Του Κώστα Γιαννούλα
Τούτες τις μέρες βρίσκεται σε εξέλιξη η συντονισμένη προσπάθεια της συντεταγμένης πολιτείας για εξάρθρωση της ναζιστικής και, απ’ ό,τι δείχνουν τα πράγματα, εγκληματικής οργάνωσης, της «Χρυσής Αυγής». Και ενώ ειδικά για ένα τόσο σημαντικό θέμα, που έχει να κάνει με τη δημοκρατική ομαλότητα και πολιτική σταθερότητα, θα περίμενε κανείς να δει σύμπασα την πολιτική ηγεσία όχι μόνο να ομογνωμεί αλλά και να συντάσσει αρραγές πολιτικό μέτωπο εναντίον της, πριν αλέκτωρ φωνήσαι ξέσπασε άγρια κόντρα μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης και κυρίως μεταξύ Ν.Δ. και ΣΥ.ΡΙΖ.Α εξ αιτίας της. Οι λόγοι προφανείς και προπάντων ποιος θα καρπωθεί τη μερίδα του λέοντος σε ψήφους, όταν γίνουν εκλογές.
Αν θελήσει, γι’ αυτό, κανείς να σχολιάσει αντικειμενικά αυτή την κόντρα και να πάρει θέση για το ποιος και πού στη συγκεκριμένη περίπτωση έχει δίκαιο ή άδικο, απ’ την πλευρά μου θα υποστήριζα κατ’ αρχήν ότι, όντως, η πρωτοβουλία για πάταξη της Χ.Α. πιστώνεται στα θετικά της κυβέρνησης και προσωπικά του ίδιου του πρωθυπουργού, καθώς και της Δικαιοσύνης και της Αστυνομίας, αφού χάρις στην αιφνιδιαστική, αποφασιστική και συντονισμένη αντίδρασή τους έγινε κατορθωτό, ό,τι κατορθώθηκε μέχρι σήμερα.
Ωστόσο, παρά την επιτυχή ως τώρα έκβαση, δεν θα έπρεπε να πανηγυρίσει κανείς, γιατί τίποτε ακόμη δεν έχει κριθεί οριστικά και τελεσίδικα. Η Δικαιοσύνη, της οποίας την ανεξαρτησία και τις αποφάσεις οφείλουμε με συνέπεια να σεβόμαστε και να μην την επικαλούμαστε μόνο, όταν μας συμφέρει, θα κρίνει και θα εκδώσει τη σχετική απόφαση και τότε θα αποδοθούν απ’ το λαό τα του Καίσαρος τω Καίσαρι.
Έχει, ενδεχομένως, δίκαιο ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α, όταν υποστηρίζει, ότι ο πρωθυπουργός και η κυβέρνησή του καθυστέρησε ν’ αντιδράσει και έδωσε, έτσι, την ευκαιρία στη Χ.Α. να δράσει και να ενδυναμωθεί. Δεν πρέπει, όμως, να ξεχνάμε ότι αυτή πρωτοεμφανίστηκε το 1987 και εκπροσωπήθηκε για πρώτη φορά στο Κοινοβούλιο μόλις πριν από 1,5 χρόνο περίπου. Επί 25, δηλαδή χρόνια την ανεχόμασταν όλοι μας, ίσως γιατί η φωνή και η δράση της δεν ήταν ιδιαίτερα ενοχλητική, το Σύνταγμα έθετε τα εμπόδιά του και η εναλλαγή του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και της Ν.Δ. στην εξουσία εξασφάλιζε, αν μη τι άλλο, τη δημοκρατική ομαλότητα και πολιτική σταθερότητα.
Κι αν ακόμη δεχθούμε ότι ο Πρωθυπουργός και το κόμμα του στον 1,5 χρόνο που βρίσκεται στην εξουσία, για ψηφοθηρικούς λόγους ολιγώρησε σκοπίμως ν’ αντιδράσει, γιατί να μην δεχθούμε και την άποψη, ότι άφηνε τους Χρυσαυγίτες να ξεθαρέψουν, να κάνουν τα λάθη τους και να παρέμβει την κατάλληλη στιγμή; Δεν βλέπουμε ότι παρά τις συσσωρευμένες εγκληματικές πράξεις χρειάστηκε και το αίμα του αδικοχαμένου Παύλου Φύσσα, να αρθεί το τηλεφωνικό απόρρητο εμπλεκομένων στην υπόθεση και να σπάσει η ομερτά, προκειμένου η Δικαιοσύνη να δέσει την υπόθεση και να οδηγήσει την ηγεσία της στη φυλακή; Αυτό δίνει μια απάντηση και στο ερώτημα, που τίθεται, γιατί τώρα και όχι νωρίτερα η πρωτοβουλία πάταξης της Χ.Α.
Υποστηρίζει, επίσης, ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α και συμφωνώ μαζί του, ότι η οικονομική κρίση, το μνημόνιο και οι συνέπειές τους δημιούργησαν τις προϋποθέσεις και έπαιξαν ουσιαστικό ρόλο στην ενδυνάμωση και ενίσχυση της Χ.Α. Εν τούτοις, δεν πρέπει να ξεχνάμε, ποιος και με ποιο τρόπο μας οδήγησε στο μνημόνιο και κάτω από ποιες συνθήκες σύρθηκε ο Σαμαράς στο μνημονιακό μέτωπο. Πέραν αυτού, μήπως και ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α και άλλες δυνάμεις του αντιμνημονιακού μετώπου δεν οφείλουν την ενδυνάμωσή τους ακόμη και την κοινοβουλευτική παρουσία τους στο μνημόνιο; Αυτό γιατί αποσιωπάται;
Επιτίθεται, τέλος, ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. στον πρωθυπουργό και σε συνεργάτες του για την επινόηση της θεωρίας των δύο άκρων και έχει εν μέρει δίκαιο, γιατί και κατά τη δική μου άποψη, παρά τις όποιες ακραίες συμπεριφορές στελεχών του δεν μπορεί να εξισώνεται μια ναζιστική και εγκληματική, ίσως και τρομοκρατική οργάνωση με το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Ωστόσο, αν και αντιλαμβάνομαι το γιατί, δημιουργεί αρνητικές εντυπώσεις το γεγονός, ότι ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και άλλες αντιμνημονιακές δυνάμεις αποφεύγουν συστηματικά να καταδικάσουν τη βία, απ’ όπου κι αν προέρχεται, ή όταν το κάνουν, το κάνουν με κρύα καρδιά. Γιατί; Μπορούμε, αλήθεια, να δεχθούμε ότι υπάρχει καλή και κακή βία, καλό και κακό σπάσιμο βιτρίνας ή κεφαλής; Μα η βία, όποιας μορφής, γεννά βία και σαν τέτοια σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να δικαιολογηθεί και να γίνει αποδεκτή σε μια δημοκρατική κοινωνία, αφού η Δημοκρατία διαθέτει άλλα όπλα, για να λειτουργήσει σωστά τον διάλογο, την ελεύθερη έκφραση, το επιχείρημα, το δικαίωμα της απεργίας για την υπεράσπιση συμφερόντων και τόσα άλλα. Γι’ αυτό, μια που κι αυτή ενοχλείται, και καλά κάνει, όταν κάποιοι την ταυτίζουν με τη Χ.Α. και αρνούνται να τη συμπεριλαμβάνουν στο δημοκρατικό τόξο, καλά θα κάνει η Ν.Δ., να προσαρμόσει τη θεωρία των δύο άκρων και ν’ αρκείται μόνο στην καταδίκη της βίας, απ’ όπου κι αν προέρχεται, είτε από δεξιά είτε από αριστερά είτε από οπουδήποτε αλλού.
Κλείνοντας, θα έλεγα ότι σε μια δημοκρατική χώρα σαν τη δική μας είναι θεμιτός ο κομματικός ανταγωνισμός, ακόμη και η εκμετάλλευση γεγονότων προς ψηφοθηρία, αλλά με τους θεσμούς και τη Δημοκρατία δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να παίζουμε, γιατί αυτό επιθυμούν μόνο, όσοι την επιβουλεύονται.