Του Νίκου Ι. Μεγαδούκα
Κι ενώ η αξιωματική αντιπολίτευση αντιμετωπίζεται με τον ανωτέρω τρόπο, εκκωφαντική είναι η σιωπή της «γαλάζιας» παρατάξεως απέναντι σε δηλώσεις, πράξεις και τραμπουκισμούς της «Χρυσής Αυγής», πλην, ίσως, της περιπτώσεως με τον βουλευτή Π. Ηλιόπουλο, τον οποίο έδιωξε από την αίθουσα της Βουλής ο προεδρεύων του σώματος Γιάννης Δραγασάκης, περιπτώσεως την οποία, όμως, αξιοποίησε η ΝΔ για να στοχοποιήσει τον ΣΥΡΙΖΑ.
Βεβαίως, ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς δεν αποδέχεται πως υπάρχει «γαλάζιο» φλερτ με την ακροδεξιά, σε απαντητική του δε επιστολή στον ποιητή Νάνο Βαλαωρίτη (ο οποίος του έθεσε το θέμα της ακροδεξιάς βαρβαρότητας) τόνισε την εκ μέρους του (σε επίπεδο ρητορείας) γενικόλογη καταδίκη των νεοναζί και τις σχετικές με την επάνοδο του φαινομένου επισημάνσεις του προς τους εταίρους, με αναφορές στη «δημοκρατία της Βαϊμάρης».
Ανακοίνωσε (εμφανώς μετά το σάλο που προκλήθηκε και τους τριγμούς στην τρικομματική κυβέρνηση) ότι φέρνει «νομοθετικά μέτρα που βελτιώνουν και επικαιροποιούν το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο», ώστε «να καταδικάζει και να θέτει εκτός νόμου τον Ναζισμό, τα εγκλήματα του Ναζισμού γενικότερα και μάλιστα με ρητή αναφορά στο Ολοκαύτωμα».
Επικαλείται δε το πρόβλημα της παράνομης μεταναστεύσεως, που «δημιούργησε πολύ ευνοϊκό έδαφος για να εμφανιστεί ο εφιάλτης των νεοναζί» και φυσικά δεν παρέλειψε (με βάση τη θεωρία των άκρων) ότι η εκ μέρους της Αριστεράς «ιδεολογική τρομοκρατία που επιβλήθηκε για χρόνια - να μην μιλάμε, δηλαδή, για το πρόβλημα και να απαξιώνουμε όσους τολμούν να το θέτουν - οδήγησε επίσης στο δυνάμωμα των νεοναζί».
Παραδέχθηκε ότι «τέτοια εφιαλτικά φαινόμενα, όπως οι νεοναζί, δεν τα αντιμετωπίζεις όταν τα εξορκίζεις ή όταν τα αγνοείς, αλλά μόνον όταν εξαλείφεις τα αίτιά τους», στα οποία, όμως, αίτια απέφυγε να συμπεριλάβει ευθέως την οικονομική κρίση, η οποία μαστίζει τη χώρα και η οποία οφείλεται και στην πολιτική των μονοδρόμων λιτότητας.
Όμως, παρά τις διαβεβαιώσεις αυτές του πρωθυπουργού, είναι γεγονός ότι οι ναζιστικές προκλήσεις μένουν από το «γαλάζιο» επιτελείο αναπάντητες, καθώς δεν υπήρξε ούτε καν σχόλιο για:
- Τις δηλώσεις του κ. Χρήστου Παππά ότι «διαγκωνίζονται όλα αυτά τα πολιτικά περιττώματα, που παριστάνουν τους προέδρους της Βουλής στο ποιος θα φανεί πιο αντιχρυσαυγίτης», αναφερόμενος στο επεισόδιο με τον κ. Π. Ηλιόπουλο και τον Γιάννη Δραγασάκη.
- Τις δηλώσεις του κ. Ηλία Παναγιώταρου σε αυστραλιανό τηλεοπτικό κανάλι ότι το κόμμα του φιλοδοξεί στην Ελλάδα «να γίνει σαν τη Χεζμπολάχ του Λιβάνου», αλλά και να δηλώνει (όταν η συζήτηση άγγιξε το θέμα των αυτοκτονιών στη χώρα τα τελευταία χρόνια) ότι «αντί να αυτοκτονούν, θα έπρεπε να σκοτώσουν εκείνους που ευθύνονται για τα προβλήματά τους – τους τραπεζίτες, φυσικά».
- Τις δηλώσεις του κ. Δημ. Κουκούτση, που χαρακτήρισε ουσιαστικά προδότη τον ναύαρχο Νίκο Παππά (κυβερνήτη του αντιτορπιλικού «Βέλος») που αντιτάχθηκε στη χούντα, ενώ δήλωσε πως είναι κρίμα για τη Χρυσή Αυγή που δεν ζουν πρόσωπα όπως οι βασανιστές Μπάμπαλης και Μάλλιος, διότι –όπως υποστήριξε– θα αποδείκνυαν πως δεν υπήρξαν βασανισμοί αριστερών στο ΕΑΤ - ΕΣΑ.
- Την ενέργεια του κ. Ηλία Παναγιώταρου να γελοιοποιήσει οδηγό βυτιοφόρου από την ΠΓΔΜ, να του κολλήσει στο πρόσωπο το αυτοκόλλητο που υπήρχε στο όχημα και έγραφε ΜΚ (Μακεδονία), να τον λούσει με βρισιές και να τον ψεκάσει με σπρέι, κάνοντας γκράφιτι (!) όπως έγραψε αυτός που ανέβασε στο διαδίκτυο το βίντεο με το επίμαχο συμβάν.
Από τα πρόσφατα αυτά παραδείγματα και τη στάση της ΝΔ στο αντιρατσιστικό νομοσχέδιο, παρά την αναδίπλωσή της, καθίσταται σαφές ότι ο αντίπαλός της δεν είναι η «Χρυσή Αυγή», αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ και η Αριστερά, όπως δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι καταβάλλεται προσπάθεια να εξοστρακιστεί ακόμη και η μνήμη.
Γιατί τι άλλο μπορεί να σημαίνει η ένταξη του Σκοπευτηρίου της Καισαριανής, όπου οι ναζί εκτέλεσαν Έλληνες πατριώτες, στη λίστα με τα προς πώληση σε ιδιώτες 3.151 κρατικά φιλέτα;
Αλλά, αν τα ανωτέρω είναι εκτιμήσεις, η απάντηση του βουλευτή της ΝΔ Γιάννη Μιχελάκη στο ερώτημα γιατί η ΝΔ δεν προώθησε το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο, αρκεί για την επιβεβαίωσή τους:
«Κακά τα ψέματα, 400.000 Έλληνες που ψήφισαν («Χρυσή Αυγή») και αν υπολογίσεις και τις δημοσκοπήσεις που τους δείχνουν πιο αυξημένους, θα τους πεις ότι απαγορεύεται το οτιδήποτε;», είπε, αλλά σε αυτό το απαξιωτικό «οτιδήποτε», περιλαμβάνει προφανώς τα κηρύγματα μίσους της «Χρυσής Αυγής» και τα καλέσματα βίας, εναντίον οποιουδήποτε δεν ταιριάζει στις ακροδεξιές λογικές. Αναρωτήθηκε δε για τους ψηφοφόρους της «Χρυσής Αυγής» αν «οι άνθρωποι αυτοί έχουν γίνει ναζί και φασίστες;».
Ο δε κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της ΝΔ (και με γνωστό ακροδεξιό παρελθόν) Μάκης Βορίδης σημείωσε ότι πρέπει «να επαναδιεκδικήσουμε το ποσοστό των ψηφοφόρων της «Χρυσής Αυγής», γιατί δεν πιστεύουμε ότι ασπάστηκαν την ιδεολογία της».
Ο αρθρογράφος Κώστας Ιορδανίδης έγραψε στην «Καθημερινή» πως η «Χρυσή Αυγή» αναδεικνύεται, εκ των πραγμάτων, στο «κόμμα» γύρω από το οποίο περιστρέφεται το πολιτικό σύστημα της χώρας, σημειώνοντας ως «μεγάλο άθλο της Μεταπολιτεύσεως, τη δημιουργία των προϋποθέσεων ώστε να στρέψει τους Έλληνες πολίτες σε μιαν ακραία έκφανση της εθνικιστικής Δεξιάς».
Επεσήμανε ότι στη διάρκεια της τελευταίας τριετίας «ετρώθη η εθνική υπερηφάνεια των Ελλήνων» και ότι η διαχείριση της κρίσεως «δεν έγινε με όρους πατριωτικούς, αλλά ως απαίτηση επιβληθείσα από τρίτες δυνάμεις».
«Δεν έγινε αντιληπτό ότι η έξοδος από την κρίση εξαρτάται από «εθνική κινητοποίηση» και όχι από εκδηλώσεις νομιμοφροσύνης προς τους δανειστές. Διόλου παράδοξο ότι ο εθνικισμός αναζητεί διέξοδο και έκφραση», πρόσθεσε.
Σε άλλο του δε άρθρο, σημείωσε ότι η Αριστερά «παραβλέπει την πρωτόγονη εθνικιστική διάσταση της Χρυσής Αυγής, διότι (η Αριστερά) ιδεολογικά διεθνιστική, είναι ανίκανη να καλύψει τη βασική ανάγκη του Έλληνα πολίτη. Θεωρητικώς, (λοιπόν) το πρόβλημα θα έπρεπε να αντιμετωπισθεί από τη ΝΔ, που, όμως, ασχολείται κατ’ αποκλειστικότητα με τεχνικά προβλήματα οικονομίας».
Οι κυβερνώντες, παρά τις, κατόπιν εορτής, προσπάθειες του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ να παίξουν το αντιρατσιστικό χαρτί, δεν έχουν αντιληφθεί ότι ο κίνδυνος για το μέλλον προέρχεται από την άνοδο της «Χρυσής Αυγής», την αποθράσυνσή της και τον προϊόντα εκφασισμό της καθημερινότητάς μας και όχι από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Ο δε αρθρογράφος στο «Έθνος» Γιάννης Μεϊμάρογλου έγραψε ότι ένα μέρος των αντιρρήσεων (στον αντιρατσιστικό νόμο) «εκφράζεται από όσους υποτιμούν, έστω και άθελά τους, τον ναζιστικό κίνδυνο, με τη θεωρία της εξίσωσης των δύο άκρων. Η σύγκριση που επιχειρείται στη βάση της εξομοίωσης των εγκλημάτων του Χίτλερ με αυτά του Στάλιν, δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη σημερινή πραγματικότητα (...). Η δημοκρατική ανοχή στον φασισμό εξαντλήθηκε στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης».-