Του Αχιλλέα Παπαγεωργίου
Λένε πως όταν πεθαίνει κάποιος, η ψυχή του γυρίζει για 40 μέρες σε όλα εκείνα τα μέρη που είχε τις πιο εντυπωσιακές αναμνήσεις, καλές ή κακές, και μετά εκτοξεύεται στο αχανές διάστημα. Εκεί ο Δημιουργός του δίνει τη μορφή ενός άστρου μικρού ή μεγάλου, ανάλογα με τα έργα που άφησε πίσω στη γη, μέχρι την ώρα που θα ενσωματωθεί σ’ έναν μεγάλο Γαλαξία και θα πλανώνται όλοι μαζί στο αχανές σκοτεινό στερέωμα. Προσπάθησα και μπήκα στο ρόλο της ψυχής μου και άρχισα να επισκέπτομαι όλα εκείνα τα μέρη στην παλιά μου γειτονιά όπου είχα πολλές όμορφες, χαρούμενες αναμνήσεις, αλλά και πάρα πολλές δυσάρεστες και θλιβερές πολλές φορές. Ξεκίνησα από την οδό Παλαιστίνης στο σταυροδρόμι Ανθίμου Γαζή, Κενταύρων όπου είναι η Ισραηλινή Κοινότητα και το δημοτικό σχολείο. Στην αρχή αριστερά ήταν η εφημερίδα «Θεσσαλικά Νέα» με δ/ντη τον Τάκη Γεωργίου και αρχισυντάκτη τον Δαμιανό Βουργαράκη, δάσκαλος μου στα πρώτα βήματα της δημοσιογραφίας, τον Κρονσώρη και τους άλλους τεχνικούς. Δίπλα ήταν μια μεγάλη αποθήκη του Ερυθρού Σταυρού όπου μαζεύονταν, λέγανε, οι μασσώνοι και κάναν τις ιεροτελεστίες τους. Ακριβώς δίπλα ήταν το φροντιστήριο ξένων γλωσσών του Πέτρου Σεΐδα όπου πηγαίναμε με τον Γιάννη Τράντο δύο χρόνια και δεν μάθαμε τίποτα αφού το ρίχναμε στην πλάκα. Απέναντι ήταν το σπίτι του Δασκαλόπουλου και πάρα δίπλα το τσαγκάρικο του Μαΐση στο χώρο τον διατηρητέου κτιρίου του Μουσών Αβραάμ εμπόρου δημητριακών ισραηλιτικού και διαγωνίως απέναντι η Παιδαγωγική Ακαδημία Λάρισας ιδιοκτησία του ιδίου, από τη οποία αποφοίτησαν πάρα πολλοί δάσκαλοι φίλοι και γνωστοί μας.
Το διατηρητέο ήταν τότε Δημαρχείο. Ήταν η πρώτη συνέντευξη που πήγαινα, με δήμαρχο του Χατζηγιάννη. Εκεί μου έσπασε η μύτη από το φάμπερ και αναγκάστηκε ο δήμαρχος να μου δώσει ξανά ατομική συνέντευξη. Ήταν η αιτία που γνώρισα καλά τον δήμαρχο γιατί ήταν φίλος του παππού μου. Στην γωνία Ταγμ. Βελισαρίου και Παλαιστίνης ήταν το σπίτι της οικογένειας Αγραφιώτη με τον σοβαρό πατέρα, την γλυκύτατη κυρία Αγραφιώτη και τα δύο αγόρια τον Γιώργο και τον Θάνο. Μια θαυμάσια λαρισαϊκή οικογένεια. Απέναντι, διαγωνίως, ήταν το μπακάλικο του Χαζάν. Πόσο μας βοήθησε ο μακαρίτης στα δύσκολα χρόνια της κατοχής. Πριν φτάσω στους έξι δρόμους αριστερά ήταν το χασάπικο του Κωσταρέλου, με τον Τάκη που πρόσφατα έφυγε από τη ζωή, τον Γιώργο τον Δάσκαλο, τον Γιάννη με τα ποδήλατα και τη Ρόιδω μετά κυρία Μπαρμπούτη. Μια χαρούμενη οικογένεια με ήθος, αξιοπρέπεια και ανθρωπιά. Στα δύσκολα χρόνια, μας έδινε μεγάλα μοσχαρίσια κόκκαλα και κάναμε σούπα και βγάζαμε το μεδούλι με τη φουρκέτα. Στη γωνία ακριβώς ήταν ένα άλλο μπακάλικο του Λέοντα Μιζάν πατέρα του συμμαθητή μου και αδελφικού μου φίλου Ζακινού, αρχιραβίνου κατοίκου σήμερα Αθηνών. Στην αρχή της οδού Αριστείδου ήταν ο φούρνος του Μανώλα και απέναντι ακριβώς το σπίτι της οικογένειας.
Ήταν 4 όμορφα κορίτσια που βοηθούσαν και στο φούρνο. Αρκετοί από άλλες γειτονιές έρχονταν ν’ αγοράσουν δήθεν ψωμί, μόνο και μόνο για να πιάσουν κουβέντα με τις όμορφες κόρες του Μανώλα. Ήταν ένα όμορφο μπουκέτο λουλουδιών στην γειτονιά των Έξι Δρόμων. Απ’ εδώ εξορμούσαμε εναντίον των παιδιών του Αγίου Αθανασίου και στο Κουλουρντού γινόταν η σύγκρουση ο γνωστός στα χρόνια εκείνα πετροπόλεμος, έσπαζαν κεφάλια, πληγώνονταν πόδια και χέρια, τα παραθυρόφυλλα των σπιτιών έκλειναν από τον φόβο της αδέσποτης πέτρας, από τα παράλια του Πλαταμώνα και του Τσάγεζι. Στη γωνία Τζαβέλα και Θέτιδος ήταν το σπίτι του Ααρών Φελλούς που νοικιάσαμε όταν μαζεύτηκε όλη οι οικογένεια γιατί οι δυστυχισμένοι τότε ισραηλίτες εγκατέλειπαν τα σπίτια τους και κρύβονταν σε μακρινά χωριά αφού άλλαζαν και τα ονόματα τους, για το φόβο των Γερμανών, που τους κυνηγούσαν με αφάνταστο μίσος.
Σ’ αυτό το σπίτι συνέβη κάτι ασυνήθιστο για τα χρόνια της Γερμανικής κατοχής που θα το θυμάμαι, μέχρι να πεθάνω. Πρέπει να ήταν στα μέσα του 1943 όταν ήρθε στο σπίτι μας μια μικρή ομάδα Γερμανών αξιωματικών και μας έκανε γνωστό, ότι το μεγάλο δωμάτιο το επιτάσσουν για τον Διοικητή της Γκεστάμπο. Την άλλη μέρα έφτασε ένας ψηλός συνταγματάρχης με τη συνοδεία του και εγκαταστάθηκε στο δωμάτιο που προανέφερα. Από εκείνη την ημέρα οι κινήσεις μας ήταν περιορισμένες. Έπρεπε να ξυριστεί, να πλυθεί, να πάει στο μπάνιο ο Γερμανός και μετά να πάρουμε σειρά εμείς. Πολλές φορές κάναμε τσίσια επάνω μας, γιατί δεν έπρεπε να ενοχλήσουμε τον συνταγματάρχη. Ο πατέρας μας ήταν θερμαστής στα τρένα, έρχονταν για μια μέρα και μετά ταξίδευε τρεις τέσσερις μέρες. Μια ημέρα, ο Γερμανός έφερε μια ψηλή όμορφη γυναίκα με μακριά καστανά μαλλιά και την εγκατέστησε στο σπίτι μας και στο δωμάτιο του. Τη λέγανε Νόρα και ήταν Ελληνίδα Αθηναία. Δεν θυμάμαι πόσες μέρες πέρασαν, όταν ένα πρωί βγήκε η Νόρα από το δωμάτιο, αφού είχε φύγει ο Γερμανός και έπιασε κουβέντα με τη μάνα μας, η οποία κατέληξε σε Ομηρικό καυγά. Θυμάμαι τα λόγια της μάνας μου που της έλεγε με περιφρόνηση και αηδία ότι «δεν ντρέπεσαι εσύ μια Ελληνίδα να πας με τον Γερμανό που σκοτώνει τα αδέλφια μας και μάλιστα να ζεις μαζί του;» Αντέδρασε η καστανομάλλα Αθηναία για την προσβολή και θυμάμαι με τρόμο, την άρπαξε η μάνα μου από τα μαλλιά την έσυρε έξω από την εξώπορτα και με μανία και αφάνταστη δύναμη την πέταξε στο χωματόδρομο της οδού Τζαβέλα με τις τριμμένες κεραμίδες και χώματα ενώ με τα λόγια την έστελνε στο διάολο! Κυλίστηκε η φιλενάδα του συνταγματάρχη μέσα στα χώματα, σκίστηκε η ρόμπα της, πληγώθηκαν τα χέρια και τα πόδια της και με κλάματα και ματωμένο πρόσωπο έφυγε τρέχοντας, ξυπόλητη για τους Έξι Δρόμους. Δεν ξέρουμε πως έφτασε στη Γκεστάπο.
Δεν πέρασε ούτε ώρα, όταν ένα μακρύ γερμανικό αυτοκίνητο με καμιά δεκαριά πεταλάδες με κράνη και αυτόματα φρενάρισε δέκα μέτρα μακριά από το σπίτι μας, πήδησαν οι Γερμανοί, έδωσαν μια κλωτσιά την πόρτα, όρμησαν μέσα άρπαξαν την μάνα μας από τα μαλλιά, έδωσαν σε μένα μια κλωτσιά στον πισινό και πετάχτηκα στο απέναντι ντουβάρι του σαλονιού. Πιάνοντας τον πισινό μου και το χέρι του αδελφού μου του Τάκη, βγήκαμε στην εξώπορτα να δούμε τι έκαναν στη μάνα μας. Την είχαν στήσει στον απέναντι τοίχο του τούβλινου σπιτιού του φίλου μου, συμμαθητή μου αργότερα στο Γυμνάσιο Γιάννη Μπέσιου, παρατάχτηκαν απέναντι έτοιμοι να την εκτελέσουν.
Άνοιξαν πόρτες και παράθυρα στη γειτονιά και όλοι μαζί γιουχάιζαν τους Γερμανούς γι’ αυτό που ήθελαν να κάνουν. Δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε αυτό που επρόκειτο να γίνει. Ο επικεφαλής αξιωματικός μετά από αυτή τη στάση των γειτόνων μας, άλλαξε γνώμη, έδωσε διαταγή να φύγουν αφού πήραν τη μάνα μας και σαν σακί την πέταξαν στο μακρύ στρατιωτικό αυτοκίνητο. Έκαναν μανούβρα και με ταχύτητα έφυγαν προς την οδό Παλαιστίνης όπως μάθαμε αργότερα. Ενώ εγώ δεν ήξερα που βρισκόμουν, ο αδελφός μου με άρπαξε από το αριστερό χέρι λέγοντας «πάμε στο σταθμό στον κύριο Νεμέτ». Δεν καταλάβαινα αν έτρεχα ή βάδιζα. Ούτε θυμάμαι πως βρεθήκαμε στο σιδηροδρομικό σταθμό, στο φαρμακείο των σιδηροδρομικών που ήταν ο κύριος Νεμέτ. Ο αδελφός μου ήξερε ότι ο κύριος Νεμέτ ήταν φίλος του πατέρα μας. Ανεβήκαμε δύο πέτρινα σκαλιά και βρεθήκαμε απέναντι από τον φαρμακοποιό των σιδηροδρομικών. Με κομμένη την ανάσα διηγήθηκε ο αδελφός μου στον κύριο Νεμέτ τι συνέβη. «Πάρε τον αδελφό σου και πηγαίνετε στο σπίτι. Εγώ θα βρω τον πατέρα σας». Σαν όνειρο θυμάμαι ότι τον βρήκε κάπου στο Λιανοκλάδι με εκείνο το κουρδιστό τηλέφωνο της εποχής. Πέρασαν ώρες στο σπίτι με τα δύο αγόρια και την μικρή μας αδελφή την Τούλα. Κάποιες γειτόνισσες ήρθαν να μας παρηγορήσουν αλλά εμείς ήμασταν σαν χαμένα. Ούτε κλαίγαμε, ούτε μιλούσαμε, μόνο περιμέναμε να ‘ρθει ο πατέρας. Το απόγευμα πριν σκοτεινιάσει σταμάτησε ένα αυτοκίνητο έξω από το σπίτι και κατέβηκαν ο πατέρας και η μάνα μας. Η στιγμή δεν περιγράφεται. Τα δάκρυα, τα γέλια, οι αγκαλιές κράτησαν μέχρι το βράδυ. Ο κ. Νεμέτ βρήκε τον πατέρα, ήρθε στη Λάρισα μίλησε με τον κ. Νεμέτ και πήγε κατ’ ευθείαν στη Γκεστάπο. Συνάντησε τον συνταγματάρχη και του είπε ότι εγώ είμαι στα τραίνα που ο γερμανικός στρατός τα χρησιμοποιεί. Και εσείς για ένα ασήμαντο γεγονός πήρατε τη γυναίκα μου και τη φέρατε στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως της Αεροπορίας;
Αυτά θυμάμαι. Ο Γερμανός έδωσε διαταγή να παραδώσουν τη μάνα μας στον πατέρα. Λέγανε την άλλη μέρα, ότι αν δεν προλάβαινε να πάρει τη μάνα μας, το πρωινό της άλλης μέρας το τραίνο θα φόρτωνε κρατούμενους άνδρες, γυναίκες και παιδιά και θα τα πήγαινε στο Νταχάου. Η μάνα μας σώθηκε από την ψυχραιμία του μακαρίτη του αδελφού μας του Τάκη, τον δραστήριο φαρμακοποιό κ. Νεμέτ, την τόλμη του πατέρα να παρουσιαστεί στον «ένοικό» μας συνταγματάρχη και στη γειτονιά που με τόλμη και πατριωτισμό γιουχάισε τους πεταλάδες γκεσταπήτες.
Όσο αφορά στην πράξη της μητέρας δείχνει την τόλμη της Ελληνίδας μάνας απέναντι στους κατακτητές. Δεν μπορώ να συνεχίσω άλλο για τη γειτονιά μας. Σε άλλο σημείωμα μπορεί!