Του Κώστα Γιαννούλα
Οι καθηγητές Β’/βάθμιας Εκπ/σης αποτελούν έναν κλάδο εργαζομένων με μεγάλη παράδοση στους απεργιακούς αγώνες. Εν τούτοις οι αγώνες αυτοί δεν φημίζονται για την αποτελεσματικότητά τους γι’ αυτό και χρόνο με τον χρόνο πολλαπλασιάζονται, αντί να επιλύονται και να μειώνονται τα προβλήματα, που αντιμετωπίζουν και οι ίδιοι οι καθηγητές και η εκπαίδευση γενικότερα. Οι λόγοι; Πολλοί, σταχυολογώ μερικούς που έχουν να κάνουν με τη δική τους ευθύνη.
Πρώτα-πρώτα, η παραταξιακή λογική και οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ προοδευτικών και μη δυνάμεων έχουν προ πολλού τορπιλίσει την ενότητα του κλάδου και έβλαψαν την αποτελεσματικότητα των αγώνων του, αφού, χρόνια τώρα, η μια παράταξη επιχειρεί με λόγια και πράξεις να εκθέτει και να κερδίζει τις εντυπώσεις σε βάρος της άλλης.
Το ιδεολογικό σκεπτικό, επίσης, που προτάσσεται κάθε φορά του διεκδικητικού πλαισίου των αιτημάτων στις εισηγήσεις της ΟΛΜΕ, είθισται να μην είναι ενωτικό, αφού διακατέχεται συνήθως από έναν επαναλαμβανόμενο στείρο αριστερό αρνητισμό και από τη λογική του να μην αλλάξει σχεδόν τίποτε, που απηχεί κατά βάση τις απόψεις μιας μερίδας μόνο συναδέλφων, γεγονός που λειτουργεί αποτρεπτικά για τη συσπείρωση της μεγάλης πλειοψηφίας των καθηγητών.
Αλλά και η κατάχρηση του μέτρου της απεργίας χωρίς κλιμάκωση και προοπτική και μάλιστα με μικρή συμμετοχή του κλάδου έβλαψε και αποδυνάμωσε τους αγώνες. Σ’ αυτό συνετέλεσαν και οι καταστατικές ρυθμίσεις, που επιτρέπουν λήψη αποφάσεων για απεργία όχι υποχρεωτικά με διαδικασίες διευρυμένης βάσης αλλά και με αποφάσεις των μελών διοικητικών συμβουλίων, που είχαν σαν αποτέλεσμα να ξεκοπεί η συνδικαλιστική ηγεσία απ’ το σώμα των καθηγητών.
Μεγάλη συμβολή σ’ αυτή την εξέλιξη είχε και ο κυβερνητικός καθώς και ο κομματικός συνδικαλισμός, που είχε ως συνέπεια πολλοί συνδικαλιστές να γίνουν τα μακριά χέρια των κομμάτων και υπηρέτες των επιλογών τους, ταυτίζοντας τον ρόλο του συνδικαλιστή μ’ αυτόν του κομματικού στελέχους προς ίδιον όφελος πολλές φορές, με αποτέλεσμα να χαθεί η αξιοπιστία τους και η εκτίμηση εκ μέρους των συναδέλφων τους.
Κοντά σ’ όλα αυτά πρέπει να προσθέσει κανείς ότι και το διεκδικητικό πλαίσιο των αιτημάτων, χρόνια τώρα, παραμένει γενικόλογο, επιρρεπές στη συνθηματολογία και ξεκομμένο από τις εξελίξεις μιας κοινωνίας, που αλλάζει με γρήγορους ρυθμούς, πολλές φορές με αιτήματα μαξιμαλιστικά και πανδημοσιοϋπαλληλικά και όχι καθαρά κλαδικά, τα οποία, ως εκ τούτου, δεν συγκινούν ιδιαίτερα πάρα πολλούς απ’ τους συναδέλφους.
Αν λάβει, μάλιστα, κανείς υπόψη του και το γεγονός ότι ακόμη και στις διαπραγματεύσεις με την εκάστοτε πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας το Δ.Σ. της ΟΛΜΕ συνήθως αποτυγχάνει να προωθήσει την επίλυση κάποιων θεμάτων, γιατί συνήθως ακολουθεί την τακτική του «ή όλα ή τίποτε», αντιλαμβάνεται, γιατί έχουν εκφυλισθεί οι αγώνες των καθηγητών και η αποτελεσματικότητά τους, γιατί λιμνάζουν τα προβλήματα και επιδεινώνεται η κατάσταση στην εκπαίδευση.
Αδιάψευστο μάρτυρα για όσα υποστηρίζω αποτελεί και η τελευταία απόπειρα για απεργία των καθηγητών μέσα στις πανελλήνιες εξετάσεις και τα όσα διαμείφθηκαν μέχρι την αναστολή της, τα οποία κρίνω σκόπιμο να μην τα σχολιάσω περισσότερο, αφού τα γεγονότα μίλησαν από μόνα τους. Σίγουρα, πάντως, η επιστράτευση βόλεψε τους πάντες.
Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες και εφόσον η συνδικαλιστική ηγεσία δεν αλλάξει τακτική, η εκάστοτε πολιτική ηγεσία θα λύνει και θα δένει κατά το δοκούν και οι καθηγητές θα αγωνίζονται για ένα πουκάμισο αδειανό.