Του Χάρη Ανδρεόπουλου*
Το νέο βιβλίο του μητροπολίτου Αρκαλοχωρίου κ. Ανδρέα Νανάκη δεν αποτελεί μια επιστημονική μονογραφία μόνον, σαν τις πολλές αντίστοιχες που μας έχει χαρίσει υπό την ιδιότητα του καθηγητού Εκκλησιαστικής Ιστορίας του Νεωτέρου Ελληνισμού στο Τμήμα Θεολογίας του ΑΠΘ. Ολοκληρώνοντας κανείς την ανάγνωση αυτού του βιβλίου νιώθει πλουσιότερος σε γνώσεις ιστορικές αλλά και κατακλύζεται από συναισθήματα, τα οποία έχουν την προσωπική σφραγίδα του συγγραφέως αλλά δεν αφορούν μόνον σ’ αυτόν. Αφορούν μια πολυβασανισμένη γενιά του Ελληνισμού, τη γενιά της προσφυγιάς του ‘23, τους Ρωμιούς, οι οποίοι μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή αναγκάσθηκαν ν’ αφήσουν πίσω τους χώματα ιερά της Ρωμιοσύνης, πατρίδες ευλογημένες και δοξασμένες, που έμειναν και παραμένουν αλησμόνητες. Ενενήντα χρόνια (1923 – 2013) μετά τον ξεριζωμό ο μητροπολίτης Αρκαλοχωρίου κ. Ανδρέας γράφει, προκειμένου, όχι απλώς να συμβάλει στη διατήρηση αυτής της μνήμης της πονεμένης Ρωμιοσύνης, αλλά για να την εμπλουτίσει ιστορικά και να την τονώσει συναισθηματικά. Παράλληλα δε για να επισημάνει ότι και ο αιώνας που διανύουμε μαστίζεται και δοκιμάζεται από προσφυγικά ατελεύτητα, καθώς το δράμα της προσφυγιάς βιώνεται από χιλιάδες συνανθρώπων μας σ’ όλο τον πλανήτη και να τονίσει το χρέος μας, ως χριστιανών, να πλησιάζουμε και να διακονούμε τους πρόσφυγες συνανθρώπους μας, με πρότυπο τον Χριστό, τον «εκ βρέφους ως ξένον ξενωθέντα εν κόσμω».
Ο τίτλος του νέου βιβλίου, το οποίο κυκλοφόρησε προσφάτως από τις εκδόσεις Αντ. Σταμούλη της Θεσσαλονίκης είναι: «Μικρά Ασία. Προσφυγικά ατελεύτητα». Πρόκειται για ένα ιστορικό πόνημα που αρθρώνεται σπονδυλωτά με μια σειρά μικρασιατικών κειμένων του συγγραφέα, στα οποία καταγράφεται σύνολη η πορεία, η πνευματική και πολιτισμική κυριαρχία του μικρασιατικού Ελληνισμού, όπως αυτή εκφράσθηκε, με κέντρο την Κωνσταντινούπολη, στους αιώνες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αλλά και μετά την Αλωση (1453) και μέχρι το διάστημα πριν τη Μικρασιατική Καταστροφή (1922), όταν, παρά τους κατά καιρούς διωγμούς ο Ελληνισμός, το Γένος μας, εξακολουθούσε να ζει, να δημιουργεί και να διαφυλάττει την πολιτιστική και πνευματική παρακαταθήκη της Ρωμιοσύνης με πόλο αναφοράς και στήριγμα το Οικουμενικό μας Πατριαρχείο, σε ρόλο εθναρχούσας Εκκλησίας.
Το βιβλίο το οποίο αποτελείται από επτά κεφάλαια και 240 σελίδες συνολικά πραγματεύεται καίρια εκκλησιαστικά, πολιτικά, ιδεολογικά και κοινωνικά δρώμενα που σημάδεψαν στο διάβα της ιστορίας την πορεία του μικρασιατικού Ελληνισμού, με επίκεντρο την εποχή που διαμόρφωσε τις ιδεολογικοπολιτικές συνθήκες που οδήγησαν στη Μικρασιατική Καταστροφή όσο και τη μετά ταύτα περίοδο για το δράμα που βίωσαν οι πρόσφυγες και τα προβλήματα προσαρμογής που αντιμετώπισαν αναφορικώς με την ενσωμάτωσή τους στον εθνικό κορμό.
Ξεχωριστό κεφάλαιο αφιερώνεται για τον Ποντιακό Ελληνισμό, και το πλούσιο πολιτιστικό παρελθόν του, όπως αυτό αποτυπώθηκε μέσα από την ποντιακή διάλεκτο, τα λαμπρά εκκλησιαστικά του καθιδρύματα, όπως η Παναγιά του Σουμελά, ο άγιος Γεώργιος του Περιστερεώτα, το περίλαμπρο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας που σταμάτησε τη λειτουργία του με τη Μικρασιατική Καταστροφή, η οποία σηματοδότησε την τελευταία πράξη της τραγωδίας με την οποία ολοκληρώθηκε η γενοκτονία (1914 – 1922) των Ελλήνων του Πόντου. Ο μητροπολίτης Αρκαλοχωρίου κ. Ανδρέας εκτιμώντας ότι η ιστορία του Ποντιακού Ελληνισμού δεν διδάσκεται επαρκώς στο σημερινό σχολείο εισηγείται την αλλαγή του πλαισίου της διδακτέας ύλης στο ιστορικό μάθημα, θεωρώντας ότι ένα ιστορικό παρελθόν με πολιτιστικό μέγεθος όπως αυτό του Ποντιακού Ελληνισμού, θα πρέπει να αναδειχθεί και καταστεί διδακτέα ύλη στα σχολεία, έτσι ώστε τα πρόσωπα, η γλώσσα, τα μνημεία, τα εκκλησιαστικά καθιδρύματα ν’ αποτελέσουν εθνικά σύμβολα και σημεία εθνικής αναφοράς για την ιστορία του χθες και του απωτέρου παρελθόντος του εθνοκρατικού συνόλου που θα εδράζεται σε μια τόσο εύσχημη ιστορία, όπως αυτή του Ποντιακού Ελληνισμού.
Σε ιδιαίτερο, επίσης, κεφάλαιο καταγράφονται ζητήματα αναφορικά με τα προβλήματα κοινωνικής εντάξεως που αντιμετώπισαν εγκαθιστάμενοι στην Ελλάδα οι προσφυγικοί πληθυσμοί των Ρωμιών των οποίων τη μεγάλη αγάπη στη γενέτειρα γη και τη βαθιά προσήλωση στη θρησκευτική πίστη επισημαίνει ο συγγραφέας, μέσα από προσωπικά του βιώματα με πρόσφυγες της πρώτης γενιάς. Οντας ο ίδιος Αλατσατιανός (Αλάτσατα: πόλη κειμένη στη χερσόνησο της Ερυθραίας απέναντι από τη Χίο, σε απόσταση 10 περίπου χλμ. από τον Τσεσμέ / Κρήνη) στην καταγωγή, εκ μητρός, ο μητροπολίτης Αρκαλοχωρίου έχοντας βιώσει την καθημερινή ζωή του προσφυγικού συνοικισμού Ατσαλένιου – Νέων Κλαζομενών στο Ηράκλειο, στον οποίο γεννήθηκε και μεγάλωσε θα τονίσει ότι ο όρος «πατρίδα» μπορεί να σημαίνει για τους πρόσφυγες και την εθνική επικράτεια, πρωτίστως, όμως, ή και παράλληλα, η πατρίδα σηματοδοτεί τον τόπο της γεννήσεώς τους και τον πλησιόχωρο προς αυτόν τόπο, ενώ για το θρησκεύειν τους θα υπογραμμίσει ότι «η σχέση τους με την Εκκλησία ήταν όπως η αναπνοή μας ή η ανάγκη να πιούμε νερό. Ηταν πολιτισμός, παράδοση. Ηταν λιβάνι, θυμίαμα, νηστεία, προσευχή, λειτουργία, εσπερινός και χαιρετισμοί της Παναγιάς...». Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι σε ιστορικό αφιέρωμα που υπάρχει στο βιβλίο για τους αρχιερείς από τ’ Αλάτσατα συμπεριλαμβάνεται αναφορά και για τον μακαριστό Μητροπολίτη Ελασσώνος Ιάκωβο Μακρυγιάννη (1910 – 1971), ο οποίος υπήρξε ο μόνος Αλατσατιανός αρχιερέας που εξελέγη από την Εκκλησία της Ελλάδος. Εποίμανε τη Μητρόπολη Ελασσώνος από το 1956 προσφέροντας αξιόλογο πνευματικό και κοινωνικό έργο (δημιουργία οικοτροφείου για απόρους μαθητές, κατασκηνώσεων, κέντρου νεότητος, φιλόπτωχο ταμείο, κ.ά.), μέχρι το 1967, οπότε παραιτήθηκε πιεσθείς προς τούτο υπό της τότε στρατιωτικής κυβερνήσεως, όπως ο ίδιος ανέφερε σε κείμενό του που εμπιστεύθηκε στον Ελασσονίτη δημοσιογράφο Ι. Αδάμο, ο οποίος μια δεκαετία μετά το θάνατό του μητροπολίτου (1971) το δημοσίευσε στην «Ελευθερία» (13.03.1981).
* Ο Χάρης Ανδρεόπουλος (xaan@theo.auth..gr) είναι θεολόγος καθηγητής Β’/βάθμιας Εκπαίδευσης