Του Χρήστου Τσαντήλα
ΟΙ ΜΗΧΑΝΕΣ του μικρού ιδιωτικού αεροσκάφους στο στρατιωτικό αεροδρόμιο της 111 Π.Μ. στη Νέα Αγχίαλο, δούλευαν από ώρα τα μεσάνυχτα της Παρασκευής. Βιαστικά τη σκάλα του αεροπλάνου, με έναν γλυκό θόρυβο στα μεταλλικά της μέρη, που προέρχονταν από πανάκριβα γυναικεία γοβάκια, ανέβαινε η πασίγνωστη κυρία, που η χλιδάτη ζωή της, μοιάζει με παραμύθι. Τρεις ώρες πριν, η Γιάννα Αγγελοπούλου, η πολυσυζητημένη νύφη της οικογενείας των πάμπλουτων βιομηχάνων, αποχαιρετούσε τους προσκεκλημένους Λαρισαίους στο θέατρο ΟΥΗΛ, όπου παρουσίασε, υπέγραψε και πούλησε το βιβλίο της.
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ακριβώς από το θέατρο, όπου γινόταν η βιβλιοπαρουσίαση του πονήματος της σπουδαίας κυρίας (που συνδέθηκε με τους Ολυμπιακούς Αγώνες στη χώρα μας - εξ αιτίας και των οποίων, βουλιάξαμε ως κράτος...), συνέβαινε ένα άλλο γεγονός, πολύ δυσάρεστο, που σκόρπισε θλίψη σε χιλιάδες Λαρισαίους. Μια άλλη κυρία, στην ίδια ηλικία με την προηγούμενη, γνωστή ως «η Μαρία της γειτονιάς», άγνωστη στο πανελλήνιο, δίχως αεροπλάνα και προσωπική φρουρά, έφυγε απ' τη ζωή αθόρυβα, αναπάντεχα, τόσο ξαφνικά, που όσοι την ήξεραν θα κάνουν χρόνια να την ξεχάσουν...
Η ΜΑΡΙΑ, ζούσε ολημερίς, κυριολεκτικά όλο το 24ωρο πάνω από 30 χρόνια τώρα, στο μικρό παραδοσιακό μπακάλικο, στην Ανθίμου Γαζή, το οποίο ήταν σε χιλιάδες Λαρισαίους γνωστό, επειδή «εφημέρευε» σαν ...φαρμακείο! Ήθελες γάλα νυχτιάτικα, στη Μαρία. Έψαχνες τυρί ή ζυμαρικά μεσημεριάτικα; Στη Μαρία. Ήθελες την «Ελευθερία», (στο πλατύσκαλο πωλούσε μια στοίβα κάθε μέρα) στη Μαρία.... Βρισκόταν πάντα εκεί. Απίθανες ώρες, πίσω από τον πάγκο, έτοιμη να σε εξυπηρετήσει. Κυριακές, γιορτές, πάντα εκεί. Η ζωή της λιτή, μεγαλωμένη στη βιοπάλη, μέσα απ' αυτό το μαγαζάκι δημιούργησε με τον άντρα της μια καλή, τίμια ελληνική οικογένεια, μέσα δε από την καθημερινή επαφή της με τη γειτονιά, επένδυσε στην αγάπη, την καλοσύνη και τη φιλευσπλαχνία. Δεν φόρεσε ποτέ γόβες πολλών χιλιάδων ευρώ και μια φορά ταξίδεψε στο εξωτερικό να δει το παιδί της.
Η ΜΑΡΙΑ της γειτονιάς, ήταν μοναδική περίπτωση εμπόρου. Αντιστάθηκε όταν τα μεγάλα σούπερ μάρκετ «έφαγαν» σε μια νύχτα όλα τα συνοικιακά μικρομάγαζα, όταν ο συγκεντρωτισμός και ο δήθεν «συνεταιρισμός» εξαφάνισε από τις γειτονιές τα παραδοσιακά παντοπωλεία. Εκείνα με το μπακαλοτεύτερο. Η Μαρία βαστούσε γερά, θυσίασε τη ζωή της να κρατηθεί όρθια στο τσουνάμι που έφεραν τα πολυκαταστήματα και οι αλυσίδες.
Η ΓΕΙΤΟΝΙΑ μόνο ήξερε πόσο δούλεψε στη ζωή της αυτή η γυναίκα. Άνοιγε ξημερώματα, έκλεινε μεσάνυχτα. Και κάθε βράδυ με το βάρος της κούρασης περπατούσε λίγα χιλιόμετρα μέχρι το σπίτι. Ώσπου τη νύχτα της Πέμπτης την παρέσυρε αυτοκίνητο. Το νέο συγκλόνισε όλη τη γειτονιά. Που εκείνο το βράδυ από τα μπαλκόνια έβλεπε τις δυο όψεις της ζωής. Τη φωταγωγημένη αίθουσα του ΟΥΗΛ από τη μία και το μπακάλικο της Μαρίας ακριβώς απέναντι, για πρώτη φορά σκοτεινό μετά από 30 χρόνια. Στο πλατύσκαλο στην είσοδο, έξω στο πεζοδρόμιο, καθημερινοί άνθρωποι, γείτονες και ξένοι, είχαν αποθέσει αναμμένα κεράκια, κι ένα βιβλίο, τιμή στη Μαρία που δεν γνώριζαν, αλλά την ένιωθαν δική τους. Στη γυναίκα που δούλεψε όσο κανείς στη ζωή του, στην πραγματική Ελληνίδα. Η γειτονιά εκείνο το βράδυ, σε μόλις λίγα τετραγωνικά μέτρα, είδε τις δύο όψεις της ζωής. Στο φως και στο σκοτάδι...