Του Δρ. Ζήση Δ. Λυγούρα, παιδαγωγού, πρ. διευθυντή Α’/βάθμιας Εκπ/σης ν. Λάρισας, πρ. νομαρχιακού συμβούλου
Ο άνθρωπος, με τη γέννησή του, αφήνει το υγρό και ζεστό περιβάλλον της μήτρας της μητέρας του, όπου ελάμβανε, ό,τι χρειαζόταν άμεσα, αδιάκοπα και αδιαμαρτύρητα, για να βρεθεί σ’ ένα νέο περιβάλλον, όπου η ικανοποίηση των αναγκών του γίνεται συνάρτηση της επίδρασης πολλών παραγόντων.
Καταρχήν ο νεοφερμένος και αναπτυσσόμενος άνθρωπος, θα πρέπει να εκφράζει τη δυσφορία του, τη δυσαρέσκειά του ή την ευαρέσκειά του, την ευχαρίστησή του, που διαταράσσει ή ευνοεί τη βιογενετική του ισορροπία με τρόπο, που να γίνεται αντιληπτή από το περιβάλλον, ώστε αυτό να κατανοεί το νόημα, το περιεχόμενο του μηνύματος ή των μηνυμάτων του και να ανταποκρίνεται στις προσδοκίες του.
Το περιεχόμενο αυτής της διαδικασίας του «δίνω και παίρνω» αποκτά καθοριστική σημασία για την ανάπτυξη του ατόμου, γιατί, ενώ στην αρχή περιορίζεται στην ικανοποίηση των βιολογικών του αναγκών, στη συνέχεια αποκτά και ψυχοπνευματικά χαρακτηριστικά.
Στη νέα σύνθεση η διαδικασία του «δίνω και παίρνω» προβάλλει επιτακτικά την απαίτηση του περιβάλλοντος να μάθει ο νέος άνθρωπος, τις αξίες, τις αρχές και τους κανόνες, που διέπουν και ρυθμίζουν τις διαπροσωπικές σχέσεις και θα συμβάλλουν στην κοινωνική του ενσωμάτωση.
Οι αξίες, οι αρχές και οι κανόνες είναι πολιτισμικά και κοινωνικοταξικά προσδιορισμένες, γεγονός που διαφοροποιεί την ανάπτυξη της προσωπικής ανέλιξής του (της) καθενός (-μιάς).
Η διαφορετικότητα της προσωπικής εξέλιξης του κάθε ανθρώπου εστιάζεται στον τρόπο αντίληψης της πραγματικότητας τον προσανατολισμό του σ’ αυτή και στην επιλογή του τρόπου της δραστηριοποίησής του.
Αν κάποιος αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα ως κάτι δύσκολο και ανυπέρβλητο για τις δικές του δυνάμεις τότε αποφεύγει να δοκιμάσει να ρισκάρει και αφήνει τους άλλους να αποφασίζουν γι’ αυτόν. Ο ίδιος νιώθει μικρός, ανήμπορος και επιζητεί τη φροντίδα και την προστασία των άλλων, για να καθυστερήσει, να επιβραδύνει όσο γίνεται τη δική του προσωπική εμπλοκή και αντιπαράθεση με τα προβλήματα της ζωής.
Η επιβράδυνση, ως προσωπική επιλογή, αυτοεπιβράδυνση, είναι το αποκορύφωμα μιας πολυσύνθετης εσωτερικής διεργασίας, που έχει σχέση με την έλλειψη της αυτοεκτίμησης, της αυτοεμπιστοσύνης, της ισχυρής αυτοπεποίθησης και της ισχυρής θέλησης και βούλησης του ατόμου να πάρει πρωτοβουλίες και ν’ αναλάβει την προσωπική ευθύνη των συνεπειών των επιλογών και των πράξεών του.
Η αυτοεπιβράδυνση δεν θα πρέπει να συγχέεται με τη σωματική και την ψυχοπνευματική καθυστέρηση των ατόμων με ειδικές ανάγκες, που οφείλονται αποκλειστικά σε βιογενετικά (-ες) αίτια – ανωμαλίες.
Η αυτοεπιβράδυνση είναι συνειδητή επιλογή του ανθρώπου, ο οποίος αφανεί, είναι ενάντια σε κάθε αλλαγή και επιχειρεί να διαφυλάξει, ως ενήλικας, τα πλεονεκτήματα της παιδικής ηλικίας. Έτσι αποφεύγει τις προκλήσεις και τις απαιτήσεις της ενήλικης ζωής και η συμπεριφορά του διακρίνεται για τον παιδισμό – την παιδικότητά του.
Ο άνθρωπος της κατηγορίας αυτής αρέσκεται να κανακεύεται, να διευκολύνεται στην ικανοποίηση των αναγκών του από τους άλλους και θεωρεί πως, ό,τι του δίνεται το παίρνει δικαιωματικά, γιατί στο μυαλό και την σκέψη του κυριαρχεί η εικόνα του μικρού και ανήμπορου παιδιού, που έχει ανάγκη της προστασίας και της θαλπωρής τους. Απέναντί τους ο ίδιος συμπεριφέρεται με εκλεκτική ευγένεια, εκφράζεται με τα πλέον κολακευτικά λόγια για αυτούς και δηλώνει πρόθυμος να κάνει οτιδήποτε, για να μην χάσει την εύνοια και τη φροντίδα τους.
Όμως δεν συμβαίνει το ίδιο, όταν το ανθρωπογενές περιβάλλον πάψει να ανταποκρίνεται θετικά στις προσδοκίες του ατόμου για την ικανοποίηση των αναγκών του, του επιβάλλει περιορισμούς και απαιτεί από αυτό να πάρει πρωτοβουλίες και να επιλέξει με δική του προσωπική ευθύνη τον πλέον κατάλληλο τρόπο, για να καλύψει τις ανάγκες του. Στην περίπτωση αυτή το ίδιο άτομο, που πριν λίγο καιρό εξυμνούσε και κολάκευε τους παροχούς της ικανοποίησης των αναγκών του, τώρα στρέφεται εναντίον τους, αγανακτεί, θυμώνει μαζί τους και εκφράζει την απογοήτευσή του με κάθε είδους αρνητικούς χαρακτηρισμούς.
Η αυτοεπιβράδυνση, ο παιδισμός, η παιδικότητα, ως κοινωνική συμπεριφορά δεν αφορά μόνο στο άτομο, αλλά συχνά υιοθετείται και πραγματώνεται από οργανωμένες κοινωνικές ομάδες και κοινωνικά σύνολα, που επιζητούν να απολαμβάνουν τα αγαθά μιας επίπλαστης, πλασματικής ευμάρειας να ζουν στη δική τους εικονική πραγματικότητα, που όλα είναι δυνατά και μάλιστα χωρίς κόπο, και να θεωρούν τους εαυτούς τους ευτυχείς, που οι πάροχοι τους, το κράτος, η εκτελεστική εξουσία τους παρέχουν το δικαίωμα να ικανοποιήσουν ανέξοδα και άκοπα τις ανάγκες τους.
Όμως η συμπεριφορά τους αλλάζει γρήγορα, όταν οι πάροχοι τους (κράτος, εκτελεστική εξουσία) αποφασίζουν να βάλουν τέλος στην επίπλαστη ευμάρειά τους και τους ζητούν να επαναπροσδιορίσουν τις σχέσεις τους με τους άλλους και τον τρόπο ικανοποίησής των αναγκών τους. Αυτές οι εξελίξεις δεν τους είναι ευχάριστες, αγανακτούν, οργίζονται, θυμώνουν, αποποιούνται κάθε είδους προσωπικής ευθύνης και εκφράζουν την απογοήτευσή τους, με σκληρούς αρνητικούς χαρακτηρισμούς, εναντίον των παροχέων τους. Κι αυτό, γιατί ο παιδισμός – η παιδικότητα δεν τους αφήνει να δουν και να αξιολογήσουν με νηφαλιότητα τη νέα τάξη πραγμάτων και να επιχειρήσουν να αναπτύξουν μια αυθεντική σχέση με την πραγματική πραγματικότητα.
Η αυθεντική σχέση με την πραγματική πραγματικότητα απορρίπτει την κάθε είδους εξάρτηση, αδράνεια, αυτοεπιβράδυνση και βάζει στο επίκεντρο της παιδαγωγικής αλληλεπίδρασης τον άνθρωπο, τον οποίο στοχεύει να καταστήσει ικανό ν’ αναπτύξει ότι «εν δυνάμει» φέρνει μέσα του, ώστε να πετύχει την αυτοολοκλήρωσή του.
Η αυτοολοκλήρωση είναι μια μακρά και επίπονη διαδικασία και απαιτεί τη συνεχή εγρήγορση του ανθρώπου και την κινητοποίησή του ψυχοπνευματικού του δυναμικού, για να αποκτήσει με τη δική του εμπειρία, με τις επιτυχίες, τα λάθη και τις παραλείψεις του, την αυτοεκτίμηση, την αυτοεμπιστοσύνη, την αυτοπειθαρχία, τον αυτοέλεγχο, την ισχυρή θέληση και βούληση, για να πάρει την ευθύνη των εξελίξεων και να γίνει ο ίδιος «σμιλευτής της μοίρας του».
Στον οικονομικοκοινωνικό και πολιτιστικό τομέα η αυτοολοκλήρωση αποστρέφεται τη στασιμότητα της αυτοεπιβράδυνσης και επιζητεί την αλλαγή της νοοτροπίας του λαού, του τρόπου οργάνωσης της παραγωγικής διαδικασίας, την ενίσχυση της δημοσίας και της κοινωνικής ασφάλειας και την δημιουργία της ολοκληρωμένης κοινωνίας. Της κοινωνίας, που όχι απλά διακηρύττει, αλλά κάνει πράξη τις ίσες ευκαιρίες στη ζωή για όλους, χωρίς διακρίσεις και αποκλεισμούς.