Του Αχιλλέα Πιτσίλκα, δρ. Θεολογίας
Εξι ημέρες πριν από την εορτή του Πάσχα, ο Κύριος, ανεβασμένος «επί πώλον όνου», πήρε τον δρόμο για τα Ιεροσόλυμα «του παθείν αγαθότητι». Στον δρόμο δε αυτό οι Μαθητές Του και πολλοί ευσεβείς έστρωναν τα ιμάτιά τους, ενώ οι απλοϊκοί άνθρωποι και ιδιαίτερα τα παιδιά έκοβαν βάια (κλαδιά) φοινίκων και κουνώντας τα δοξολογικά τραγουδούσαν. Ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος…».
Με τον τρόπο δε αυτό ο λαός αναγνώριζε και ομολογούσε τον Χριστό ως Μεσσία και Λυτρωτή… Σ΄ αυτή δε ακριβώς την ομολογία καλεί και σήμερα η Εκκλησία όλους τους πιστούς, εφόσον «ουκ έστιν εν άλλω ουδενί η σωτηρία» (Πρ. 4, 12).
Με τους εξαίσους ύμνους της μας υπενθυμίζει στην ακολουθία του Νυμφίου ότι «Ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός…».
Ενώ με άλλους μας προσκαλεί στην υπάντησή του, ψάλλοντας: «Δεύτε ουν φιλεύρετοι υπαντήσωμεν άσμασι…», κρατώντας στα χέρια μας τα «βαϊα» των αρετών και των ενάρετων πράξεων.
Υστερα από τα πιο πάνω, θα έλεγα ότι:
1) Όπως ο λαός έκραζε το Ωσαννά, κατά παρόμοιο τρόπο κι εμείς πρέπει να δοξολογούμε το όνομα του Χριστού, κραυγάζοντας το «σώσον δη» ή «Σώσε, παρακαλώ», γιατί αυτό σημαίνει η λέξη ωσαννά.
2) Όπως το πουλαράκι σήκωνε στη ράχη του τον Σωτήρα του κόσμου, κατά παρόμοιο τρόπο και μεις πρέπει να βαστάζουμε το όνομά Του, για να έχουμε την ευλογία Του.
3) Όπως τελικά οι Μαθητές έστρωσαν τα ιμάτιά τους στον πώλο του όνου, για να καθήσει ο Κύριος (και ο λαός στον δρόμο) κατά παρόμοιο τρόπο πρέπει όλοι και να υπηρετούμε το Μυστικό Σώμα Του, την Εκκλησία, εφόσον κατά τον Αγιο Κυπριανό «κανείς δεν μπορεί να έχει Πατέρα του τον Θεό, αν δεν έχει μητέρα του την Εκκλησία».