Του Σωτήρη Κολλάτου*
Πριν τις τελευταίες εκλογές, η ΔΗΜΑΡ, διακήρυττε, ότι θα συμβάλει στο να δημιουργηθεί μετεκλογικά, κυβέρνηση συνεργασίας, όσο το δυνατόν ευρύτερων δυνάμεων, στηριζόμενη σε ένα δημοκρατικό κοινό πρόγραμμα, με βάση το οποίο θα προσπαθήσει να σταματήσει τον κατήφορο που πήρε η χώρα, και να βγει από το οικονομικό και κοινωνικό τέλμα, αποφεύγοντας την άτακτη χρεοκοπία, την έξοδο από το ευρώ και την Ε.Ε.
Και αυτό, στο μέτρο των δυνάμεών της, το έκανε πράξη. Δέχτηκε να συμμετάσχει σε μια κυβέρνηση εθνικής ευθύνης με ένα ελάχιστο κοινό πρόγραμμα. Μπορούσε να ακολουθήσει κάποιον άλλον δρόμο όπως άλλοι. Το δρόμο του λαϊκισμού και της δημαγωγίας που ήταν πιο εύκολος. Δεν το έκανε όμως και προτίμησε την ανάληψη ευθυνών και όχι να κάθεται να δημαγωγεί απ’ έξω. Η συμμετοχή της ΔΗΜΑΡ στην κυβέρνηση, κράτησε λίγο, όχι με δική της ευθύνη και σ’ αυτό το διάστημα το έργο και οι προτάσεις των υπουργών της Μανιτάκη - Ρουπακιώτη, Σκοπούλη και Παπαθεοδώρου ήταν σημαντικό. Δυστυχώς οι άνθρωποι με τους οποίους συνεργαστήκαμε ήταν αλλιώς μαθημένοι. Θεωρούσαν και θεωρούν τον εαυτό τους μεγάλα κεφάλια, χωρίς να συναισθάνονται το μέγεθος των ευθυνών τους που είχαν από το παρελθόν των μονοκομματικών κυβερνήσεων που υπηρετούσαν επί δεκαετίες. Στις συζητήσεις, για αποφάσεις πάνω σε σοβαρά ζητήματα αγνοούσαν τη γνώμη της ΔΗΜΑΡ ή έπαιρναν νομοθετικές πρωτοβουλίες χωρίς να προηγηθεί καμία ουσιαστική συζήτηση. Αυτό ήταν μια προκλητική συμπεριφορά και περιφρόνηση σε μια πολιτική δύναμη ευθύνης. Σε μια πολιτική δύναμη που έκανε την υπέρβασή της και διεκδίκησε όχι νομή στην εξουσία, αλλά συμμετοχή στα δύσκολα προς όφελος των εργαζομένων και όλου του λαού που αγωνιούσε για την καθημερινότητα και το αύριο των παιδιών του. Παρά τις προσπάθειές μας να βρεθεί κοινός τόπος συμπόρευσης, παρά τις τεκμηριωμένες προτάσεις μας για σειρά ζητημάτων και παρά τις υποχωρήσεις μας, ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, φαίνεται, δεν είχαν διδαχθεί όσο έπρεπε από το ένοχο παρελθόν τους. Ετσι, ο δρόμος της αποχώρησης έγινε αναπόφευκτος. Η ΔΗΜΑΡ αποχώρησε από την κυβέρνηση και –κατά τη γνώμη μου -πολύ καλά έκανε. Σήμερα, από ορισμένους ζητείται η επιστροφή της στην κυβέρνηση γιατί, τα πράγματα αναμένεται να δυσκολέψουν.
Θεωρώ ότι αυτή η πρόταση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Θα ισχυριστούν κάποιοι, ότι η κατάσταση στη χώρα, είναι πολύ κρίσιμη. Οι προοπτικές δεν είναι αισιόδοξες και ο τόπος έχει ανάγκη μιας δυνατής κυβέρνησης συνεργασίας για να την αντιμετωπίσει. Ναι συμφωνώ, αλλά για να μακροημερεύσει και να πετύχει μία κυβέρνηση συνεργασίας, είναι απαραίτητος ο σεβασμός και η τήρηση του συμφωνηθέντος προγράμματος στην πράξη, κάτι που προκλητικά κατά το πρόσφατο παρελθόν, δεν τηρήθηκε ούτε από τον πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά. ούτε από τον Ευάγγ. Βενιζέλο. Αν, που το εύχομαι, γίνει νέα κυβέρνηση, με ευρύτερη συμμετοχή πρέπει πρώτα - πρώτα να διδαχτεί από τα λάθη και τις αποτυχίες της σημερινής και της προηγούμενης και να αλλάξουν οι επικεφαλής. Κάτι που δεν το βλέπω εύκολο.
Την κύρια ευθύνη για ό,τι περνάει σήμερα η χώρα μας, την έχουν οι μονοκομματικές κυβερνήσεις των τελευταίων 40 χρόνων. Όταν ο ένας από τους δύο του (πρώην) δικομματισμού ήταν κυβέρνηση -που τις περισσότερες φορές ήταν μειοψηφία στο εκλογικό σώμα - μονοπωλούσε την εξουσία και εφάρμοζε μια λαϊκίστικη δημαγωγική και αυταρχική πολιτική, πολιτική ρουσφετιού και διαφθοράς που εξαπλώθηκε γρήγορα σ’ όλους τους πολιτικούς και δημόσιους τομείς. Οι συνέπειες είναι γνωστές και τις πληρώνει και σήμερα ο λαός. Η εκάστοτε αντιπολίτευση - κυρίως η αξιωματική - υπερθεμάτιζε σε λαϊκισμό και όταν κατάφερνε να έλθει στην εξουσία, απλώς άλλαζαν ρόλους με την έως τότε κυβέρνηση.
Ολοι γνωρίζουμε πώς καθιερώθηκε το δικομματικό σύστημα διακυβέρνησης στη χώρα μας. Αρχικά ήταν το μετεμφυλιακό κλίμα, που επικράτησε μετά το ‘50. Η διατήρηση των εκτάκτων μέτρων, ο αντικομμουνισμός και η τρομοκρατία, απαγόρευαν ουσιαστικά κάθε προσπάθεια να δημιουργηθεί μια κουλτούρα συνεργασίας. Καίριο ρόλο σ’ αυτή την κατάσταση έπαιξαν τα καλπονοθευτικά εκλογικά συστήματα με τα προνόμια που παρείχαν στα μεγάλα κόμματα και τα μπόνους των εδρών στο πρώτο. Ο δικομματισμός είχε αποκλείσει το πιο γνήσιο δημοκρατικό και αντιπροσωπευτικό σύστημα, την απλή αναλογική. Η ΔΗΜΑΡ κατέθεσε πρόσφατα στη Βουλή σχετικό νομοσχέδιο για την ανόθευτη αναλογική. Τα άλλα κόμματα της αριστεράς το ΚΚΕ και κυρίως ο ΣΥΡΙΖΑ στα λόγια είναι υπέρ - δεν γνωρίζουμε την άποψη του ΠΑΣΟΚ και των ΑΝΕΛ - αλλά στην ουσία, την αρνούνται. Τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ ίσως να καλοβλέπει το μπόνους των 50 εδρών του ισχύοντος εκλογικού συστήματος, ασχέτως εάν το προηγούμενο διάστημα το κατήγγελνε ως αντιδημοκρατικό και αντισυνταγματικό. Αν πράγματι είναι έτσι, θα φανεί πολύ γρήγορα. Η ΔΗΜΑΡ θα πρέπει να ζητήσει να συζητηθεί άμεσα η πρότασή της στη Βουλή, ώστε όλα τα κόμματα της Αριστεράς (αλλά και όχι μόνο) να πάρουν ξεκάθαρη θέση και ταυτόχρονα να ζητηθεί η εφαρμογή της απλής και άδολης αναλογικής από τις επόμενες εκλογές, για ν’ ανοίξει ο δρόμος στο σχηματισμό κυβερνήσεων συνεργασίας με ένα κοινό πρόγραμμα διεξόδου από την πολύμορφη κρίση. Στο συνέδριο της ΔΗΜΑΡ που θα γίνει σε λίγες ημέρες, θα συζητηθούν με ρεαλισμό και όραμα, όλα τα μεγάλα και μικρότερα προβλήματα των πολιτών, της κοινωνίας και της χώρας. Ελπίζω και εύχομαι να διορθωθούν τυχόν λάθη και αδυναμίες μας, ώστε να μπορέσουμε, στο μέτρο των δυνάμεών μας, να συμβάλουμε και εμείς στο να ανακουφιστούν οι χειμαζόμενοι πολίτες, και να βγει η χώρα από το τέλμα. Να ξανασάνει ο λαός που υποφέρει από τη φτώχεια και να γεννηθεί μια καινούρια ελπίδα για τη νέα γενιά και τη χώρα.
* Ο Σωτήρης Κολλάτος είναι μέλος της ΔΗΜΑΡ