Του Δημήτρη Σακατζή, εκπαιδευτικού σε διαθεσιμότητα
Ο υπουργός Παιδείας, κ. Αρβανιτόπουλος, στην προσπάθειά του να βελτιώσει την εικόνα του, αλλά και να περιορίσει τις αντιδράσεις που έχουν αναπτυχθεί εξαιτίας της απόφασής του να καταργήσει τις πιο δημοφιλείς ειδικότητες της Τεχνικής και Επαγγελματικής Εκπαίδευσης (ΤΕΕ), έχει επιδοθεί σε όλες τις δημόσιες δηλώσεις και ομιλίες του να εμφανίζεται ως υπερασπιστής της. Αποκορύφωμα, αυτής της τακτικής αποτελεί το άρθρο του στην εφημερίδα «Τα Νέα». Είναι καλό για την πληρέστερη ενημέρωση των πολιτών να συμπληρωθούν οι ασάφειες των πολιτικών του λόγων με ορθολογικά επιχειρήματα και παραδείγματα από την καθημερινή εκπαιδευτική πράξη.
Πιο συγκεκριμένα, ο υπουργός μιλάει για «αύξηση των προσφερόμενων ειδικοτήτων των ΕΠΑΛ από 19 σε 26». Εσκεμμένα παραλείπει να αναφέρει ότι: α) στα ΕΠΑΛ κατήργησε τις πιο δημοφιλείς ειδικότητες του Τομέα Υγείας και Πρόνοιας και του Τομέα Εφαρμοσμένων Τεχνών, β) Οι εξίσου δημοφιλείς ειδικότητες των ΕΠΑΣ π.χ. Φυσικοθεραπείας, Αισθητικής, Κομμωτικής κ.ά. καταργήθηκαν μαζί με αυτόν τον τύπο Λυκείου. Οι μαθητές, κυρίως κορίτσια, που επέλεγαν αυτές τις ειδικότητες αριθμούνται περίπου στις 27000.
Όλα αυτά τα αντικατέστησε με τις Σχολές Επαγγελματικής Κατάρτισης (ΣΕΚ) και τα Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης (ΙΕΚ), τα οποία υπάγονται στη Γενική Γραμματεία Διά Βίου Μάθησης. Στις ΣΕΚ εγγράφονται τα «παιδιά που δεν θέλουν να συνεχίσουν στη μεταγυμνασιακή τυπική εκπαίδευση». Δηλαδή η Διά Βίου Μάθηση των Ελλήνων πολιτών, στον 21ο αιώνα της ραγδαίας ανάπτυξης της τεχνολογίας και της γνώσης, ξεκινά στα 15 τους χρόνια. Πόσο λογικό σας ακούγεται; Σε κανένα ευρωπαϊκό εκπαιδευτικό σύστημα δεν υπάρχει παρόμοια αντιμετώπιση των μελλοντικών του πολιτών. Αντίστοιχα, στα ΙΕΚ εγγράφονται οι απόφοιτοι των γενικών και επαγγελματικών λυκείων. Η λειτουργία τους είναι να καταρτίζουν άτομα που το πτυχίο τους έχει χάσει την ανταποδοτικότητά του στην αγορά εργασίας ή να εμπλουτίζουν με περαιτέρω εξειδικεύσεις την αρχική επαγγελματική τους εκπαίδευση. Δεν υποκαθιστούν τα ΙΕΚ τη δωρεάν τυπική ΤΕΕ. Λειτουργούν συμπληρωματικά, γι’ αυτό και υπάγονται στη Γενική Γραμματεία Διά Βίου Μάθησης.
Άρα στους τομείς και τις ειδικότητες που κατήργησε ο κ. Αρβανιτόπουλος, των οποίων τα πτυχία μάλιστα είναι περιζήτητα στην αγορά εργασίας, το κράτος παραχώρησε τη δυνατότητα να εκπαιδεύσει τους αυριανούς επαγγελματίες του χώρου στους ιδιώτες. Γιατί στους ιδιώτες, αφού όπως λέει υπάρχει «αύξηση των Δημοσίων ΙΕΚ από 93 σε 110, ίδρυση 89 δημοσίων ΣΕΚ». Γιατί η παροχή της μη τυπικής εκπαίδευσης δεν συνιστά υποχρέωση για το κράτος. Οι δομές αυτές συστεγάζονται στα σχολεία της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, δεν παρέχουν βιβλία στους μαθητές τους και είναι υποστελεχωμένες σε μόνιμο εκπαιδευτικό προσωπικό. Μπορεί βέβαια να σκεφτεί κανείς, ποιο είναι το πρόβλημα. Το πρόβλημα είναι ότι αυτό δεν ονομάζεται δωρεάν παιδεία.
Αυτά σε θεωρητικό επίπεδο. Ας περάσουμε στην πρακτική εφαρμογή της «μεταρρύθμισης». Τα ΣΕΚ, είναι ένας θεσμός που είναι ακόμη στα χαρτιά, ενώ τα ΙΕΚ στο πρώτο εξάμηνο λειτουργούν χωρίς μόνιμο εκπαιδευτικό προσωπικό. Για να αναφανεί η προχειρότητα, ας πάρουμε ως παράδειγμα μια νέα ειδικότητα του ΕΠΑΛ που ανήκει στην τυπική εκπαίδευση, τον Τεχνικό Αλιείας και Υδατοκαλλιεργειών. Πόσοι καθηγητές αυτής της ειδικότητας πιστεύεται ότι υπάρχουν, πόσα εργαστήρια, πότε εκδόθηκαν βιβλία, πότε ορίστηκε το επαγγελματικό της περίγραμμα και τα αντίστοιχα επαγγελματικά δικαιώματα; Αναφορικά με τα βιβλία, καλό είναι να γνωρίζετε ότι οι μαθητές των ΕΠΑΛ διδάσκονται με βιβλία του ιδρύματος Ευγενίδου και των παλιών ΤΕΕ. Τι εννοώ: η κ. Γιαννάκου κατήργησε τα ΤΕΕ ιδρύοντας τα ΕΠΑΛ το 2006. Εφτά χρόνια μετά δεν έχουν συγγραφεί βιβλία για τα ΕΠΑΛ. Αυτά σε πρακτικό επίπεδο. Είστε σε θέση να διακρίνετε την αντίφαση; Αν όχι, διαβάστε τι γράφει ο κ. Αρβανιτόπουλος: «Το νέο ΕΠΑ.Λ. καλείται να αποτελέσει μια εναλλακτική εκπαιδευτική διαδρομή του δεύτερου κύκλου της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, για όσους μαθητές επιθυμούν ένα διαφορετικό τύπο σχολείου, στο οποίο θα μπορούν να αναπτύξουν τις ιδιαίτερες κλίσεις και δεξιότητές τους. Ένα σχολείο, το οποίο διασφαλίζει στον απόφοιτό του μια ευρύτερη μόρφωση και γενική παιδεία, αλλά και βασικές δεξιότητες».
Τέλος, αναφορικά με τους εκπαιδευτικούς που έθεσε σε διαθεσιμότητα, ενώ θεωρητικά στιγματίζει τα στερεότυπα: «οι γονείς να εμπιστευτούν το δημόσιο σχολείο και τους εκπαιδευτικούς μας και να εξαλείψουν τα στερεότυπα της περιόδου της Μεταπολίτευσης», στην πράξη στερεοτυπικά αναφέρει ότι οι εκπαιδευτικοί π.χ. της Βρεφονηπιοκομίας θα επιστρέψουν στους βρεφονηπιακούς σταθμούς των δήμων. Ενώ συνεχίζει: «η Ελλάδα δεν χρειάζεται μόνο γιατρούς, δικηγόρους, φιλολόγους. Δεν χρειάζεται μόνο επιστήμονες. Χρειάζεται και τεχνίτες και τεχνικούς, επαγγελματίες και δεξιοτέχνες». Ποιος λοιπόν θα εκπαιδεύσει αυτούς τους επαγγελματίες που αναφέρει; Ποιος θα εκπαιδεύσει τους κομμωτές, τους αισθητικούς, τους υδραυλικούς, τους ηλεκτρολόγους, τους νοσηλευτές κ.α. Αυτοί οι οποίοι είναι στη διαθεσιμότητα και προορίζονται για απόλυση ή μετάταξη σε άλλες δομές του δημοσίου ή οι φιλόλογοι;
Κλείνοντας θα ήθελα όλοι να σκεφτείτε ότι οι πολιτικοί σαν τον κ. Αρβανιτόπουλο, που ευαγγελίζονται παρόμοιες «μεταρρυθμίσεις» στην Παιδεία, δεν καταδικάζουν το παρόν, όπως κάνουν οι υπόλοιποι πολιτικοί, καταδικάζουν διά της Παιδείας το μέλλον ενός κράτους. Δεν καταδικάζουν εμάς, καταδικάζουν τα παιδιά μας.