Του Νίκου Ι. Μεγαδούκα
Ο Αντώνης Σαμαράς παραχώρησε την περασμένη Δευτέρα συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης στο τηλεοπτικό δίκτυο Mega με οικοδεσπότη τον δημοσιογράφο Γιάννη Πρετεντέρη, δεχθείς ερωτήσεις οι οποίες κάθε άλλο παρά επιθετικές ήταν ή εν πάση περιπτώσει δεν ήταν ερωτήσεις τις οποίες θα έκανε ένας «απλός» πολίτης αν είχε ενώπιόν του τον πρωθυπουργό της χώρας.
Υπό την έννοια αυτή η πρωθυπουργική συνέντευξη δόθηκε σε «ασφαλές περιβάλλον» και δι’ αυτής ο Αντώνης Σαμαράς προσπάθησε αφενός μεν να «ισοφαρίσει» την 15μηνη απουσία του από τις κοινοβουλευτική διαδικασία και ιδιαίτερα αυτήν από την «Ώρα του πρωθυπουργού» (στην οποία δεν έχει απαντήσει σε καμιά ερώτηση της αντιπολιτεύσεως – σε αντίθεση με την πρακτική των προκατόχων του) και αφετέρου να δείξει ότι είναι αυτός και η κυβέρνηση που καθορίζουν την πολιτική ατζέντα.
Ο Αντώνης Σαμαράς κινήθηκε σε δύο επίπεδα: το ένα έχει να κάνει με τα θέματα του «νόμου και της τάξεως» τα οποία παραμένουν ζητούμενο για τη μεγαλύτερη μερίδα της κοινωνίας και το δεύτερο με τη διαχείριση των σχέσεων της κυβερνήσεως με την Τρόικα, διατυπώνοντας την πρόθεση να εξέλθει η χώρα από το Μνημόνιο και συνεπώς να απενεργοποιήσει το υπαρκτό δίλημμα «μνημόνιο-αντιμνημόνιο».
Ο πρωθυπουργός, είναι αλήθεια, δεν έκρυψε τις δυσκολίες και τα προβλήματα, αλλά (με βάση και τη γλώσσα του σώματος – δεν κοίταζε σχεδόν ποτέ τον θεατή κατά πρόσωπο κι έκανε πολλές νευρικές κινήσεις) τα όσα, σε μια προσπάθεια να δώσει ελπίδα, έλεγε, ήταν οριακής πειστικότητας, καθώς αποτελούσαν remake υποσχέσεων που έχουν δοθεί πολλάκις στην κοινωνία και οι οποίες δεν τηρήθηκαν, φυσικά δε δεν δεσμεύθηκε χρονικά για την έξοδο της χώρας από τη διεθνή επιτήρηση.
Βεβαίως, επεχείρησε να δώσει την εικόνα πως «κάτι αλλάζει» στη χώρα, αλλά αυτό που κατέστησε σαφές (και αυτό δείχνει και την αγωνία του) είναι πως θα επιμείνει στην επιθετική τακτική έναντι του ΣΥΡΙΖΑ και της ηγεσίας του, των οποίων, όπως έχουμε ξαναγράψει και όπως αποδεικνύεται από την απέναντί τους κυβερνητική πρακτική εδώ και 15 μήνες, δεν αναγνωρίζει ούτε καν το θεσμικό ρόλο, δηλαδή ουσιαστικά δεν τους αντιμετωπίζει ως αξιωματική αντιπολίτευση.
Ο γράφων, μετά από τρεις δεκαετίες στη δημοσιογραφία, είναι η πρώτη φορά που διαπιστώνει πλήρη απουσία διαύλων επικοινωνίας μεταξύ κυβερνήσεως και μείζονος αντιπολιτεύσεως, όταν είναι ιστορικά επιβεβαιωμένο ότι ακόμη και στις χειρότερες φάσεις των μεταξύ τους πολιτικών αντιπαραθέσεων, υπήρχε (έστω και στοιχειώδης) επικοινωνία μεταξύ του Κωνσταντίνου Καραμανλή και του Ανδρέα Παπανδρέου και του δεύτερου με τον Κώστα Μητσοτάκη.
Επιπροσθέτως δε έχει γραφεί (και δεν έχει διαψευσθεί) ότι ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής θεωρεί αναγκαίους τους διαύλους επικοινωνίας μεταξύ της σημερινής κυβερνήσεως και της μείζονος αντιπολιτεύσεως, καθώς μάλιστα δεν γνωρίζει κανείς τις αναγκαιότητες που θα προκύψουν, όσον αφορά στη συγκρότηση κυβερνήσεως, μετά τις επόμενες εκλογές.
Στο πλαίσιο, λοιπόν, αυτής της στρατηγικής εντάσεως και αποδομήσεως του επιχειρήματος του ΣΥΡΙΖΑ ότι «οι άλλοι δοκιμάστηκαν και έφεραν τη χώρα ως εδώ. Δοκιμάστε και εμάς», ενός επιχειρήματος που αν μη τι άλλο είναι λειτουργικό, δίχως να είναι ιδεολογικοποιημένο (και άρα μπορεί να προσελκύσει τους «νοικοκυραίους») ο πρωθυπουργός προσπάθησε να αναδείξει αυτά που ο ίδιος και οι επιτελείς του θεωρούν ως αδύναμα σημεία της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως και αυτό το έπραττε ακόμη κι όταν του ετίθεντο ερωτήματα για την κυβέρνηση ή το κόμμα του, ερωτήματα στα οποία δεν απαντούσε ευθέως.
Παρακάμπτοντας δε ακόμη και δηλώσεις συνεργατών του από τις οποίες προέκυπτε, αν μη τι άλλο, πρόθεση συνεργασίας με τους χρυσαυγίτες (π.χ. Τ. Μπαλτάκος – Φ. Κρανιδιώτης) ο κ. Σαμαράς λέγοντας ότι «αυτά αντιλαμβάνομαι τα λέει ο ΣΥΡΙΖΑ», είπε πως δεν δέχθηκε καμιά εισήγηση από το περιβάλλον του για ήπια μεταχείριση της Χρυσής Αυγής. «Καθόλου, καμία τέτοια εισήγηση και θα σας πω το εξής: έχει ένα μόνιμο τικ ο ΣΥΡΙΖΑ. Όποιος δεν του αρέσει, τον αποκαλεί αμέσως «ακροδεξιό».
Κι όπως έγραψε ο Τάσος Παππάς στην «Εφημερίδα των Συντακτών» «έτσι γινόταν πάντα κι έτσι γίνεται. Οι στενοί συνεργάτες των αρχηγών αναλαμβάνουν να κάνουν τη βρόμικη δουλειά για λογαριασμό του αφεντικού τους. Λένε αυτοί όσα δεν μπορεί να πει δημοσίως ο προϊστάμενός τους»...
Παρά το γεγονός ότι πολλάκις (ακόμη και σε φιλικά προς την κυβέρνηση ΜΜΕ) έχει γραφεί πως ο Α. Σαμαράς έχει ακροδεξιούς συμβούλους και μάλιστα αυτό ενοχλεί πολλά με, κεντρώα και φιλελεύθερη αναφορά, στελέχη του κόμματός του, που φοβούνται (και το λένε σε κατ’ ιδίαν συνομιλίες) ότι η ΝΔ «γέρνει ακροδεξιά», εντούτοις ο πρωθυπουργός και αυτό ακόμη το απέδωσε στο ΣΥΡΙΖΑ.
«...κανένας ακροδεξιός δεν υπάρχει. Ασφαλώς από εκεί και πέρα υπάρχουν και άτομα, τα οποία, αν θέλετε μέσα σε κάποια παράνοια, δημιουργούν εικόνες ανθρώπων ακροδεξιών», είπε.
Ο Α. Σαμαράς μας είπε ακόμη ότι στη ζωή του δεν έχει βρει έναν φασίστα (!), αλλά παραδέχθηκε για πρώτη, ίσως, φορά (γιατί μέχρι σήμερα το απέδιδε στην παράνομη μετανάστευση) ότι για την άνοδο της «Χρυσής Αυγής» ευθύνεται η κρίση, αλλά και το πολιτικό σύστημα.
Παρά το γεγονός, εξ άλλου, ότι η κυβέρνησή του ταρακουνήθηκε, όταν προ μηνών δεν εισήγαγε το λεγόμενο αντιρατσιστικό νομοσχέδιο, το οποίο «έρχεται» τώρα και μάλιστα κατόπιν έξωθεν πιέσεων, ο πρωθυπουργός όταν ρωτήθηκε σχετικώς, «τα έριξε» και πάλι στον ΣΥΡΙΖΑ και αφού δεν έδωσε καμία συγκεκριμένη εξήγηση γιατί το αντιρατσιστικό καθυστέρησε, θυμήθηκε αίφνης (στην ίδια απάντηση) ότι ο Μανώλης Γλέζος και η Ζωή Κωνσταντοπούλου δεν ψήφισαν το νομοσχέδιο για την άρση της χρηματοδοτήσεως της «Χρυσής Αυγής».
Ο Α. Σαμαράς δεν διέψευσε ότι «αξιοποιεί» ως ...φόβητρο τον ΣΥΡΙΖΑ (και την πιθανότητα να κερδίσει τις προσεχείς εκλογές) στις συζητήσεις με τους δανειστές, προκειμένου να εκμαιεύσει την υποστήριξή τους στην κυβέρνησή του, αλλά «τα έχωσε χοντρά» (κατά το κοινώς λεγόμενο) στον αρχηγό της αντιπολιτεύσεως τον οποίο κατηγόρησε ότι «δίνει μάχη να μην βγούμε από την κρίση», δηλαδή, επί της ουσίας, τον κατηγόρησε ως ...αντεθνικώς δρώντα, έφτασε δε στο σημείο να του προσάψει ότι «θα καταργήσει υποθέτω αύριο τον εθνικό ύμνο».
Όταν δε ο Γιάννης Πρετεντέρης τον ρώτησε πώς κρίνει προσωπικά τον Α. Τσίπρα ως ένα νέο πολιτικό, ο πρωθυπουργός επέλεξε να απαντήσει ως εξής:
«Για μένα το πρόβλημα του κ. Τσίπρα δεν είναι να γίνει κυβέρνηση... Είναι να γίνει αντιπολίτευση (...). Πιστεύω ότι είναι και δημιουργός, αλλά και θύμα κακόφωνων συνιστωσών που υπάρχουν σήμερα στον ΣΥΡΙΖΑ. Δηλαδή εδώ πατάει, εκεί βρίσκεται ο καθένας (...). Πρέπει επιτέλους να ξεπεζέψουν από αυτά τα ιδεολογήματα τα οποία έχουν πεθάνει. Αυτό ο Ίωνας Δραγούμης το ονόμαζε «κομπογιαννιτισμό» (...). Ποτέ κανείς δεν βγήκε πρωθυπουργός ευχόμενος την αποτυχία της χώρας. Γιατί αποτυχία της χώρας είναι η διέξοδός του να κερδίσει. Εγώ θεωρώ ότι δεν υποστηρίζει μιαν «Ελλάδα για τους Έλληνες» που έλεγε ο Ανδρέας. Υποστηρίζει μιαν Ελλάδα για τους λαθρομετανάστες. Υποστηρίζει μια Ελλάδα χωρίς εξωτερική πολιτική, επειδή θα έχει καταργήσει τα προβλήματα της Ελλάδας. Υποστηρίζει μιαν Ελλάδα επαγγελματιών του κρατικού συνδικαλισμού. Υποστηρίζει μιαν Ελλάδα καθημερινών κινητοποιήσεων και καταλήψεων όπου βρει. Υποστηρίζει μια Ελλάδα που οι λέξεις έθνος και πατρίδα είναι απαγορευμένες».
Κι αίφνης θυμήθηκα την ιστορική φράση του Χρήστου Τσαγανέα στην ταινία του Αλέκου Σακελλάριου του 1948, «Οι Γερμανοί ξανάρχονται»:
«Άνθρωποι... Άνθρωποι... Προς τι το μίσος και ο αλληλοσπαραγμός; Όλοι άνθρωποι είμαστε...»...
Ψυχραιμία παιδιά.