ΤΗΝ κυρά Βασιλική, κανείς δεν την κορόιδευε στη γειτονιά. Μήτε ο μανάβης μπορούσε, μήτε ο ράφτης, μήτε ο ψαράς, αλλά ούτε ακόμα κι αυτή η Μάρω του φούρναρη, που έβγαζε σπίθες απ’ τα μάτια... Να ζούσε και σε χωριό η κυρά Βασιλική... κέντρο, κατάκεντρο στη Λάρισα έμενε, σε διαμέρισμα στην Τζαβέλα, που με τον μακαρίτη τον άντρα της αγόρασαν με πολλές θυσίες. Το γερακίσιο μάτι της, παρά τα χρόνια της, τα έπιανε όλα. Αλλά αυτή την κασκαρίκα, δεν μπόρεσε ακόμα να τη χωνέψει.
ΗΤΑΝ καταμεσήμερο προχθές, Δευτέρα, όταν ο νεαρός καλοντυμένος και ευγενικός, την πλησίασε στην πόρτα μόλις έβγαινε από το σούπερ μάρκετ. «Κυρά Βασιλική, καλημέρα, είμαι γνωστός της ανηψιάς σας, της Ελένης, που σπουδάζει στον Βόλο, χθες ήμασταν μαζί και μου είπε να σας βρω. Ξέρετε, είμαι ασφαλιστής και η ανιψιά σας χρωστάει 500 ευρώ, μου είπε να τα ζητήσω από σας, θα σας τηλεφωνήσει κιόλας, αν δεν έχετε τώρα, δεν πειράζει ...».
Η ΚΥΡΑ Βασιλική, δεν τα ήξερε τούτα τα κόλπα. Είδε και τον λαμπρό νέο πόσο ευγενικός ήταν, που έσκυψε να της πάρει τη βαριά τσάντα με τα ψώνια να μην κουράζεται καθώς έμπαινε στη σάλα του σπιτιού και έκανε σαν να τη... νάρκωσαν όταν της ζήτησε ένα ποτήρι νερό και κείνη ξεκλείδωνε την πόρτα: «Έλα παλικάρι μου, κάτσε εδώ να σου φέρω νερό... τι κάνει το πουλάκι μου η Ελένη... διαβάζει όπως μου λέει;». Αλλά η περήφανη γερακίνα, δεν επιστρέφει κρατώντας μόνο το ποτήρι με το νερό. Στο άλλο χέρι της κρατά το πορτοφόλι... Να μετρήσει με τα ρυτιδιασμένα χέρια, στο πλατύσκαλο, τα λεφτά. Να δώσει τα «χαιρετίσματα» της ανιψιάς της...
ΥΣΤΕΡΑ, την επόμενη στιγμή, η φουκαριάρα, τίποτα δεν κατάλαβε. Κι ας διάβαζε καθημερινά και εφημερίδα. Βρέθηκε με μια σπρωξιά στο πάτωμα και το μόνο που άκουγε ήταν τα γοργά βήματα του νεαρού να κατεβαίνουν δέκα - δέκα τα σκαλιά. Ούτε κατάλαβε πώς κατέβηκε, με τα σακατεμένα γόνατα τόσο γρήγορα στον δρόμο... Ο νεαρός, είχε γίνει καπνός. Τώρα καταμεσής στον δρόμο, έπρεπε να απαντά στις ερωτήσεις γεμάτες απορία και κατανόηση των γειτόνων: «Εσένα κυρά Βασιλική; Πώς μπόρεσε ο κερατάς να σε γελάσει;». «Καλά, γιατί δεν του είπες να τηλεφωνήσεις πρώτα στην Ελένη;». «Μωρέ από δω κοντά θα ήταν ο άχρηστος... Πώς ήξερε το όνομα της ανιψιάς, αλλά και πού να σε βρει...».
ΚΑΝΕΙΣ δεν της το έλεγε της γιαγιάς γερακίνας, αλλά οι περισσότεροι γείτονες το μιλούσαν από μέσα τους: «Τα ρέστα κυρά μου στον φούρναρη και τον μανάβη, τα μετρούσες δέκα φορές... ξετίναζες τα κορίτσια των ταμείων, με τον λογαριασμό στο σούπερ μάρκετ, τώρα τι έπαθες και έπεσες κοροΐδο;». Αλλά η γιαγιά δεν ήθελε να το πει. Είχε συνηθίσει να την κλέβουν... φανερά! Όπως και όλους τους Έλληνες! Ποτέ στα κρυφά... Δεν τα γνώριζε αυτά τα κόλπα τα σύγχρονα, που γέννησε η καλπάζουσα οικονομική κρίση. Ανέκαθεν υπήρχε το έγκλημα έξω από τα σπίτια μας, αλλά τώρα μπαίνει πολύ εύκολα και ανεμπόδιστα και μέσα...
ΚΑΙ αυτή η ιστορία είναι της διπλανής μας πόρτας. Καθημερινή. Δεν αφορά μόνο την κυρά Βασιλική της γειτονιάς πέριξ της Τζαβέλα, αλλά όλους μας και κυρίως τους ανήμπορους να αντιδράσουν. Η περίπτωση αυτή που μόλις προχθές απασχόλησε και στην αστυνομία, όπως και χιλιάδες ανθρώπους στο κέντρο της Λάρισας, πέρασε απλώς στο (γεμάτο από τέτοια περιστατικά)... «βιβλίο συμβάντων». Το οργανωμένο έγκλημα χτυπά πλέον με σύγχρονους μεθόδους, μοναχικά άτομα και ανήμπορα. Και η περίπτωση που περιέγραψα είχε ευτυχές αποτέλεσμα. Γιατί θα μπορούσε η φουκαριάρα η κυρά Βασιλική να μην έχανε μόνο την πενιχρή σύνταξή της, αλλά και την ίδια της τη ζωή! Αν αντιδρούσε δυστυχώς πιο έξυπνα, αν δηλαδή δεν είχε αυτή την αφέλεια...
Χρήστος Τσαντήλας