Από τη Μαρίνα Αποστολοπούλου
Στις 13 Σεπτεμβρίου, από τούτη δω τη θέση, είχαμε επισημάνει ότι η ελληνική κοινωνία ζει έναν ακήρυχτο πόλεμο, ο οποίος ενίοτε μετατρέπεται σε εμφύλιο με ιδιαίτερα σκληρά χαρακτηριστικά ως απόρροια των όσων σκληρών ζούμε τα χρόνια της κρίσης.
Πέντε μέρες μετά, ήρθε η δολοφονία στο Κερατσίνι, αριστερού από Χρυσαυγίτη που άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου, επαληθεύοντας με τον πλέον θλιβερό τρόπο, ότι η εμφυλιοπολεμική πρακτική στην Ελλάδα της κρίσης δεν είναι μία θεωρία φόβου αλλά μία χειροπιαστή πραγματικότητα. Και τότε, στον απόηχο εκείνης της δολοφονίας και των όσων ακολούθησαν με στόχο την εξάρθρωση της «Χρυσής Αυγής», όχι μόνον σε ό,τι αφορούσε πράξεις οι οποίες ενέπιπταν στη δικαιοδοσία της Δικαιοσύνης αλλά και την πολιτική εξάρθρωσή της, είχαμε θέσει και το ερώτημα «αν η σπίθα γίνει πυρκαγιά;».
Την περασμένη Παρασκευή, κάποιοι συνειδητά επιχείρησαν ακριβώς αυτό: να γίνει η σπίθα πυρκαγιά υποδαυλίζοντας στοχευμένα και με ψυχρή ακρίβεια το κλίμα. Εκτέλεσαν εν ψυχρώ δύο νέα παιδιά μέλη της «Χρυσής Αυγής», τραυμάτισαν έναν ακόμη ενώ ένας τέταρτος γλίτωσε από θαύμα.
Ο σκοπός προκλητικά και εξοργιστικά προφανής: να μετατραπεί σε ανοιχτή και διευρυμένη εμφυλιοπολεμική σύρραξη μεταξύ των «άκρων» η αρχική δολοφονία στο Κερατσίνι και στη μέση να βρεθεί ο «άμαχος πληθυσμός» ως παράλληλη... απώλεια, οδηγώντας στην πολιτική αποσταθεροποίηση στην καλύτερη περίπτωση και στο χάος στη χειρότερη και πλέον επιθυμητή, ως φαίνεται, από εκείνους που διέταξαν την εκτέλεση στο Νέο Ηράκλειο.
Δυστυχώς, η περίφημη «θεωρία των άκρων» έλαβε σάρκα και οστά, μέσα σε λίγες ημέρες, με τα δύο άκρα να «χτυπιούνται» χύνοντας αίμα-που πάντως σε όλες τις περιπτώσεις κόκκινο είναι, δεν αλλάζει ανάλογα με την... ιδεολογική προέλευση. Όπως και η «βία» επίσης, μία είναι. Επίσης δεν αλλάζει λόγω ιδεολογικής προέλευσης ή κινήτρων και αυτό αποδείχθηκε στην πράξη με τον πλέον τραγικό τρόπο.
Όμως, από την εξέλιξη των γεγονότων, δυστυχώς επίσης, επαληθεύτηκε και η άποψη που οι περισσότεροι έσπευσαν να απορρίψουν μετά βδελυγμίας μερικές μέρες πριν, πάνω στην... πρεμούρα, να εξοντώσουν πολιτικά τη «Χρυσή Αυγή». Ότι, ο χειρισμός του όλου ζητήματος, αποτέλεσε μία επικίνδυνη ακροβασία στα όρια της συνταγματικότητας, η οποία «άνοιξε» επικίνδυνες ατραπούς που καθόλου βέβαιο δεν είναι ότι πράγματι μπορούν να κλείσουν ή να ελεγχθούν.
Σαφέστατα υπάρχει πολιτική ευθύνη για όσα συνέβησαν, για όσα συμβαίνουν και όσα ενδεχομένως θα συμβούν. Αν υπάρχει «πολιτική αυτουργία» για την ανάδειξη της «Χρυσής Αυγής» σε τρίτο κόμμα στην Ελλάδα, αυτή η «αυτουργία» συνεχίζεται για τον τρόπο όχι μόνον αντιμετώπισης του ζητήματος αλλά και της συνολικής αντίληψής του, καθώς φαίνεται. Γιατί, νόμιζαν κάποιοι ότι αν έκλειναν τους επικεφαλής της «ΧΑ» στη φυλακή, αν έβγαινε προς τα έξω η εγκληματική δράση κάποιων μελών της-διότι δεν μπορεί να καταδικάζεται συλλήβδην ένας κόσμος που στράφηκε προς τα εκεί για λόγους εκδίκησης έναντι του πολιτικού συστήματος-να λοιδορηθεί αρκούντως με τη βοήθεια βεβαίως (αυτό είναι αλήθεια) και κάποιων ένθερμων οπαδών και στελεχών της «ΧΑ», τότε απλώς, θα πάψει να υπάρχει και οι ψηφοφόροι θα στραφούν προς άλλα κόμματα. Η πορεία των πραγμάτων όμως απέδειξε ότι τίποτα από τα ως άνω δεν συνέβη. Η «ΧΑ» εξακολουθεί να εμφανίζεται ως τρίτο κόμμα στις δημοσκοπήσεις και αν ακόμη έχει χάσει ποσοστιαίες μονάδες από τη δημοσκοπική δύναμη που εμφάνιζε πριν τα γεγονότα, ωστόσο τα ποσοστά της είναι στα εκλογικά ποσοστά των τελευταίων εκλογών. Δεν αρκεί προφανώς, να αποδείξεις-και μέσα από διαδικασίες των οποίων η συνταγματικότητα αμφισβητείται-ότι κάποιος είναι «κακός», πρέπει να του υποδείξεις και την «καλή» εναλλακτική λύση. Και αυτή, εξίσου προφανώς, δεν υπάρχει, για όλους εκείνους που επιμένουν να στηρίζουν τη «ΧΑ». Αν θα θέλαμε να διακινδυνέψουμε μία πρόβλεψη, θα λέγαμε ότι μετά την εν ψυχρώ εκτέλεση των δύο νεαρών στο Νέο Ηράκλειο, στην επόμενη δημοσκόπηση η «ΧΑ» θα προκύψει ενισχυμένη.
Από τις συνολικές αντιδράσεις του πολιτικού κόσμου, μάλλον πρέπει να συνάγουμε ότι το έλαβαν το μήνυμα, μετά τις δολοφονίες της Παρασκευής, που έφεραν την πιθανή προοπτική αποσταθεροποίησης στη χώρα σε χειροπιαστή απόσταση.
Ενώ μετά τη δολοφονία Φύσσα, όλοι τους, ο καθένας για τους δικούς του λόγους, ήταν λαλίστατοι, με αλλεπάλληλες καταδικαστικές δηλώσεις και «κορώνες» και ικανές υπερβολές και βεβαίως μεταξύ τους διαμάχη ακόμη και για το «πώς» ορίζεται η βία, στην περίπτωση της τελευταίας διπλής εκτέλεσης οι δηλώσεις ήταν φειδωλές. Υπήρξε βεβαίως η απαιτούμενη συνολική καταδίκη του τραγικού περιστατικού αλλά, από κει και πέρα... .σιγή ασυρμάτου.
‘Η γιατί «έλαβαν το μήνυμα» και δεν ξέρουν «πώς» να το διαχειριστούν ή γιατί απλά δεν μπορούν να διαχειριστούν συνολικά την κατάσταση χωρίς να φανεί ότι γίνονται διαχωρισμοί ανάμεσα στα «πρόβατα» και τα «ερίφια», ανάλογα με το «πώς» και το «πού» ο καθένας αποδίδει αυτούς τους χαρακτηρισμούς.
Όσο για τους πολίτες; Το μήνυμα όλων αυτών είναι «βασικά ψυχραιμία». ‘Η πιο εκλαϊκευμένα, αλλά πάντως κατευθείαν στον στόχο, «μην τσιμπάτε».Ας μην αφήσουμε αυτούς που για μία ακόμη φορά παίζουν στην πλάτη μας επικίνδυνα παιχνίδια εκτροπής να μας καταστήσουν υποχείρια του φόβου μας και των δικών τους σκοπών. Αυτή είναι η μόνη και η καλύτερη άμυνα.