ΣΤΗΝ κλειστή κοινωνία της επαρχιακής κωμόπολης, η γιορτή του τοπικού Αγίου, ενώνει μια φορά τον χρόνο, σχεδόν όλους τους κατοίκους. Στο ίδιο ραντεβού, εκεί στο πεντακάθαρο αυτή τη μέρα, πλακόστρωτο προαύλιο της εκκλησίας, γίνεται ένας άτυπος «απολογισμός» των νοικοκυριών, των γειτόνων, των φίλων και συγχωριανών. «Μήτσο, βρήκε δουλειά το παιδί;». «Αντώνη, τα πούλησες φέτος τα μήλα;». «Τη Μαρία σου γείτονα, έμαθα την αρραβώνιασες...». «Ανδρέα, ξέμπλεξες με τον ΕΛΓΑ;».
Εκεί πιο πέρα, ξεκομμένος φέτος από τα μικρά «πηγαδάκια», ο κυρ Ανέστης, έμοιαζε σκεπτικός και φανερά προβληματισμένος.
- Γιατί μόνος φίλε μου και σκεπτικός; Τι συλλογιέσαι...
- Άσε δεν είναι να σου λέω. Έχω φωτιά στο σπίτι μου...
- Αρρώστια μόνο μην είναι...
- Μπορείς να το πεις κι έτσι. Του μικρού μου, του Γιάννη, του έκοψα τη σύνδεση στο κινητό. Χειρότερα γίνεται; Κατοστάρικο τον μήνα μου έτρωγε ο μπαγάσας. Και τώρα χωρίς τηλέφωνο και Ιντερνετ, ποιος είδε το θεριό και δεν φοβήθηκε...
- Έλα μωρέ, πλάκα κάνεις, είπα και γώ είναι κάτι σοβαρό...
ΜΕ ΡΥΤΙΔΕΣ από τη σκληρή δουλειά στα χωράφια μια ολάκερη ζωή, ο κυρ Ανέστης, δεν είχε μόνο αυτή τη «φωτιά» στο σπιτικό του. Είχε και τη γυναίκα του να τον βασανίζει αλύπητα: «Δεν φταίνε τα παιδιά. Εμείς φταίμε που τα μάθαμε έτσι. Τη σπατάλη δεν την κάνει καλά ο Θεός. Άντε, εμείς φταίμε, τόσα χρόνια δεν κάναμε σε τίποτα πίσω. Όλο ξοδεύαμε, ποιον θα μοιάσουν τα παιδιά;»...
-Έλα μωρέ Ανέστη, σε όλα τα σπίτια αυτό γίνεται. Η κρίση φταίει φέρνει γκρίνια, όλα θα στρώσουν...
-Το δικό μου το παιδί όμως δεν πρόκειται να στρώσει. Ξέρεις κάτι πράγματα που μου λέει και άντε να του δώσεις απαντήσεις. «Δεν μου λες πατέρα, μου έδωσαν δουλειά και δεν δούλεψα;». «Καταξοδεύτηκες να με σπουδάσεις, σε κορόιδεψε, ή δεν σε κορόιδεψε το κράτος, όταν σε έβαλε να καλλιεργήσεις μήλα και τώρα δεν στα απορροφά;». «Φταίω εγώ που έφαγαν τα λεφτά αυτοί που τόσα χρόνια ψήφιζες; Θυμάσαι που πάντα στη γιορτή σου τηλεφωνούσαν για χρόνια πολλά, ακόμα και για τη γιαγιά που ήταν πεθαμένη από χρόνια, την έπαιρναν για ευχές και συ έτρεχες πίσω τους να τους προσκυνάς...». «Εγώ τα έφαγα τα λεφτά μωρέ πατέρα; Γιατί αφού τα βρήκαν δεν τα φέρνουν αμέσως πίσω; Μας κοροϊδεύουν ή δεν μας κοροϊδεύουν;
-Άσχημο αυτό Ανέστη μου. Πολύ άσχημο. Κάνουν σκληρές ερωτήσεις τα παιδιά. Ερωτήσεις που πονάνε. Αλλά μήπως έχουν κι άδικο;
ΣΤΗ μικρή κοινωνία της επαρχιακής πόλης, ακούγοντας τα πηγαδάκια των απλών ανθρώπων της γειτονιάς, μου μπήκαν ιδέες. Μήπως λέω από τα παιδιά αυτά με τις επίμονες και «θανατηφόρες ερωτήσεις» αλλά και τις ακαταλαβίστικες για όλους τους κυρ Ανέστηδες αναζητήσεις, κρύβεται και η λύση του προβλήματος μιας ολόκληρης χώρας; Μήπως λέω, αυτοί οι πιτσιρικάδες των πανάκριβων κινητών και της ιντερνετικής κουλτούρας, που δεν σηκώνουν κεφάλι από τον υπολογιστή και τον... άπαυτό τους από τις καφετέριες, μήπως αυτοί καταφέρουν να βάλουν το... νερό στ΄ αυλάκι; Έχει γούστο, αυτή η αναμενόμενη κοινωνική έκρηξη, να γίνει μέσα από μια «επανάσταση των... κινητών!».
ΠΟΣΟ θ΄ αντέξει ο πιτσιρικάς που βλέπει το επαγγελματικό του μέλλον να απομακρύνεται ολοένα και πιο πολύ; Μήπως τη «βόμβα απελπισίας» της κοινωνίας, απασφαλίσει αυτή η νέα γενιά; Ποτέ δεν ξέρεις πώς θα αντιδράσει ο νέος αν του κόψεις το Ιντερνετ και τη σύνδεση με το κινητό. Διότι αυτή η γενιά δεν είναι μαθημένη στα ...σκληρά. Μήπως πρέπει να της δώσουμε κάποτε τον λόγο; Η μήπως πρέπει να περιμένουμε να τον πάρει από μόνη της; Έτσι ίσως σωθεί και η δική μας γενιά...
Χρήστος Τσαντήλας