Από τον Κων. Αθ. Οικονόμου
Διδακτική ιστορία – περί ιεροσυλίας, θα τη λέγαμε – είναι ο μύθος του Ερυσίχθονα ή Αίθωνα. Ο Ερυσίχθων ήταν βασιλιάς στη Θεσσαλία, κατά την προομηρική εποχή, κάπου στο Δώτιο πεδίο (σημερινή περιοχή Αγιάς) και προέρχονταν από τη γενιά των Αιολιδών. Πατέρας του ήταν ο Τρίοπας και προπάπποι του ο Αθάμας και η Νεφέλη. Κύριες πληροφορίες για τη μυθική ιστορία του παίρνουμε από ένα Λατίνο συγγραφέα, τον Οβίδιο, δείγμα κι αυτό της μεγάλης διασποράς των ιδεών του ελληνικού Μύθου, των ελληνικών γραμμάτων, γενικά του πολιτισμού, σ’ όλους τους λαούς της Μεσογείου.
Ο Ερυσίχθων, για να επανέλθουμε στην ιστορία μας, φερόταν με καταφρόνια, αλαζονεία και ασέβεια στους θεούς, ενώ ποτέ δεν έκανε θυσίες σ’ αυτούς. Ήταν ένας άθεος της εποχής του. Μια μέρα μάλιστα μπήκε στο ιερό δρυόδασος της θεάς Δήμητρας, κάπου στη Λακέρεια, και σώριαζε σε άψυχα κούτσουρα τα ιερά δέντρα. Στην καρδιά του δάσους υπήρχε μια πελώρια βελανιδιά που το ύψος της επισκίαζε μεγάλη έκταση του δάσους. Αυτό το δέντρο οι πιστοί της θεάς το στόλιζαν με κορδέλες και στίχους, τάματα και γιρλάντες για να ευχαριστήσουν τη θεά Δήμητρα για τις ευεργεσίες της.
Μόλις πρωτοαντίκρισε ο Ερυσίχθων αυτό τον γίγαντα του δάσους, αδιαφορώντας για την ανόσια ατιμία που θα επιχειρούσε, διέταξε τους δούλους του να το κόψουν. Βλέποντας όμως ότι οι δούλοι στέκονταν με κατεβασμένα χέρια και το πρόσωπο προς τη γη, αδυνατώντας να εκτελέσουν τέτοια διαταγή, αγρίεψε και πήρε στα χέρια του το πελέκι ξεστομίζοντας τα παρακάτω λόγια: «Είτε αυτό το δέντρο είναι αγαπητό στη θεά, είτε είναι η ίδια η θεά, τώρα η κορφή του θ’ αγγίξει το χώμα». Και άρχισε να χτυπάει με λύσσα τον κορμό του. Η βελανιδιά βόγκηξε, χλωμιάσανε τα φύλλα και τα κλαδιά της κι απ’ τις «πληγές» που έκανε το τσεκούρι, αίμα ποτάμι έτρεξε. Όλοι τρόμαξαν, μάλιστα ένας δούλος βλέποντας αυτό άρπαξε στον αέρα το οπλισμένο με το τσεκούρι χέρι του βέβηλου γιου του Τρίοπα. Όμως ο Ερυσίχθων, εκτός εαυτού πια, μούγκρισε γεμάτος ειρωνεία: «πάρε του ευλαβικού σου ζήλου την τιμή!» και με μια τσεκουριά του έκοψε το κεφάλι.
Ύστερα, αδιαφορώντας για την ανθρωποκτονία, συνέχισε το ανόσιο έργο του καταφέρνοντας απανωτά χτυπήματα στο δέντρο. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε μες από τον κορμό της δρυός η φωνή μιας Δρυάδας Νύμφης που προανήγγειλε την τιμωρία του δράστη αμέσως μετά το ξεψύχημά της: «Η τιμωρία σου δεν θα αργήσει κι ο θάνατός σου για το δικό μου θάνατο θα με παρηγορήσει». Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια της Νύμφης της Δήμητρας. Όμως ο Ερυσίχθων κωφεύοντας, μετά από συνεχόμενα χτυπήματα καταφέρνει με τη βοήθεια σχοινιών να γκρεμίσει το θεόρατο αυτό δέντρο. Με την πτώση του συνέθλιψε κάτω από το βάρος του και μεγάλο τμήμα του δάσους που αποτελούνταν από νεαρότερες βελανιδιές. Τότε με θρήνους οι Δρυάδες κατέφυγαν στην προστάτιδά τους θεά και ζήτησαν τη σκληρή τιμωρία του ενόχου. Η θεά Δήμητρα δέχτηκε και, χωρίς χρονοτριβή, εφηύρε μια πολύ σκληρή ποινή. Τον καταδίκασε να βασανίζεται συνέχεια από τρομερή και ανικανοποίητη πείνα.
Έτσι, την ίδια νύχτα, ένας σίφουνας αέρα σταλμένος από τη θεά άφησε στα σκαλιά του παλατιού του Ερυσίχθονα την ίδια την Πείνα προσωποποιημένη. Η Πείνα, μπαίνοντας στο παλάτι, κατευθύνθηκε στο κρεβάτι του ανόσιου βασιλιά. Εκεί με τα φτερά της τον σκέπασε και με το βρωμερό της χνώτο, γέμισε την ανάσα του, το στόμα του το λαρύγγι του, τα σωθικά του όλα, φυτεύοντάς του μια φρικτή λιγούρα. Μετά απ’ αυτό επέστρεψε στην άγονη σπηλιά της, κάπου μακριά στην ερημιά. Μέσα στον ύπνο του ο δυστυχής Ερυσίχθων, νιώθοντας ότι πεινάει, αρχίζει ν’ ανοιγοκλείνει το στόμα του ξανά και ξανά, χτυπώντας τα δόντια του και καταπίνοντας αέρα. Σε μια στιγμή ξυπνάει απ’ την άγρια πείνα του και δίνει διαταγή να βρουν ότι υπάρχει φαγώσιμο σε αέρα, γη, θάλασσα και να του το φέρουν. Κι ενώ είχε γύρω του πιατέλες απ’ ό,τι φαγώσιμο βάζει ο νους, αυτός ζητούσε να του φέρουν κι άλλα, κι άλλα. Κι όσο μασούσε βιαστικά και κατάπινε, όλο πιο λαίμαργος κι αχόρταγος γινόταν. Έτρωγε σε λίγα λεπτά της ώρας φαγητά που θα έφταναν να θρέψουν πολιτείες ολάκερες, κι όλο πεινούσε λες κι η κοιλιά του ήταν άβυσσος, που όσο τη γέμιζε με τροφές, άλλο τόσο βαθύτερη γινόταν, ενώ παρ’ όλα τούτα συνεχώς αδυνάτιζε.
Εξαιτίας της ακόρεστης πείνας του ξεπούλησε το βασίλειό του κι όλη του την περιουσία μα και πάλι δεν χόρταινε. Σκέφτηκε μάλιστα να πουλήσει την ίδια την κόρη του Μήστρα για να βρει κι άλλα φαγητά, αλλά ο Ποσειδών, σύμφωνα με μια εκδοχή, την προστάτεψε μεταμορφώνοντάς την σε γέρο ψαρά. Μη μπορώντας να κορέσει την ανίκητη πείνα του, τελικά καταβροχθίζοντας τις ίδιες του τις σάρκες, βρήκε την ανάπαυση στον θάνατο.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι στην αρχαία Ελληνική Γλώσσα έρυσις σημαίνει πληγή ή κόκκινο και χθών σημαίνει γη, οπότε το όνομα Ερυσίχθων σημαίνει πληγή ή αίμα της γης. Άλλωστε η ανθρώπινη απληστία δεν είναι η πληγή της Γης, που κάνει τον σύγχρονο άνθρωπο να τρώει τις σάρκες του και να καταστρέφει τον πλούτο της; Διδακτική ιστορία, αν μη τι άλλο.
Με τον μύθο ασχολήθηκαν, πλην του Οβίδιου, ο Καλλίμαχος στον 6ο ύμνο του προς τη Δήμητρα, ο Λυκόφρων και ο Νίκανδρος
* Ο Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου είναι δάσκαλος του 32ου Δημοτικού Σχολείου, συγγραφέας