ΜΕ τους Γερμανούς, ανέκαθεν είχα ένα θέμα. Μου έβγαινε (και μου βγαίνει ακόμα) μια περίεργη δυσαρέσκεια στο άκουσμα της λέξης, παρότι σε κάποια ταξίδια στη χώρα αυτή , γνώρισα από την καλή ανθρώπους, ευγενείς, εργατικούς και καλοσυνάτους.
ΕΙΔΑ τότε τις ακριβείς διαφορές μας με τους Γερμανούς και γιατί η χώρα τους κατάφερε να προσμετράται στις πλουσιότερες του κόσμου, με δομημένα (απόλυτα συγκεκριμένα και ευέλικτα) αξιόπιστα κοινωνικά συστήματα και δίκαιη αντιμετώπιση στα θέματα εργασίας και παραγωγικότητας.
ΑΥΤΑ τα είχα δει πριν πολλά χρόνια και κάθε φορά που …προσγειωνόμουν στην πραγματικότητα της Ελλάδας, έλεγα πως, εκείνοι στο βορρά δεν ξέρουν να ζουν, είναι κρύοι, ξενέρωτοι και αφιλόξενοι, κοιτάζουν μόνο τη δουλειά τους και από τις οκτώ το απόγευμα κοιμούνται! Όταν ελάχιστοι από αυτούς ξέφευγαν από το μέτρο και βράδιαζαν σε κάποια μπυραρία, εμείς εδώ, μεσάνυχτα και κάτι, βλέπαμε τα παιδιά μας να ντύνονται και να στολίζονται για να βγουν για διασκέδαση!
ΕΝΑΣ γνωστός μου, φιλοξενούσε πέρσι το καλοκαίρι έναν Αμερικανό επιστήμονα και αφού τον πήγε στου «Φώλια», στη Φαλάνη για κεμπάπ, επιστρέφοντας, μιάμιση τα μεσάνυχτα, τον συνόδευε μέχρι το ξενοδοχείο του στην πλατεία Ταχυδρομείου, όπου υπήρχε το αδιαχώρητο από νεολαίους... αραχτούς στις πολυθρόνες των καφέ.
«Μα καλά, απόρησε ο ξένος, μήπως γιορτάζετε σήμερα κάποια εθνική γιορτή, τόσος κόσμος μεσάνυχτα στην πλατεία;»!
Σε μόνο δύο ώρες μέχρι το ξημέρωμα, οι Γερμανοί θα σηκώνονταν από το κρεβάτι τους να πάνε στη δουλειά...
ΕΤΣΙ, ή κάπως έτσι, φτάσαμε ως χώρα εδώ που φτάσαμε. Αλλά αυτή είναι μια μόνο μικρή πτυχή του έργου... «πτώχευση». Διότι δεν φτάνει μόνο να τα ρίχνουμε όλα μόνο στους πολιτικούς που μας κυβέρνησαν. Είναι που όλα αυτά τα χρόνια δεν παράγουμε τίποτα ως χώρα. Έτσι μάθαμε...
Μόνο αγροτικά προϊόντα είχαμε να εξάγουμε αλλά και αυτά περιορίστηκαν όταν οι αγρότες μας ανακάλυψαν το... χαλάζι και τους… κρουνούς χρηματοδότησης στην ευρωπαϊκή μηχανή των αποζημιώσεων. Αυτά πληρώνουμε τώρα. Και τα πληρώνουμε δυστυχώς με τόκο, πολύ ακριβά...
ΣΗΜΕΡΑ που καταντήσαμε στην Ελλάδα κατά πώς λέγεται, οι μισοί να πωλούν καφέ στους άλλους μισούς, δυστυχώς χρειαζόμαστε τη βοήθεια εκείνων που κοροϊδεύαμε. Ζητούμε λεφτά από εκείνους τους «ξενέρωτους», τους «ψυχρούς» ανθρώπους, που δεν ήξεραν τι πάει να πει διασκέδαση και έπεφταν να κοιμηθούν... με τις κότες! Εμείς οι ξύπνιοι λοιπόν, ακόμα κι αν σωθούμε, το χούι δεν το κόβουμε. Θα καταγγέλλουμε τους Γερμανούς και βόλτες θα εξακολουθούμε να βγαίνουμε τα μεσάνυχτα...
Χρήστος Τσαντήλας