Του Νίκου Ι. Μεγαδούκα
Απολύτως ναρκοθετημένο είναι το ελληνικό, αλλά και το ευρωπαϊκό τοπίο, ιδιαίτερα αυτό στις χώρες του νότου, μετά τις οδυνηρές αποφάσεις που εφαρμόζονται στην Κύπρο, αποφάσεις οι οποίες, σε συνδυασμό με τα Μνημόνια και τις πολιτικές λιτότητας στην Ελλάδα και αλλού και φυσικά τις δηλώσεις του επικεφαλής του Eurogroup για την πιθανότητα τα όσα περί δημεύσεως των καταθέσεων, που υλοποιούνται στη Μεγαλόνησο θα αποτελέσουν πρότυπο και για άλλες χώρες, δίνουν μια σαφή εικόνα για τις διαθέσεις και για τις στοχεύσεις του Βερολίνου, έναντι των οικονομικά ευάλωτων κρατών.
Υπό το πρίσμα αυτό (και με δεδομένες τις αποκαλύψεις ιδιαίτερα στη Γαλλία για τις σχέσεις διαπλοκής συνεργατών του Προέδρου της Γαλλίας Φρανσουά Ολάντ) δεν θεωρείται τυχαίο το κύμα ευρωσκεπτικισμού, αλλά και αντιγερμανισμού, που αρχίζει να διαμορφώνεται σε χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, όπως στην Ελλάδα και την Κύπρο, ένα κύμα το οποίο προκύπτει όχι μόνο από επίσημες δηλώσεις, αλλά και από τελευταίες έρευνες της (παραμένουσας φοβισμένης) κοινής γνώμης, δεν είναι δε λίγοι αυτοί που ισχυρίζονται πως αυτή η αύξηση του ευρωσκεπτικισμού και η μείωση των υποστηρικτών του ευρώ, ενδεχομένως να υποκρύπτει ακόμη κι ένα «τέλος εποχής» για το ευρωπαϊκό όραμα.
Άλλωστε, η Ε.Ε. είχε καθιερωθεί στη συνείδηση των ευρωπαϊκών λαών ως ο χώρος του εκσυγχρονισμού, ως ο χώρος στον οποίο τα κράτη – μέλη παλεύουν για τα εργασιακά, τα κοινωνικά και τα δημοκρατικά δικαιώματα, αλλά, λαμβάνοντας υπόψη τις σχετικές κατεδαφίσεις που έχουν σημειωθεί (εξαιτίας των μνημονιακών πολιτικών, τα τελευταία χρόνια κυρίως στην Ελλάδα) ουδείς μπορεί να ισχυρισθεί με πειστικό τρόπο ότι αυτή η συνείδηση μπορεί να παραμείνει για πολύ ακόμη στις ευρωπαϊκές κοινωνίες.
Εν προκειμένω, αξίζει να τονιστούν επίσημες δηλώσεις, όπως αυτές του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Χρυσοστόμου, με τις οποίες θέτει εν αμφιβόλω την αναγκαιότητα παραμονής της Μεγαλονήσου στο κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα, αλλά και δηλώσεις, όπως αυτές του Προέδρου της Δημοκρατίας Κάρολου Παπούλια, δηλώσεις επικριτικές για τις ευρωπαϊκές αποφάσεις για την Κύπρο ή του (μέχρι πρόσφατα απόντος από τα τεκταινόμενα) Προέδρου της Γαλλίας Φρανσουά Ολάντ, κατά της λιτότητας, με τις οποίες, τουλάχιστον εν δυνάμει, μπορεί να ισχυρισθεί κάποιος ότι τίθεται σε αμφισβήτηση η, με καλβινιστικό τρόπο, παρουσίαση της παραμονής στο ευρώ ως μονόδρομου.
ΑΝΤΙΓΕΡΜΑΝΙΣΜΟΣ
Στις ευρωπαϊκές κοινωνίες εκδηλώνεται πια κι ένας αντιγερμανισμός, καθώς έχουν αρχίζει να διαφαίνονται οι απώτερες προθέσεις του νέου Γερμανικού Imperium (εν προκειμένω δεν είναι τυχαίες οι δηλώσεις του πρωθυπουργού του Λουξεμβούργου Ζαν Κλωντ Γιούνκερ, που τόνισε ότι «όποιος πιστεύει πως δεν τίθεται πλέον το αιώνιο ερώτημα περί ειρήνης και πολέμου στην Ευρώπη, μπορεί να πλανάται οικτρά») παράλληλα δε έχει αρχίσει, αν μη τι άλλο, να προκαλεί δυσφορία το γεγονός ότι οι ηθικολόγοι Γερμανοί κουνούν το δάχτυλο και προωθούν σκληρές αποφάσεις, όπως, επί παραδείγματι, για τους φοροφυγάδες στην Ελλάδα και τα (πάσης προελεύσεως) ρωσικά κεφάλαια στην Κύπρο, αλλά ουδέν πράττουν για τις δεκάδες των δισεκατομμυρίων (επίσης αγνώστου προελεύσεως) που βρίσκουν «καταφύγιο» σε τράπεζες της Γερμανίας ή των δορυφόρων τους.
Κι αυτή η ηθικολογία και ο γερμανικός διδακτισμός αποτυπώθηκε στην πρόσφατη δήλωση του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο οποίος σχολιάζοντας την κριτική που δέχεται η Γερμανία για τους χειρισμούς της στην κρίση της Ευρωζώνης, δήλωσε πως «είναι πάντα έτσι: είναι σαν μια τάξη στο σχολείο - όταν αυτός που έχει μερικές φορές καλύτερα αποτελέσματα, όσοι έχουν λίγο μεγαλύτερη δυσκολία, είναι λίγο ζηλιάρηδες».
Ωστόσο, η προωθούμενη «βίαιη γερμανοποίηση» της Ευρώπης, ενόχλησε ακόμη και τον Πρόεδρο της Γαλλίας Φρανσουά Ολάντ, ο οποίος τόνισε πως «δεν θέλει η Ευρώπη να είναι ένα αναμορφωτήριο», πολλοί δε αναλυτές απαντώντας στα περί «καλών μαθητών», όπως παρουσιάζει τους συμπατριώτες του ο Β. Σόιμπλε, υπενθυμίζουν πως το λεγόμενο μεταπολεμικό «γερμανικό θαύμα» είναι προϊόν του Ψυχρού Πολέμου.
Και αυτό διότι, εκείνη η Γερμανία διέθετε, κατ’ αρχήν σε επίπεδο ιδεολογίας, μία επεξεργασμένη (κληρονομιά από τη Χιτλερική Γερμανία) αντικομμουνιστική πολιτική, ήταν ταυτόχρονα μία από τις πρωτοπόρες βιομηχανικές χώρες της Ευρώπης και ως συνορεύουσα με το κομμουνιστικό μπλοκ ήταν για τις ΗΠΑ απαραίτητη ως ανάχωμα.
«ΦΕΥΓΟΥΝ» ΑΠΟ ΤΟ ΕΥΡΩ
Πολλοί ισχυρίζονται ότι το Βερολίνο (όταν θα έχει «γονατίσει» τις λοιπές ευρωπαϊκές οικονομίες και θα έχει σωρεύσει όλα τα κεφάλαια σε ευρώ στις δικές του τράπεζες και στους δορυφόρους του) ίσως να αποφασίσει την επιστροφή στο εθνικό του νόμισμα, το μάρκο, ενώ αξιοσημείωτο είναι ένα δημοσίευμα στους «Financial Times», το οποίο, επικαλούμενο στατιστικές τους ΔΝΤ, υποστηρίζει πως υπάρχει κρίση εμπιστοσύνης στο εγχείρημα της Ευρωζώνης.
Και αναφέρεται ότι περί τα 45 δισ. ευρώ πούλησαν το 2012 οι κεντρικές τράπεζες των αναπτυσσόμενων χωρών, ποσό που αντιστοιχεί σε μείωση κατά 8% της συμμετοχής του κοινού νομίσματος στα συναλλαγματικά τους διαθέσιμα και σημειώνεται ότι, πλέον, οι επενδύσεις των αναπτυσσόμενων χωρών σε ευρώ αντιστοιχούν μόλις στο 24% των συνολικών τους διαθεσίμων.
Στο δημοσίευμα τονίζεται ότι αυτές οι χώρες έχουν στραφεί σε άλλα νομίσματα, όπως το δολάριο Αυστραλίας και τα νομίσματα άλλων αναδυόμενων αγορών και ότι η Κίνα και η Βραζιλία υπέγραψαν συμφωνία ανταλλαγής (swap) ύψους 30 δισ. δολαρίων, σύμφωνα με την οποία κάθε μία θα μπορεί να δανειστεί το νόμισμα της άλλης, σε περίπτωση αναταραχής στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα.
ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΝΕΥΡΙΚΟΤΗΤΑΣ
Τα ανωτέρω καταδεικνύουν αν μη τι άλλο μια κατάσταση νευρικότητας και διαφαινόμενου αδιεξόδου και στην ελληνική πραγματικότητα, με την κοινωνία να παραμένει τρομοκρατημένη (από την ίδια τη ζωή, αλλά και τη λυσσαλέα κυβερνητική και μιντιακή προπαγάνδα κατά των πάσης φύσεως ευρωσκεπτικιστών) την κυβέρνηση να τρίζει και ούσα διχασμένη να προσπαθεί να παζαρέψει με την Τρόικα και τις άκαμπτες απαιτήσεις των δανειστών, με τον ΣΥΡΙΖΑ να τονίζει εκ νέου «καμία θυσία για το ευρώ» (και σε αυτή τη γραμμή να δείχνουν ότι προσχωρούν ακόμη και στελέχη του, που ήταν διαπρύσιοι κήρυκες της παραμονής στο κοινό νόμισμα) τις έρευνες για την υπόθεση της λίστας Λαγκάρντ να αποκαλύπτουν, τουλάχιστον ενδείξεις ελλείψεως βουλήσεως να παταχθεί η μεγάλη φοροδιαφυγή, αλλά και με ολόκληρο το κυπριακό πολιτικό σύστημα να εμφανίζεται διαπλεκόμενο με το σαθρό κυπριακό τραπεζικό σύστημα και τον Πρόεδρο της Κύπρου Νίκο Αναστασιάδη να φέρεται να έχει δώσει εσωτερική πληροφόρηση σε συγγενικά του πρόσωπα να μεταφέρουν εκατομμύρια ευρώ στο εξωτερικό, πριν την απόφαση για δήμευση των καταθέσεων.
Αυτή δε η νευρικότητα, καλλιεργήθηκε περαιτέρω και προσκάλεσε μείζονα ερωτηματικά στην ίδια την κοινωνία, καθώς έβλεπε ότι στελέχη του πολιτικού κόσμου, μετά τις αποφάσεις για την Κύπρο, άρχισαν να παίρνουν (για διαφορετικούς λόγους ο καθείς εξ αυτών) αποστάσεις από τη λογική των μονόδρομων.
Ίσως για πρώτη φορά, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας διαφοροποιήθηκε δημοσίως από την κυβέρνηση σχετικά με την ευρωπαϊκή (γερμανική) απόφαση για την Κύπρο, όταν μιλούσε για απόφαση «μη ανεκτή, γιατί είναι επιλεκτική» και ότι «θα πρέπει η ΕΕ να μην επιλέγει τα θύματά της, όπως αυτή νομίζει ότι πρέπει να επιλέξει, γιατί έτσι δημιουργεί ένα χάσμα μεταξύ των ονείρων των ευρωπαϊκών λαών ότι μπορεί η Ευρωπαϊκή Ένωση να είναι μια στέγη για όλους τους αδύναμους».
Λίγες μέρες αργότερα, πυρά κατά της Γερμανίας για τη στάση της έναντι της Ελλάδος και των χωρών με οικονομικά προβλήματα, εξαπέλυσε ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κων/νος Στεφανόπουλος, ο οποίος ναι μεν ετάχθη υπέρ του ευρώ, ναι μεν επέκρινε τις κυβερνήσεις της Κύπρου για τις πολιτικές που ακολούθησαν και οδήγησαν το νησί στη σημερινή κατάσταση, αλλά επισήμανε: «Η Γερμανία κοιτά αποκλειστικά το συμφέρον της και το συμφέρον της είναι να υποταχθεί η Ελλάδα και όχι μόνο (...). Οι υπόλοιπες χώρες δείχνουν σαν να μην θέλουν και να μην μπορούν να αντιδράσουν».
Αποστάσεις, φυσικά σε επίπεδο ρητορείας, από τις αποφάσεις των Γερμανών και της Ε.Ε. πήραν ακόμη και οι ακραίοι μνημονιακοί κυβερνητικοί εταίροι, Ευ. Βενιζέλος και Φώτης Κουβέλης, προφανώς γιατί βλέπουν ότι η εμμονή τους σε αυτές τις πολιτικές, οι οποίες πιθανόν να έλθουν και την Ελλάδα, οδηγεί σε αδιέξοδο και προς τούτο, ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ δήλωσε πως η απόφαση για την Κύπρο «ήταν ιστορικό λάθος, επιπόλαιη και ερασιτεχνική» και ο Φώτης Κουβέλης κατήγγειλε το «γερμανικό ηγεμονισμό» κι έκανε λόγο για σκληρές επιλογές, αν και οι δύο επέμειναν στη λογική του μονόδρομου στο ευρώ!
Ο έμπειρος αναλυτής (και δηλώνων τον προβληματισμό του για τη θέση του υπέρ της πάση θυσία παραμονής στο ευρώ) Τάσος Παππάς, διερωτήθηκε, με άρθρο του στην «Εφημερίδα των Συντακτών», ποια, μετά τις επισημάνσεις αυτές, γνώμη πρέπει να σχηματίσει ο απλός πολίτης: «Γιατί να εξακολουθήσει να πιστεύει ότι πρέπει να μείνουμε με κάθε τρόπο σε μια ένωση που δεν μπορεί να προστατεύσει όλα τα μέλη της, που, αντί να μειώνει το χάσμα Βορρά-Νότου, το διευρύνει, που ανέχεται ποσοστά ανεργίας πρωτοφανή, που κατεδαφίζει το κοινωνικό κράτος;», διερωτήθηκε ο αρθρογράφος.
ΚΑΙ Ο ΑΦΑΝΤΟΣ κ. ΟΛΑΝΤ
Όμως, δεν είναι μόνον οι πολιτικοί εκφραστές της εγχώριας ελίτ προβληματισμένοι και σκεπτικοί για τα τεκταινόμενα στην ΕΕ και τις γερμανικές στοχεύσεις, αλλά και ο ταλανιζόμενος από σκάνδαλο διαφθοράς «στην αυλή του», Πρόεδρος της Γαλλίας Φρανσουά Ολάντ, ο οποίος τόνισε ότι «η παραμονή στη λιτότητα, καταδικάζει την Ευρώπη σε έκρηξη και ενθαρρύνει την άνοδο των λαϊκίστικων κινημάτων».
«Έχω αυτή την υποχρέωση να πω στους ευρωπαίους ηγέτες: σήμερα η παράταση της λιτότητας, δημιουργεί τον κίνδυνο να μην επιτυγχάνεται η μείωση των ελλειμμάτων και η βεβαιότητα ότι θα έχουμε αντιδημοφιλείς κυβερνήσεις, τις οποίες οι λαϊκιστές θα καταπιούν την κατάλληλη στιγμή», πρόσθεσε.
Και υπογράμμισε πως με αυτήν την παράταση, «η Ευρώπη κινδυνεύει να εκραγεί, όχι μόνο να υποστεί ύφεση» και ότι η λιτότητα «ενισχύει τον λαϊκισμό, δημιουργεί τους νεοναζί στην Ελλάδα, δημιουργεί αυτά που συμβαίνουν στην Ιταλία (σ.σ. Μπέμπε Γκρίλο)».
Αξίζει να τονιστούν, εν προκειμένω, δύο ακόμη γεγονότα: η προσπάθεια του Ηλία Κασιδιάρη της «Χρυσής Αυγής» να μετατρέψει σε ζούγκλα την προανακριτική επιτροπή της Βουλής που ερευνά την υπόθεση της λίστας Λαγκάρντ και η αποκάλυψη της βρετανικής εφημερίδας «Guardian» για οικονομική στήριξη της «Χρυσής Αυγής» από πλούσιους Έλληνες εφοπλιστές.
Αλήθεια όλα αυτά, καθώς και η συγκεκριμένη αποστροφή του Προέδρου της Γαλλίας και του Υπουργού του επί των Οικονομικών Πιέρ Μοσκοβισί, για την άνοδο των νεοναζί στην Ελλάδα, δεν αποτελούν απάντηση στις ανιστόρητες θέσεις των κυβερνητικών και μιντιακών προπαγανδιστών, που επιμένουν να εξισώνουν τη «Χρυσή Αυγή» με την Αριστερά και κυρίως με τον ΣΥΡΙΖΑ;
Και δεν αποτελούν οι εν γένει θέσεις του Γάλλου Προέδρου, απάντηση στον Ευ. Βενιζέλο, ο οποίος υποστήριζε πως με την εκλογή του Φρ. Ολάντ τα πράγματα θα βελτιωθούν και θα αρχίσει να ξηλώνεται η πολιτική της λιτότητας;
«Τώρα που οι προσδοκίες διαψεύστηκαν κι ο Γάλλος πρόεδρος έχει βαλθεί να δικαιώσει τον αφορισμό Τσίπρα περί Ολαντρέου, τι έχει να πει ο κ. Βενιζέλος; Πού πρέπει να ποντάρουμε; Στην ήττα της Μέρκελ στις εκλογές του φθινοπώρου;», έγραψε ο Τάσος Παππάς.
ΚΙ ΟΜΩΣ ΕΜΜΕΝΟΥΝ...
Παρά ταύτα, στην κυβέρνηση και στα κυρίαρχα ΜΜΕ (με κάποιες δειλές αποκλίσεις, σαφή δείγματα καιροσκοπισμού) επιμένουν στις λογικές των μονόδρομων και φυσικά προσπαθούν να πείσουν τον ελληνικό λαό (και μέχρι στιγμής το έχουν καταφέρει, καθώς η μεν κυβέρνηση εν μέσω των εσωτερικών αντιφάσεών της και των αδιεξόδων που έχει δημιουργήσει, μοιάζει με ετοιμόρροπο οικοδόμημα, αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει να μην μπορεί να αποκτήσει δυναμική εξουσίας) ότι τα «όχι» στις πολιτικές λιτότητας οδηγούν στο χάος και την καταστροφή.
Έδειξαν μάλιστα να «βολεύονται» από τις εικόνες χάους που είδαμε στην Κύπρο, εικόνες που ακολούθησαν το αρχικό «όχι» της Κυπριακής Βουλής στις ευρωπαϊκές αποφάσεις, ένα «όχι» που στήριξε μεν ο ΣΥΡΙΖΑ και οι εν Ελλάδι αντιμνημονιακές δυνάμεις, αλλά το οποίο δεν είχαν το σθένος να υποστηρίξουν μέχρι τέλους οι κυπριακές πολιτικές δυνάμεις.
Οι λαοί λένε «όχι», οι κυβερνήσεις τους, όμως, δεν το αντέχουν, αλλά αυτό δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι αυτό το «όχι» είναι λάθος επιλογή, όπως επιμένουν να τρομοκρατούν τις κοινωνίες οι υποτακτικοί των δανειστών, οι οποίοι, σε επίπεδο ρητορείας και για λόγους άλλοθι, ενίοτε ασκούν κριτική στις επιλογές του διευθυντηρίου της ευρωζώνης, χωρίς, ωστόσο, να έχουν να προτείνουν κάτι διαφορετικό.
Και απλώς συστήνουν στις κοινωνίες «κουράγιο και υπομονή» και άλλα παρεμφερή λόγια συμπόνιας, τα οποία, όμως, δεν αρκούν και ως εκ τούτου θα διαπιστώσουν κάποια στιγμή ότι το κύμα του ευρωσκεπτικισμού και του αντιγερμανισμού θα μεγαλώσει και τότε δεν θα μπορέσουν πια να το τιθασεύσουν, όσο κι αν συνεχίσουν τη στρατηγική του φόβου.