δεινά που προκάλεσε ο δικομματισμός στον τόπο την ίδια περίοδο παραλείπουν τα αναμφίβολα οφέλη που υπήρξαν. Και το γεγονός ότι οι κλώνοι των δύο μεγάλων πολιτικών οικογενειών με την κορύφωση της κρίσης απώλεσαν τον έλεγχο δεν σημαίνει ότι δεν μπορούν να γίνουν διορθωτικές κινήσεις για την επάνοδο της χώρας σε ομαλές συνθήκες υπό τις νέες ηγεσίες.
Προϋπόθεση για να γίνει αυτό είναι να συνεχίσει να υπάρχει η επιτευχθείσα, αμέσως μετά τις εκλογές της 17ης Ιουνίου, ευρεία συναίνεση (consensus) μεταξύ των τριών κομμάτων τα οποία ούτως ή άλλως διαθέτουν μια σημαντική πλειοψηφία στη Βουλή και συγκροτούν μια ισχυρή με μεταρρυθμιστική ικανότητα κυβέρνηση εθνικής συνεννόησης. Η συναίνεση αυτή και η αποφυγή κινήσεων που την υπονομεύουν αποτελούν την εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για να αρθεί το τεράστιο έλλειμμα εμπιστοσύνης του κόσμου στην ικανότητα του «συστήματος» να αντεπεξέλθει ικανοποιητικά στην κρίσιμη συγκυρία.
Αυτό το όπως ξαναείπαμε «εξαντλημένo» πολιτικό σύστημα οφείλει να βρει τη δύναμη να υπερβεί εαυτόν, αφήνοντας κατά μέρος την παραθεσμική φιλολογία (πρώιμες εκλογές, μικροπολιτικοί εκβιασμοί και «μπλόφες» κ.λπ.) και τους ανόητους εγωισμούς και δίνοντας πρώτο το παράδειγμα για πραγματικές θυσίες να προχωρήσει με ειλικρινές πνεύμα συνεργασίας στις αναγκαίες πρωτοβουλίες που θα θέσουν τα θεμέλια για μια καλύτερη πορεία μετά την κρίση.
Η ικανότητά του να προχωρήσει τώρα στην κατά το δυνατόν ευρύτερη συνεννόηση ίσως αποδειχθεί το κλειδί για τη σωτηρία του και την αποκατάσταση της αξιοπιστίας του. Αρκεί, βέβαια, τα «παιδία» να σοβαρευτούν και να πάψουν επιτέλους να «παίζουν» δηλαδή να σταματήσουν να βάζουν τη ματαιοδοξία τους και το κομματικό συμφέρον πάνω από το συμφέρον της χώρας.
Ο Δημήτρης Νούλας είναι χημικός