Του Νίκου Ι. Μεγαδούκα
Οι τελευταίες εξελίξεις στο θέμα του περιβόητου αντιρατσιστικού νομοσχεδίου και η παραπομπή του στις ελληνικές καλένδες, (εκτός κι αν συμφωνήσουν διαφορετικά στη σημερινή συνάντησή τους οι κ. Σαμαράς, Βενιζέλος και Κουβέλης) δείχνουν ότι πίσω από την υπόθεση κρύβεται η σύγκρουση δύο γραμμών στο εσωτερικό της ΝΔ, σχετικά με την αντιμετώπιση του ναζιστικού φαινομένου.
Σύμφωνα με τη μία γραμμή, πρέπει να αντιμετωπιστεί με κάθε τρόπο (πολιτικό, ιδεολογικό, νομοθετικό) ο πυρήνας και οργανωτής των ρατσιστικών εγκλημάτων, αλλά, σύμφωνα με την άλλη, πρέπει να μείνει ανοιχτή η δίοδος προς τη «Χρυσή Αυγή», με το σκεπτικό ότι δεν πρέπει να αποκλειστεί και κάποιου είδους συνεργασία των «εθνικοφρόνων δυνάμεων» στο μέλλον, προκειμένου να αναχαιτιστεί η δυναμική της Αριστεράς.
Στην «Εφημερίδα των Συντακτών» εγράφη ότι «πίσω από όλα αυτά βρίσκεται ένας μικροπολιτικός υπολογισμός. Μην κακοκαρδίσουμε τη «Χρυσή Αυγή», γιατί χρειαζόμαστε και την ίδια και τους ψηφοφόρους της. Δεν είναι πρώτη φορά που η συντηρητική παράταξη βρίσκεται υποχρεωμένη να στηριχτεί στην Ακροδεξιά, προκειμένου να διατηρήσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία».
Θύμισε δε ότι από τη Μεταπολίτευση, αυτή ήταν η στρατηγική που είχε χαράξει ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, προκειμένου να εξουδετερώσει τον κίνδυνο δημιουργίας ενός ξεχωριστού και βιώσιμου ακροδεξιού πόλου, αλλά, προσθέτει, υπάρχει μια μεγάλη διαφορά: «Μέχρι τώρα οι ηγεσίες της συντηρητικής παράταξης εξασφάλιζαν την ηγεμονία των δικών τους απόψεων και συνήθως απλώς ανέχονταν τη συνεργασία με φιλοβασιλικά ή φιλοχουντικά στελέχη. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε υιοθετήσει ως κόκκινη γραμμή την πολιτική εξουδετέρωση του Κωνσταντίνου Γλύξμπουργκ και τη μη αμνήστευση των πραξικοπηματιών. Ο Κώστας Καραμανλής στηρίχτηκε στη θεωρία του «μεσαίου χώρου» που οδήγησε τον Καρατζαφέρη στην αποχώρηση και τη δημιουργία του ΛΑΟΣ. Τώρα ο Αντώνης Σαμαράς επιχειρεί να προσεγγίσει την πιο ακραία μορφή Ακροδεξιάς, που έχει εμφανιστεί από τη Μεταπολίτευση, τη ναζιστική οργάνωση, ως ενδεχόμενο εταίρο. Αλλά όποια μορφή και αν πάρει η συμμαχία αυτή (από συνεργασία έως άτυπη ανοχή), δεν είναι δυνατόν να έχει το πάνω χέρι η φιλελεύθερη πτέρυγα της Δεξιάς».
Ακόμη, όμως, και η «Καθημερινή» έγραψε για το επίμαχο νομοσχέδιο ότι «στενοί συνεργάτες του κ. Σαμαρά εκτιμούν πως με την παρούσα του μορφή, όχι μόνο δεν θα συμβάλει στην πολιτική αντιμετώπιση της «Χρυσής Αυγής», αλλά θα διαταράξει ανεπανόρθωτα τις σχέσεις της ΝΔ με δύο από τους βασικούς πυλώνες πολιτικής επιρροής της, την Εκκλησία και τις Ένοπλες Δυνάμεις, ενώ θα προκαλέσει και την έντονη αντίδραση του ΚΚΕ».
Είναι εμφανές ότι ο ασκός του Αιόλου έχει ανοίξει.
Η καθημερινή προβολή των «κατορθωμάτων» των «λεβεντόπαιδων με τις μαύρες μπλούζες» από συστημικά ΜΜΕ (ιδιαίτερα δε από το «Πρώτο Θέμα» ή και το «Σκάι» διά του Γιώργου Τράγκα) έχει ενισχύσει το κόμμα του Νίκου Μιχαλολιάκου, σε σημείο μάλιστα που στη ΝΔ φοβούνται μήπως, στις προσεχείς εκλογές, χάσουν την πρώτη θέση στην Α’ και τη Β’ Περιφέρεια Αθηνών…
Στην ΝΔ ορισμένοι φρονούν ότι πρέπει να αντιμετωπιστεί η «Χρυσή Αυγή» ως βασικός πολιτικός αντίπαλος, αλλά οι σκληροί δεξιοί εκτιμούν ότι η συνεχής στοχοποίηση του εν λόγω κόμματος και η προβολή των βουλευτών του, όχι μόνον δεν το αποδομούν, αλλά αντιθέτως ενισχύουν τα ποσοστά του, ενώ θέλουν να υπάρχει κι ένα παράθυρο ανοιχτό προς το συγκεκριμένο χώρο…
Σύμφωνα, πάντως, με πολλούς αναλυτές, αν οι δημοσιογράφοι κάνουν καλά τη δουλειά τους και ρωτούν τα στελέχη της «Χρυσής Αυγής» για πολιτικές θέσεις και προτάσεις, τότε αυτά θα αναγκαστούν να μιλήσουν για την οικονομία, την υγεία ή την παιδεία και έτσι θα είναι εύκολο να εκτεθούν και να αντιληφθεί η κοινή γνώμη ότι δεν έχουν καμία ουσιαστική πρόταση, πέραν ενός τσαμπουκά και μιάς δήθεν αντισυστημικής στάσεως.
Την ίδια στιγμή, το ΠΑΣΟΚ με τη στάση του υπέρ του νομοσχεδίου Ρουπακιώτη, βλέπει μια «χρυσή ευκαιρία» ώστε να πάρει αποστάσεις από τη «συντηρητική» πολιτική της ΝΔ και λέγεται ότι είναι αποφασισμένο να διατηρήσει ψηλά στην ατζέντα το θέμα αυτό, τουλάχιστον σε επίπεδο ρητορικής. Ήδη δε έκανε την πρώτη υποχώρηση, καθώς ο Ευ. Βενιζέλος επί της ουσίας αποδέχεται τροποποιήσεις, καθώς δήλωσε ότι «κάποια επιμέρους ζητήματα, θα αντιμετωπιστούν «τάχιστα» από τους αρχηγούς που στηρίζουν την κυβέρνηση».
Το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ, που φρονούν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πιθανώς θα εγκαταλείψει το δίπολο «μνημόνιο - αντιμνημόνιο» για να μπορεί να επιτεθεί στη «Χρυσή Αυγή» (οι ψηφοφόροι της οποίας είναι φανατικοί αντιμνημονιακοί) ναι μεν θεωρούν μονόδρομο το χτύπημα του νεοναζισμού, αλλά η κριτική τους «αποδεικνύεται αναποτελεσματική, καθώς αμφότεροι απευθύνονται σε ακροατήριο με κεντροαριστερές καταβολές», έγραψε η «Καθημερινή».
Ο ΣΥΡΙΖΑ αντιμετωπίζει με έκδηλο προβληματισμό και αμηχανία τη δημοσκοπική άνοδο της «Χρυσής Αυγής», αλλά κι αυτός έχει πέσει στην παγίδα να αναγκάζεται να απαντά και να απολογείται για την ανιστόρητη και επικίνδυνη «θεωρία των άκρων», που προωθεί η σκληρή ομάδα της ΝΔ.
Η Κουμουνδούρου επιμένει να απαντά στα όσα της προσάπτει η «Ομάδα Αλήθειας» της λεωφόρου Συγγρού και να μετέχει σ’ αυτό τον φαύλο κύκλο της αντιπαραθέσεως, μιας αντιπαραθέσεως που είναι μακριά από τις ανάγκες της κοινωνίας, ενώ ταυτόχρονα θεωρεί πως οι εξελίξεις περί το συγκεκριμένο νομοθέτημα «δεν αφήνουν αμφιβολίες για το ότι η κυβέρνηση βρίσκεται υπό την ομηρία της Χρυσής Αυγής».
Ο υπουργός της Δικαιοσύνης έχει, εν πάση περιπτώσει, καλέσει τα κόμματα του δημοκρατικού τόξου να συμπράξουν, εναντίον του κινδύνου του νεοναζισμού και να αναζητηθούν συγκλίσεις, ώστε να αντιμετωπιστεί ο κίνδυνος αμφισβητήσεως του στενού πυρήνα της Δημοκρατίας και αλλοιώσεως των θεσμών.
«Πρέπει να αντιληφθούμε ότι υπάρχουν ακατέργαστα υλικά που μπορεί να ωθήσουν σε συναντήσεις πολιτικών σχηματισμών, που και μέσα στο Κοινοβούλιο υμνούν τον Χίτλερ», είπε ο Α. Ρουπακιώτης.
Πέραν βεβαίως από την ανάγκη να καλλιεργηθεί συνείδηση στην ίδια την κοινωνία (αν και αυτό στην παρούσα συγκυρία μοιάζει πολύ δύσκολο εγχείρημα) το ζητούμενο είναι οι δημοκρατικές δυνάμεις να παραμερίσουν τους διαγκωνισμούς, τα μικροκομματικά τεχνάσματα, τον λαϊκισμό και τις όποιες ακρότητες, η κυβέρνηση να εγκαταλείψει την ανιστόρητη θεωρία των δύο άκρων και άπαντες να αντιληφθούν ότι το φασισμό δεν τον εκτρέφει όποιος διαφωνεί με το Μνημόνιο, αλλά τον εκτρέφει το ίδιο το μνημόνιο, το οποίο, εκτός των άλλων, έχει ταπεινώσει τον ελληνικό λαό.
«Είχα τρομερές εμπειρίες κατά τις διαπραγματεύσεις με την Τρόικα, τις οποίες θα θυμάμαι για πάντα. Χρειάστηκε να μάθω να κατανοώ ότι πρέπει να διαπραγματεύομαι ως εκπρόσωπος μιας χρεοκοπημένης χώρας και να κάθομαι απέναντι στους πιστωτές, οι οποίοι έχουν όλη τη δύναμη. Οι Έλληνες πρέπει να ανακτήσουν την αυτοπεποίθησή τους, οι ταπεινώσεις πρέπει να έχουν ένα τέλος», δήλωσε ο Αντώνης Μανιτάκης στο περιοδικό «Spiegel».
Αν, λοιπόν, οι πολικοί μας ταγοί αντιληφθούν ότι πρέπει οι ταπεινώσεις του λαού να λάβουν τέλος, αν οι κυβερνώντες αντιληφθούν ότι η ισοπεδωτική τακτική της ταυτίσεως των νεοναζί με την αριστερή αντιπολίτευση (τακτική που πιστεύουν ότι βοηθά στην απενοχοποίηση της ελλαδικής ιθύνουσας τάξεως για τις ευθύνες της για τα σημερινά αδιέξοδα και για τη συνέχιση του μνημονίου) και αν υπάρξει έξοδος από το Μνημόνιο, τότε, σε μεγάλο βαθμό, θα έχουν εξαλειφθεί και οι λόγοι αναβιώσεως και ενθαρρύνσεως του φασιστικού φαινομένου και έτσι δεν θα υπάρχει λόγος ούτε καν συζητήσεων για νέα «ιδιώνυμα».