Από τον Δημήτρη Νούλα
Σε λίγες ημέρες αρχίζει (;) ο Γολγοθάς των Γενικών Εξετάσεων με τις οποίες ολοκληρώνεται η μεγάλη, επίπονη και αγχώδης προσπάθεια μακράς διαρκείας υποψηφίων, γονέων και εκπαιδευτικών, ώστε να διαπιστωθεί ποιοι θα εισαχθούν και ποιες θέσεις θα καταλάβουν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Στις Γενικές Εξετάσεις συμμετέχει και το σύνολο σχεδόν των εκπαιδευτικών της δεύτερης βαθμίδας εκπαίδευσης είτε ως επιτηρητές και μέλη Λυκειακών επιτροπών στα εξεταστικά κέντρα είτε ως συντονιστές, βαθμολογητές και υποστηρικτικό προσωπικό στα βαθμολογικά κέντρα είτε ως μέλη της Κεντρικής Επιτροπής Γενικών Εξετάσεων (ΚΕΓΕ) που είναι υπεύθυνη για την εξαγωγή των θεμάτων στα οποία εξετάζονται οι μαθητές των τριών κατευθύνσεων.
Η υποδειγματική διεξαγωγή επί πολλά έτη των Γενικών Εξετάσεων, που, ως θεσμό, όλοι τον αποδέχονται ως αδιάβλητο και αντικειμενικό και όπου εμπλέκεται ένας μεγάλος όγκος μαθητών και εκπαιδευτικών λειτουργών του Δημοσίου, φανερώνει το υψηλό αίσθημα ευθύνης αλλά και τη μεγάλη ευαισθησία και τον σεβασμό των καθηγητών προς τον μόχθο της μαθητιώσας νεολαίας ιδιαιτέρως στις κρίσιμες αυτές ημέρες. Γι’ αυτό τον λόγο οι τελευταίοι, στο παρελθόν, πολύ σπανίως αποφάσιζαν να «κατεβάσουν τον διακόπτη» δηλαδή πολύ σπανίως κατέφευγαν σε κινητοποιήσεις στη διάρκεια των εξετάσεων.
Είναι περιττό δε να υπενθυμίσουμε ότι οι αμοιβές, γι’ αυτή την-υψηλής ευθύνης και έξω από τα συνήθη καθήκοντα-αποστολή, είναι αστείες και δεν φτάνουν (κατά μέσο όρο) τα 150 ευρώ για όλες τις ημέρες επιπρόσθετης εργασίας ενώ την ίδια περίοδο συμμετέχουν στις ενδοσχολικές εξετάσεις και στις άλλες γραφειοκρατικές υποχρεώσεις του σχολείου. Φυσικά δεν γίνεται καμιά σύγκριση με τις αμοιβές άλλων κλάδων, για έξω από τα συνήθη απασχόληση, όπως ήταν π.χ. η συμμετοχή σε διάφορες επιτροπές και υποεπιτροπές ή Δ.Σ. αχρείαστων οργανισμών του πελατειακού κράτους.
Ωστόσο κανένας δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι τα πράγματα είναι ιδανικά στον χώρο της εκπαίδευσης κι ότι όλα κυλούν ρολόι. Τουναντίον κι εδώ έχουν αναπτυχθεί παραλειτουργίες) για τις οποίες όμως δεν είναι υπεύθυνοι οι εκπαιδευτικοί ή μόνο αυτοί. Όπως δεν είναι υπεύθυνοι για την αναποτελεσματικότητα σύλληψης της φορολογητέας ύλης οι εφοριακοί ή μόνο αυτοί, της επαρκούς αστυνόμευσης οι αστυνομικοί, της γρήγορης απονομής δικαιοσύνης οι δικαστικοί λειτουργοί κ.ο.κ.
Είναι γνωστό, για παράδειγμα, ότι το Υπουργείο Παιδείας, διαχρονικά, σε άτυπη συμφωνία με τις συνδικαλιστικές ηγεσίες, κρατούσε χαμηλά τις αμοιβές των εκπαιδευτικών, μειώνοντας τις ώρες διδασκαλίας ανά εβδομάδα, ώστε να διορίζει περισσότερους και να μειώνει τεχνητά την ανεργία των νέων επιστημόνων. Έτσι οι μισθοί των εκπαιδευτικών παρουσίασαν σημαντική υστέρηση σε σχέση με τους εργαζόμενους αντίστοιχων προσόντων σε άλλα υπουργεία όπως π.χ. Οικονομικών, Δικαιοσύνης, Αμύνης, Εσωτερικών κ.λπ.
Επιπροσθέτως, στο πλαίσιο των πελατειακών αναγκών, το Υπουργείο, πολύ εύκολα αποσπούσε εκπαιδευτικούς σε άλλες υπηρεσίες ή σε γραφεία βουλευτών (παλαιότερα ως 12.000 και τώρα, με την κρίση, λιγότερους εξ ων 2.000 περίπου καθηγητές) με αποτέλεσμα να διορίζει ισάριθμους αναπληρωτές. Αποσπούσε ακόμη νεοδιορισμένους εκπαιδευτικούς από παραμεθόριες περιοχές κοντά στα σπίτια τους, όπου πολλές φορές ήταν υπεράριθμοι, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιούνται στις σχολικές μονάδες ως γραμματείς ενώ στη θέση τους προσλαμβάνονταν και άλλοι αναπληρωτές και ωρομίσθιοι.
Είναι φανερό, λοιπόν, ότι υπήρξαν υπερβολές και ότι χρησιμοποιήθηκε το εκπαιδευτικό σύστημα ως άλλος ΟΑΕΔ για την τεχνητή μείωση της ανεργίας των νέων επιστημόνων με ένα είδος υποαπασχόλησης των μόνιμων εκπαιδευτικών και με χαμηλότερες αναλογικά αμοιβές από τις αντίστοιχες μέσες αμοιβές των χωρών του ΟΟΣΑ. Αυτό εξώθησε αρκετούς εκπαιδευτικούς των μεγάλων αστικών κέντρων να στραφούν στα ιδιαίτερα ή σε άλλες εξωδιδακτικές εργασίες.
Η διεθνής οικονομική κρίση, όπως είναι φυσικό, μείωσε δραματικά τις αποδοχές των εκπαιδευτικών όπως και όλων των υπαλλήλων του κράτους αλλά και των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα. Έτσι π.χ. κάθε εκπαιδευτικός είδε να μειώνεται το ετήσιο εισόδημά του κατά 4-5.000 ευρώ (μείωση μισθών, κατάργηση δώρων και επιδόματος αδείας) και είδε να μειώνεται το πραγματικό του εισόδημα ακόμη περισσότερο μέσα από τα χαράτσια, την αύξηση των τιμών των καυσίμων κ.λπ. με αποτέλεσμα να καθίσταται σχεδόν αδύνατο να τα βγάλει πέρα-όπως και πάρα πολλοί άλλοι-με τις ανάγκες της καθημερινότητας, τις σπουδές των παιδιών κ.ο.κ.
Η ανάγκη, λοιπόν, για τις εκ των ων ουκ άνευ μεταρρυθμίσεις στο εκπαιδευτικό σύστημα έρχεται σε μια στιγμή που βρίσκει τον εκπαιδευτικό κόσμο απαξιωμένο, οικονομικά ταπεινωμένο και με το συνδικαλιστικό του κίνημα αποδιοργανωμένο καθώς υπήρξε προνομιακός χώρος κομματικών αντιπαραθέσεων και έντονης παραταξιακής πόλωσης. Ο μεγάλος όγκος των εκπαιδευτικών, απογοητευμένος από τα παραπάνω, ουσιαστικά δεν συμμετέχει, τα τελευταία χρόνια, ούτε στις ποικίλες κινητοποιήσεις ούτε απεργεί καθολικά και για λόγους οικονομικής αντοχής. Αυτό τουλάχιστον συνέβαινε μέχρι τώρα.
Διότι η αύξηση του ωραρίου διδασκαλίας κατά 2-4 ώρες εβδομαδιαίως (που αντιστοιχεί σε επιπρόσθετη μείωση των αποδοχών κατά 15% περίπου) δεν είναι αυτή καθεαυτή ο πραγματικός λόγος της αντίδρασης των καθηγητών. Είναι, κυρίως, η έλλειψη διαλόγου και η υποκατάσταση της διπλωματικής οδού από μονομερείς πρωτοβουλίες εκ μέρους της ηγεσίας του υπουργείου που περιφρονούν τη συνολική κατάσταση των εκπαιδευτικών. Κι αυτό μπορεί εύκολα να δημιουργήσει το ψυχολογικό υπόστρωμα για πόλεμο μέχρις εσχάτων ηρωοποιώντας περιθωριοποιημένες συνδικαλιστικές πρακτικές.
Από την άλλη μεριά ο εκπαιδευτικός κόσμος δεν πρέπει να αφεθεί και να χρησιμο-ποιηθεί ως η θρυαλλίδα πολιτικών εξελίξεων ή για την εξυπηρέτηση κομματικών σκοπιμοτήτων. Δεν είναι η στιγμή να ανοίξει νέες πληγές στο κοινωνικό σώμα, να προκαλέσει ανασφάλειες στα παιδιά και εσωτερική πόλωση με έναν αχρείαστο και ακραίο πόλεμο. Ο εκπαιδευτικός κόσμος αυτή την περίοδο χρειάζεται στιβαρή συνδικαλιστική ηγεσία και ελλείψει αυτής είναι απαραίτητο να μεταφέρει το κέντρο λήψης αποφάσεων σε επίπεδο σχολικής μονάδας. Εκεί, με νηφαλιότητα και σύνεση, ας αναλάβει τις ευθύνες του.
Είναι γεγονός ότι το εκπαιδευτικό κίνημα έχει στις πλάτες του μεγάλους αγώνες και πολλά διαψευσμένα οράματα. Οι εκπαιδευτικοί, λόγω της φύσης της εργασίας των, παραμένουν σταθερά ιδεαλιστές με στόχους που υπερβαίνουν τα στενά επαγγελματικά τους όρια. Τώρα, εν τω μέσω της οικονομικής κρίσης, ξεπερνώντας τα δικά τους προβλήματα, αναδεικνύονται πολλές φορές σε συμπαραστάτες και καθοδηγητές των παιδιών που έχουν ανάγκη ενώ προσφέρουν και δωρεάν φροντιστηριακή υποστήριξη σε αδύναμους μαθητές.
Οι Δάσκαλοι είναι, μαζί με τους νέους, ένα από τα τελευταία τμήματα-μετερίζια της κοινωνίας μας που δεν έχουν αλλοτριωθεί από το χρήμα και το άσκοπο κυνήγι του πλούτου. Ας τους δείξουμε λίγο σεβασμό σταματώντας τον μιντιακό πόλεμο και τον πόλεμο των ψιθύρων γιατί έχουν τις επόμενες ημέρες ένα δύσκολο έργο να φέρουν σε πέρας. Έναν άλλο «πόλεμο» τον οποίο είναι βέβαιο, όπως πάντοτε, ότι θα τον κερδίσουν. Τις Γενικές Εξετάσεις.
* Ο Δημήτρης Νούλας είναι χημικός