Του κ. Αχιλλέα Παπαγεωργίου
Πάντα μου άρεσε να τριγυρνώ στη Θεσσαλία.
Πάντα θαύμαζα τα βουνά της, τις εύφορες πεδιάδες της, τα τρεχούμενα νερά του Πηλίου και των Αγράφων, την ιστορία και τη μυθολογία της.
Περιπλανώμενος βρέθηκα στο Μαυρομάτι. Θυμήθηκα ότι εκεί κοντά σε μια σπηλιά γεννήθηκε ο γιος της καλόγριας ο Γεώργιος Καραϊσκάκης. Περπάτησα μέσα στο χωριό και έφτασα στην πλατεία. Κάθισα σε ένα παγκάκι απέναντι από το άγαλμα του καπετάνιου, καθισμένου στη ράχη ενός μαύρου ατίθασου αλόγου. Δεν έβαλα το πόδι μου, το ένα επάνω στο άλλο, όπως συνηθίζουμε οι Έλληνες, γιατί λέγανε για να το βάλεις όταν έχεις απέναντί σου καπετάνιο, πρέπει να έχεις σκοτώσει Τούρκο.
Ενώ ήταν μια λαμπερή ανοιξιάτικη μέρα, αίφνης ένα άσπρο σύννεφο με τύλιξε και μέσα από αυτό είδα τα αστραφτερά μάτια του Καραϊσκάκη γεμάτα οργή να μου λένε:
«Γιατί βρε σκουλήκια νεοέλληνες καταντήσατε την πατρίδα έτσι; Γιατί αφήσατε τους κουραμπιέδες Ευρωπαίους να σας γελοιοποιούν; Τους Γερμανούς να περιγελούν τα αρχαία αγάλματά μας; Τους Άγγλους να σας βρίζουν; Τους Ολλανδούς, τους Γάλλους, τους Δανούς όλους αυτούς τους άξεστους, αμόρφωτους λακέδες να περιφρονούν την Ιστορία και τον Πολιτισμό που τους δίδαξαν οι πρόγονοί μας;
Αφήνετε τους Σκοπιανούς να κλέβουν την Ιστορία μας, να θέλουν τον Μεγαλέξανδρο δικό τους, τον Στρατηλάτη αρχηγό στην Παγκόσμια Ιστορία και κάθεστε και συζητάτε μαζί τους, με ποιους με τους γιδοβοσκούς των Βαλκανίων, τι όνομα θα δώσουν στο χωριό τους;
Ντροπή σας ορέ Έλληνες!
Γι’ αυτά όλα δώσαμε εμείς τη ζωή μας, όλοι εμείς του ’21, για να βλέπουμε τα χάλια σας και να κλαίμε;
Αφήσατε μωρέ άκαρδοι νηστικά τα παιδιά στα σχολεία, με λιγοστά χρήματα, τους υπαλλήλους και τους συνταξιούχους, περικόψατε τους μισθούς και τα επιδόματα των ένστολων, αυτών που φρουρούν την πατρίδα, στη γη στον αέρα και στη θάλασσα, που θα ‘πρεπε εσείς να μείνετε νηστικοί και αυτούς να μην τους αδικήσετε!
Πουλάτε τα πάντα για να πάρετε δανεικά και μαζεύονται τεράστια χρέη για τις ερχόμενες γενιές!
Ντροπή σας μωρέ και πάλι ντροπή σας!».
-Δεν φταίμε εμείς Καπετάνιε! Κάθε 4 χρόνια κάνουμε εκλογές και βγάζουμε κάποιους να μας εκπροσωπούν και τους εξουσιοδοτούμε να ψηφίζουν Νόμους και να διαχειρίζονται τις τύχες της πατρίδας και του λαού.
-Και γιατί τους κρατάτε και τους καμαρώνετε ορέ ζαγάρια;
-Τι να κάνουμε Καπετάνιε; Λένε πως άμα κάνουμε ξεσηκωμό, θα μας βγάλουν έξω από την Ευρώπη.
-Και τι κερδίζετε ρε ψοφίμια με το να είστε στην Ευρώπη;
-Να...
-Κατάλαβα. Για να μην χάσουν την κουτάλα αυτοί που σας κυβερνούν!
-Κρίμα! Πολύ κρίμα!
Αλλά τι να πει κανείς αφού φτάσατε να κάνετε και κουμπαριές με αυτούς που εμείς του 21 τους κόβαμε τα κεφάλια και τα πετάγαμε στις χαράδρες! Ξέρεις τι σκέφτηκα Λαρσινέ; Να πάρω τον Κολοκοτρώνη, τον Ανδρούτσο, τον Νικηταρά, τον Αθανάσιο Διάκο και καμιά 200σαριά παλικάρια, ν’ αφήσουμε τα σπαθιά, να πάρουμε λυγαριές ξεφλουδισμένες, να’ ρθούμε κάτω και να σας μαυρίσουμε τα κουλιά από το ξύλο. Τότε μπορεί να συνέρθετε!
Με μιας, έφυγε το άσπρο σύννεφο και βρέθηκα μόνος και ταπεινωμένος, μπροστά στον καβαλάρη πολεμιστή και το μαύρο ατίθασο άλογό του.
Με δειλά βήματα απομακρύνθηκα και ορκίστηκα να μην ξαναπάω στο Μαυρομάτι!
Τι να πω στον Καπετάνιο Γεώργιο Καραϊσκάκη;