Του Νίκου Ι. Μεγαδούκα
Αγριεύουν τα πράγματα στο οικονομικοκοινωνικό - και κατ’ επέκταση στο πολιτικό - πεδίο, καθώς, όσο κι αν προσπαθεί η κυβέρνηση να επαναφέρει το περιβόητο (και ανύπαρκτο) success story, είναι εμφανές, όπως, άλλωστε, σαφώς προκύπτει από «επιθετικές» δηλώσεις των δανειστών, ότι «ο λογαριασμός δεν (τους) βγαίνει».
Και, ως εκ τούτου, ο πρωθυπουργός (και το περί αυτόν «κλειστό κύκλωμα εξουσίας») επιμένουν στη στρατηγική της εντάσεως και της πολώσεως (μέσω της «θεωρίας των δύο άκρων», την οποία δεν έχουν εγκαταλείψει, παρά τις διαφωνίες των «κεντρώων» της «γαλάζιας» παρατάξεως) με στόχο τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος, από πλευράς του, επισείει τον κίνδυνο να εκδηλωθεί εις βάρος του και εις βάρος συνολικά της Αριστεράς, κάποιου είδους προβοκάτσια.
Ταυτόχρονα δε οι ίδιοι άνθρωποι που θεωρούν πως η προσφυγή στις κάλπες θα λειτουργήσει αποσταθεροποιητικά για τη χώρα, τώρα, ενόψει του διαφαινόμενου αδιεξόδου με την Τρόικα, παίζουν εκ νέου το χαρτί της πρόωρης προσφυγής στη λαϊκή ετυμηγορία, έχοντας μάλιστα σηκώσει αντιμνημονιακό (φραστικό;) αντάρτικο κατά των δανειστών, παραδεχόμενοι, εμμέσως πλην σαφώς το αδιέξοδο της ασκούμενης μνημονιακής τους πολιτικής.
Εις επίρρωση των ανωτέρω, ο Αλέξης Παπαχελάς έγραψε στην «Καθημερινή» ότι «η απελπισία της όποιας μεσαίας τάξης έχει απομείνει στη χώρα δεν περιγράφεται» και «αυτή η απελπισία κινδυνεύει να μας βάλει σε έναν φαύλο κύκλο, από τον οποίο δύσκολα θα βγούμε», καθώς «όταν βλέπεις ανθρώπους που αποτελούν την πάγια «ραχοκοκαλιά» του αστικού συστήματος, να αλληθωρίζουν είτε πολύ δεξιά είτε αριστερά, καταλαβαίνεις ότι το πράγμα έχει φτάσει στα όριά του».
Πρόσθεσε δε ότι «ο κ. Σαμαράς βρίσκεται ενώπιον σκληρών διλημμάτων: να πάει πιο δεξιά, πιο κέντρο, να πάει σε εκλογές τώρα ή να περιμένει μήπως και οι εταίροι μας κόψουν εγκαίρως τον «γόρδιο δεσμό» του χρέους χωρίς άλλο Μνημόνιο; …Και ξέρετε ποιο μπορεί να είναι το χειρότερο; Να εδραιωθεί η άποψη ότι κανείς, ακόμη και ο ίδιος ο Θεός, δεν μπορεί να βγάλει τη χώρα από το σημερινό της αδιέξοδο. Οπότε εκεί αρχίζουμε όλοι και ψηφίζουμε για να προκαλέσουμε το χάος και το big bang. Επικίνδυνα πράγματα».
ΔΕΝ ΤΟΥΣ ΒΓΑΙΝΕΙ Ο ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΣ
Ο πρωθυπουργικός σχεδιασμός προέβλεπε ότι με διαπιστωμένο ένα κάποιο πρωτογενές πλεόνασμα, η χώρα θα μπορούσε να επιχειρήσει έξοδο στις αγορές και έτσι να βαδίσει προς τις εκλογικές αναμετρήσεις του Μαΐου με σημαία την απαλλαγή από το Μνημόνιο, αλλά, επί τη βάση των αμφιλεγόμενων μηνυμάτων που εκπέμπουν οι δανειστές, έχει καταστεί προφανές ότι αυτός ο σχεδιασμός θα πρέπει να περάσει από ναρκοπέδιο.
Και αυτό διότι οι διαφορές μεταξύ του ΔΝΤ και της Ε.Ε. συνεχίζουν να παραμένουν αγεφύρωτες (κυρίως ως προς το «κούρεμα» του ελληνικού χρέους) και δεν είναι τυχαίο ότι ο Α. Σαμαράς φοβάται μήπως η χώρα εμπλακεί «στη διελκυστίνδα των δύο», κορυφαίοι δε Ευρωπαίοι παράγοντες φαίνεται πως παραπέμπουν σε νέο δανεισμό της Ελλάδος και συνεπώς σε ένα ακόμη Μνημόνιο και άρα σε νέα μέτρα, τα οποία η Αθήνα δηλώνει πως δεν μπορεί να αποδεχθεί.
Η δε δήλωση του ισχυρού παράγοντα της ΕΚΤ Γέργκ Άσμουσεν ότι η κάλυψη του χρηματοδοτικού κενού του ελληνικού προγράμματος (περί τα 4 με 6 δισ. ευρώ για το 2014) είναι στο χέρι της Ελλάδος να καλυφθεί και «πολλά θα εξαρτηθούν από το πόσο η χώρα μπορεί να προχωρήσει με τις ιδιωτικοποιήσεις», δίνει και το μέτρο του πώς οι Ευρωπαίοι προσεγγίζουν το ελληνικό ζήτημα.
Κι ενώ η κοινωνία συνεχίζει να δέχεται τα χτυπήματα από τη βία των Μνημονίων, η κυβέρνηση αντιλαμβάνεται πως τα όποια νέα μέτρα δεν θα περάσουν από τις κοινοβουλευτικές ομάδες που τη στηρίζουν, καθώς μάλιστα αυτό έχει καταστεί ξεκάθαρο από δημόσιες δηλώσεις τόσο γαλάζιων όσο και πράσινων βουλευτών, υπάρχουν έντονες πιέσεις κυρίως από βουλευτές της ΝΔ για τη χορήγηση του επιδόματος θερμάνσεως, ο δε υπουργός των Οικονομικών Γιάννης Στουρνάρας ίσως και να μην αισθάνεται άνετα στη θέση του (παρά τη στήριξη που του παρέχει ο πρωθυπουργός) αφού βρίσκεται στο στόχαστρο πολλών μελών της κυβερνητικής πλειοψηφίας, τα οποία θα έβλεπαν με ευχαρίστηση την αντικατάστασή του και μάλιστα άμεσα.
Μέσα στο κλίμα και το πλαίσιο αυτό και παρά τις έντονες διαφωνίες των κεντρώων (φιλελευθέρων) τόσο του «καραμανλικού» όσο και του εναπομείναντος «μητσοτακικού» μπλοκ, που απορρίπτουν τη «θεωρία των δύο άκρων» και θέλουν διαύλους επικοινωνίας και ηπίους τόνους με τη μείζονα αντιπολίτευση, ο πρωθυπουργός προσανατολίζεται, όπως το άφησε να εννοηθεί εμμέσως πλην σαφώς στην τελευταία συνεδρίαση της Πολιτικής Επιτροπής της ΝΔ, να μπλέξει το ΣΥΡΙΖΑ (εξ ου και οι προειδοποιήσεις της Κουμουνδούρου περί επικειμένης εις βάρος προβοκάτσιας, αλλά και οι υπαινιγμοί για παρακολουθήσεις τηλεφώνων στελεχών του κόμματος) σε σοβαρές υποθέσεις, όπως η Marfin και οι Σκουριές, σ’ αυτό δε το παιχνίδι μπήκε, εκτός των άλλων και η εφημερίδα «Πρώτο Θέμα», προκαλώντας την οργή της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ανέκυψε νέα αντιπαράθεση μεταξύ του υπουργού Εθνικής Αμύνης και το αντιπροέδρου της κυβερνήσεως, καθώς μετά από σχετικό ερώτημα του ΣΥΡΙΖΑ για τα ναυπηγεία Σκαραμαγκά και τη φερόμενη «εμπλοκή» του Ευ. Βενιζέλου, ο Δημ. Αβραμόπουλος και ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ εμφανίστηκαν να αντιδικούν δημοσίως, το δε Μέγαρο Μαξίμου να στηρίζει τον υπουργό Αμύνης.
ΣΤΟ ΣΤΟΧΑΣΤΡΟ Ο ΣΤΟΥΡΝΑΡΑΣ
Στο μεταξύ, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Σίμος Κεδίκογλου μετά από μπαράζ σχετικών δημοσιευμάτων υποχρεώθηκε να προβεί σε δήλωση στηρίξεως του υπουργού των Οικονομικών Γιάννη Στουρνάρα, τον οποίο έχουν στοχοποιήσει κυρίως κυβερνητικοί βουλευτές, οι δε σχέσεις του υπουργού με τον Ευ. Βενιζέλο δεν είναι οι καλύτερες δυνατές, παρ’ ότι, όπως γράφτηκε, ο αντιπρόεδρος της κυβερνήσεως «έχει μήνες να τον βρίσει», ενώ δεν πρέπει να διαλάθει της προσοχής μας ότι ο «τσάρος» της οικονομίας δεν συνόδευσε τον πρωθυπουργό στις ΗΠΑ και το Ισραήλ, δεν εκπροσώπησε τη χώρα στη Σύνοδο του ΔΝΤ και εσχάτως, τονίζοντας πως το Μνημόνιο είναι το καλύτερο κείμενο που έχει γραφτεί για τη χώρα, έδειξε σαφώς ότι η θέση του είναι «καμία διαπραγμάτευση» με την Τρόικα.
Παρά τις διαψεύσεις και την κατά συνθήκη πρωθυπουργική στήριξη στον Γιάννη Στουρνάρα, η επιλογή του Α. Σαμαρά να διατυπωθεί μέσω του υπουργού αναπληρωτή Οικονομίας Χρ. Σταϊκούρα το αίτημα προς την Τρόικα για μείωση του Ειδικού Φόρου Καταναλώσεως στο πετρέλαιο θέρμανσης, ίσως, σύμφωνα με την «Καθημερινή» να αποτελεί προάγγελο εξελίξεων.
Κατά το σχετικό ρεπορτάζ, «ενόψει ενός διαζυγίου, δεν αποκλείεται να είναι τελικά ο κ. Στουρνάρας που θα αποχωρήσει πρώτος, αφού νωρίτερα έχει επιδιώξει σαφώς να περιχαρακώσει τη δική του πολιτική αντίληψη για τα οικονομικά ζητήματα και, συνεπώς και το δικό του ακροατήριο. Όχι τυχαία, τόσο η παρουσία του στη Βουλή, που συνοδεύτηκε από «εύσημα» στο Μνημόνιο, όσο και η απουσία του από την παρουσίαση του προϋπολογισμού ερμηνεύτηκαν από πολλούς ως δείγματα προς αυτή την κατεύθυνση».
Στη δε φιλοκυβερνητική ιστοσελίδα «Newpost», γράφτηκε πως ο Γιάννης Στουρνάρας «πάντα μιλάει για τους «κακούς» Έλληνες φορολογούμενους, αλλά ποτέ δεν μίλησε για τις αδυναμίες των Μνημονίων, ποτέ δεν είπε ότι πρέπει να πιέσουμε την Τρόικα σε ό,τι είναι λάθος, ενώ για τη φορολογία δεν είπε ποτέ στον κ. Τόμσεν ότι «δεν αντέχει άλλο ο πολίτης»». Και συνεπώς «το πολιτικό του κεφάλαιο εξαντλήθηκε, η Ελλάδα δεν έχει ανάγκη από έναν υπουργό Οικονομικών που απλώς συμφωνεί…, την ώρα που ακόμη και μεταξύ του ΔΝΤ και διαφόρων Ευρωπαίων αξιωματούχων έχουν αναπτυχθεί ανοικτές αντιπαραθέσεις σε σχέση με τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους».
ΕΝΤΟΝΗ ΔΥΣΑΡΕΣΚΕΙΑ
Ταυτόχρονα, όμως, πέραν του ανοικτού πολέμου μεταξύ των κ.κ. Βενιζέλου και Αβραμόπουλου, οι «καραμανλικοί» της ΝΔ (αλλά όχι μόνο αυτοί) με αφορμή τα διαλαμβανόμενα σχετικά με τη «Χρυσή Αυγή» (σ.σ. η οποία παραμένει σταθερή στα ποσοστά που έλαβε στις τελευταίες εκλογές και αυτό είναι αν μη τι άλλο παράδοξο, μετά τις εξελίξεις που έχουν σημειωθεί) και την περιβόητη θεωρία των «δύο άκρων», έκαναν την επανεμφάνισή τους, μεταδίδοντας εικόνα εσωστρέφειας στη ΝΔ.
Βεβαίως, τουλάχιστον μέχρι στιγμής, δεν υπάρχει οργανωμένη εσωκομματική αντιπολίτευση, η οποία να φαίνεται διατεθειμένη να αντιταχθεί προεκλογικά στις επιλογές του πρωθυπουργού και του επιτελείου του και αυτό, σύμφωνα με έμπειρα πολιτικά στελέχη, σημαίνει πως θεωρούν τον Α. Σαμαρά αναλώσιμο ή εν πάση περιπτώσει τον άνθρωπο που αναγκαστικά πρέπει να βγάλει τη «βρόμικη δουλειά» και «μετά βλέπουμε»...
Και αυτό, προσώρας, δείχνει να μην αποτελεί ιδιαίτερο πονοκέφαλο για το Μέγαρο Μαξίμου (εκτός βεβαίως κι αν υπάρξουν απρόβλεπτες εξελίξεις, εξαιτίας και της κόντρας Βενιζέλου – Αβραμόπουλου) το οποίο, παρά ταύτα, δεν έχει κρύψει τη δυσαρέσκειά του για την κίνηση του βουλευτή της ΝΔ Άρη Σπηλιωτόπουλου να καταθέσει ερώτηση για παρακολουθήσεις τηλεφώνων από την ΕΥΠ (και μάλιστα την επαύριον σχετικής καταγγελίας του ΣΥΡΙΖΑ) αλλά και των δηλώσεων του Προκόπη Παυλόπουλου (και του Υπουργού Αμύνης) κατά της «θεωρίας των δύο άκρων».
ΑΝΗΣΥΧΕΙ ΓΙΑ ΠΡΟΒΟΚΑΤΣΙΑ
Υπό το πρίσμα όλων αυτών δεν είναι τυχαίο πως η κυβέρνηση αναζητεί αντιπερισπασμούς, προκειμένου να συγκαλύψει τα προβλήματα που η πολιτική της έχει δημιουργήσει και στο πλαίσιο αυτό ο ίδιος ο πρωθυπουργός με μια ομιλία του (σε κομματική συνεδρίαση της ΝΔ) παλαιάς κοπής και με τις επιθέσεις του κατά του ΣΥΡΙΖΑ, έχει επιβεβαιώσει εν τοις πράγμασι ότι παραμένει πιστός στη θεωρία των δύο άκρων και ότι ο στόχος του, μετά τη «Χρυσή Αυγή», είναι το κόμμα της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως, το οποίο έχει, ήδη, προειδοποιήσει για επικειμένη εις βάρος του προβοκάτσια.
Ο Α. Σαμαράς επιμένει στη στρατηγική αυτή (και ο ΣΥΡΙΖΑ τον έχει κατηγορήσει ως «αρχιτέκτονα της χυδαίας, ανιστόρητης και επικίνδυνης για τη Δημοκρατία θεωρίας των δύο άκρων») παρά το γεγονός ότι αυτή έχει απορριφθεί (ακόμη και) από τον υπουργό Εθνικής Αμύνης Δημήτρη Αβραμόπουλο («Ε όχι και άκρο ο ΣΥΡΙΖΑ», τόνισε) και τη στρατηγική αυτή συνεπικουρούν ορισμένα ΜΜΕ, τα οποία (σύμφωνα με καταγγελία της Κουμουνδούρου) «αναπαράγουν τις υποτιθέμενες αμφιβολίες για το κατά πόσο ο ΣΥΡΙΖΑ και τα στελέχη του δείχνουν ανοχή στη βία, ενώ γνωρίζουν πολύ καλά τις συναφείς, ρητές και κατηγορηματικές ανακοινώσεις του Γραφείου Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ και του προέδρου του».
Ο λόγος για την εφημερίδα «Πρώτο Θέμα», η οποία όλο το προηγούμενο διάστημα επί της ουσίας αβαντάριζε τη «Χρυσή Αυγή» και την περασμένη Κυριακή ανέφερε ότι η συζήτηση που διεξάγεται στην ΕΥΠ και οι έρευνες της υπηρεσίας επικεντρώνονται σε πέντε περιστατικά, στα οποία φέρεται να υπάρχει εμπλοκή στελεχών του κόμματος της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως.
Η κυβέρνηση απέφυγε να προβεί σε οποιοδήποτε σχόλιο για το εν λόγω δημοσίευμα, ο δε ΣΥΡΙΖΑ αφού υπενθύμισε το παρελθόν του εκδότη της εφημερίδας, σε ανάλυσή του τόνισε πως «η αθλιότητα των δύο άκρων εξυπηρετεί μικροπολιτικές σκοπιμότητες» και ειδικότερα, επιχειρεί να διασκεδάσει τις πολιτικές ευθύνες των κ.κ. Σαμαρά και Δένδια για «την ιδιοτελή πολιτική ανοχή απέναντι στην εγκληματική δράση των νεοναζί και τη διάβρωση της Ελληνικής Αστυνομίας», «να συσκοτίσει την απανθρωπιά της κυβερνητικής μνημονιακής πολιτικής», «να κατασυκοφαντήσει τους μαζικούς κοινωνικούς αγώνες» και «να προστατέψει τον κ. Σαμαρά από το πολιτικό κόστος της κυβερνητικής πολιτικής».
Δεν είναι λίγοι εκείνοι (ακόμη και μέσα στη ΝΔ) που πιστεύουν ότι η κυβέρνηση (καθώς μάλιστα το χαρτί της «Χρυσής Αυγής» προσώρας δεν της βγαίνει, αφού το ναζιστικό μόρφωμα δεν φαίνεται ότι χάνει το σκληρό πυρήνα των υποστηρικτών του) θα συνεχίσει αφενός μεν το (φραστικό) αντιμνημονιακό αντάρτικο κατά της Τρόικας (τροφοδοτώντας ακόμη και εκλογικά σενάρια) αφετέρου δε την ένταση και την ακραία πόλωση έναντι του ΣΥΡΙΖΑ, προκειμένου να συγκρατήσει το κομματικό της ακροατήριο, πλην, όμως, με τις διχαστικές πρακτικές και την επιχείρηση συμψηφισμού των εγκλημάτων των νεοναζί με τη δράση της Αριστεράς και των κοινωνικών κινημάτων, είναι πολύ πιθανόν να οδηγηθεί η χώρα και η Δημοκρατία σε αγριότητες και σε ιδιαίτερα επικίνδυνες και ολισθηρές ατραπούς.