Του Νίκου Ι. Μεγαδούκα
Την ώρα που άπαντες, πλην της κυβερνήσεως, συνομολογούν ότι επέρχονται νέα μέτρα και η Κριστίν Λαγκάρντ ομολογεί ανοιχτά πως η Ελλάδα χρησιμοποιήθηκε ως «Ιφιγένεια» (η οποία έπρεπε να θυσιαστεί για να σωθεί η Ευρωζώνη) η κυβερνητική πλειοψηφία (με τη συνδρομή των κυρίαρχων ΜΜΕ - ως εκφραστών συγκεκριμένων επιχειρηματικών συμφερόντων) αναζητεί στρατηγική έναντι της «Χρυσής Αυγής», την οποία εμφανίζεται, ως «μετανοούσα Μαγδαληνή», να θέλει να «ξεδοντιάσει», εκτιμώντας ότι θα αποκομίσει πολιτικά οφέλη.
Οι συλλήψεις των ηγετικών στελεχών της «Χρυσής Αυγής» και η συνεχής προβολή των κινδύνων από την αναβίωση του ναζιστικού φαινομένου, ενώ συνεχίζονται οι διαβουλεύσεις με την Τρόικα, καταδεικνύουν πως η κυβέρνηση έχει επιλέξει να παίξει το χαρτί της σταθερότητας, αλλάζοντας άρδην την πολιτική ατζέντα, πιθανότατα δε να είναι η ίδια η οποία θα οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές (τον Νοέμβριο;) παρακάμπτοντας το ζήτημα του Μνημονίου και της βάρβαρης πολιτικής και προβάλλοντας τη διάλυση του ναζιστικού μορφώματος.
Βεβαίως, αυτή η κυβερνητική τακτική εμπεριέχει σημαντικά ρίσκα, καθώς είναι άγνωστο πώς θα αντιδράσει η ίδια η κοινωνία, οι δε «διαφορετικές» προσεγγίσεις του ναζιστικού φαινομένου και της συνδέσεώς του με τα Μνημόνια, «εμποδίζουν» μια στοιχειώδη συνεννόηση του πολιτικού κόσμου της χώρας, ενώ η κυβέρνηση εμφανίζεται διχασμένη, αφού τελεί εν εξελίξει σύγκρουση των «σκληρών» της γαλάζιας παρατάξεως και των φιλελευθέρων κεντροδεξιών (οι οποίοι αντιλαμβάνονται τους κινδύνους που εγκυμονούν από την εμμονή του στενού περί τον πρωθυπουργό «κλειστού κυκλώματος εξουσίας» στην ανιστόρητη θεωρία των «δύο άκρων» και στη στοχοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ) αν και φαίνεται να πιστεύουν ότι αυτή η (έστω καθυστερημένη) προσπάθεια κατά του κόμματος του Νίκου Μιχαλολιάκου θα την ευνοήσει εκλογικά.
Εξάλλου, καθημερινά έρχονται στο φως νέα στοιχεία για την εγκληματική δράση της «Χρυσής Αυγής» (αν και πολλά από αυτά ήταν γνωστά, αλλά είχαν επιμελώς αποκρυβεί) καθώς πολλά στόματα «έχουν ανοίξει», στοιχεία τα οποία καταδεικνύουν τις διασυνδέσεις του ναζιστικού μορφώματος με το Στρατό και την Αστυνομία (γεγονός που προκάλεσε έρευνα στο στράτευμα και καρατομήσεις στην ΕΛΑΣ) διασυνδέσεις τις οποίες προφανώς γνώριζε η κυβέρνηση, αλλά είχε επιλέξει την ανοχή ή τη συγκάλυψη, πλην, όμως, μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα αντελήφθη ότι η κατάσταση τής έχει ξεφύγει.
Εν προκειμένω δεν είναι τυχαία η δήλωση του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξη Τσίπρα περί αποσταθεροποιήσεως, καθώς σύμφωνα με ρεπορτάζ στο «Βήμα», πριν από μερικές εβδομάδες, κορυφαίο στέλεχος της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως, πληροφορήθηκε, από συνομιλία «με έναν εκ των στενότερων συνεργατών του πρωθυπουργού Αντ. Σαμαρά» και δη «με θεσμικό ρόλο» για «τον τρόπο με τον οποίο η «Χρυσή Αυγή» οργανώνεται με παραστρατιωτικούς όρους και μεθόδους, για την επάνδρωση ειδικών ομάδων εφόδου και για την ανάπτυξη ως και οπλοστασίου, το οποίο, πιθανώς, θα είναι έτοιμη να χρησιμοποιήσει απέναντι στην Αριστερά, στελέχη της ή οργανώσεις της».
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που πιστεύουν ότι η εκ μέρους της κυβερνήσεως επίδειξη (καθυστερημένης) πυγμής έναντι του ναζιστικού φαινομένου, λειτουργεί αποπροσανατολιστικά ως προς τα όσα τεκταίνονται με την Τρόικα και ότι παραμένουν κενό γράμμα οι εκκλήσεις για ενότητα του πολιτικού κόσμου έναντι της «Χρυσής Αυγής», καθώς το Μέγαρο Μαξίμου παραμένει εγκλωβισμένο στη «γραμμή Λαζαρίδη» για τα «δύο άκρα» (και θεωρεί τον ΣΥΡΙΖΑ ως ευρισκόμενο εκτός του λεγομένου συνταγματικού τόξου) και ως εκ τούτου απέρριψε την πρόταση για σύγκληση συσκέψεως των πολιτικών αρχηγών, σύσκεψη την οποία, όμως, θέλουν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και ο συγκυβερνών αρχηγός του ΠΑΣΟΚ, αλλά και φιλελεύθερα στελέχη της γαλάζιας παρατάξεως.
Ακόμη, όμως, παραμένει ερωτηματικό αν αυτή η στάση της ΝΔ έναντι της «Χρυσής Αυγής» και η έμφαση στο δόγμα «νόμος και τάξη» υποκρύπτει το τσάκισμα των «ταγμάτων εφόδου» του Νίκου Μιχαλολιάκου και τη μετατροπή της γαλάζιας πλειοψηφίας σε μια «σκληρή δεξιά» (άραγε είναι τυχαίο πως ο πρωθυπουργικός σύμβουλος Φαήλος Κρανιδιώτης ζητεί να «ξεχάσουμε τη χαζοχαρούμενη ελαφρολαϊκή δεξιά» με στόχο να απορροφήσει εκ νέου τους εμφορούμενους από αντιμνημονιακή λογική ψηφοφόρους, οι οποίοι επέλεξαν (ή λένε πως επιλέγουν) τη «Χρυσή Αυγή», αν και μια τέτοια πιθανή μετεξέλιξη εμπεριέχει ρίσκο, καθώς είναι άγνωστο πώς θα αντιδράσουν οι «καραμανλικοί», οι «μητσοτακικοί» και οι καθαρόαιμοι κεντροδεξιοί, αλλά και ο διεθνής παράγων, ο οποίος εμφανίζεται σφόδρα ενοχλημένος με την άνοδο του φασισμού και του ρατσισμού στην Ελλάδα.
ΠΟΙΟΙ ΣΤΗΡΙΖΟΥΝ ΤΟ ΦΙΔΙ
Ένας γενναίος ιεράρχης, ο μητροπολίτης Σιατίστης Παύλος, ο οποίος (σε αντίθεση με άλλους «ομολόγους» του) είχε προειδοποιήσει εγκαίρως για το φασιστικό φαινόμενο, χαρακτηρίζοντας τη «Χρυσή Αυγή» ως «Μαύρη Νύχτα» (και βρέθηκε στο στόχαστρο ακροδεξιών κύκλων) διατύπωσε προ ημερών πολλά ερωτήματα και προέβη σε συγκεκριμένες επισημάνσεις:
«Άργησε η πολιτική ηγεσία να αντιληφθεί τι είναι η «Χρυσή Αυγή» ή σιώπησε εν γνώσει της, έχοντας άλλες σκέψεις στο πίσω μέρος του εγκεφάλου της; Αν άργησε, τότε είναι επικίνδυνη για τον τόπο, λόγω αδυναμίας και ανικανότητος να συλλάβει την κρισιμότητα των στιγμών και να αξιολογήσει τα δεδομένα. Αν σιώπησε ένοχα γιατί νόμιζε ότι μπορεί να διαχειρισθεί το πρόβλημα, τότε θυσιάζει την πατρίδα στα πολιτικά της παιγνίδια. Έπρεπε να φθάσουμε στο αίμα για να καταθέσει ο υπουργός όσα κατέθεσε στον εισαγγελέα του Αρείου; Αυτά δεν ήταν γνωστά; Δεν ήταν δεδομένα; Καθ’ αυτά δεν συνιστούσαν αδικήματα; Είχαν αντιμετωπισθεί σαν αδικήματα; Αυτά δεν έδειχναν ότι πρόκειται για εγκληματική οργάνωση; Τις ορδές των βαρβάρων δεν τις έβλεπαν; Τις εικόνες των σύγχρονων SS που γυρνούσαν στους δρόμους για να τρομάξουν τους Έλληνες δεν τις είχαν δει; Αυτές οι εμφανίσεις οι ομαδικές και ο τρόπος τους, δεν πιστοποιούσαν ότι πρόκειται για παραστρατιωτική οργάνωση; Η διαφαινομένη αποφασιστικότητα του υπουργού και της Πολιτείας θα έχει συνέχεια και συνέπεια ή είναι ένα πυροτέχνημα λόγω του εκτάκτου των γεγονότων; Βλέπετε δεν μας έχει πείσει η πολιτική ηγεσία ότι μπορούμε να της έχουμε εμπιστοσύνη», τόνισε.
Εξάλλου, από τα αποκαλυπτικά ρεπορτάζ στα ΜΜΕ (τα στοιχεία που εμπεριέχουν η κυβέρνηση, διά των υπηρεσιών της, όφειλε να τα γνωρίζει) προκύπτει σαφώς ο τρόπος οργανώσεως και οι στοχεύσεις του ναζιστικού μορφώματος, αλλά και η χρηματοδότησή του, αφού μήνες πριν ο βρετανικός «Guardian» είχε γράψει ότι η «Χρυσή Αυγή» ενισχύεται από τμήμα της ελληνικής ελίτ και εν προκειμένω από το εφοπλιστικό κεφάλαιο (κάτι που φαίνεται - με βάση σχετικές δημοσιευμένες πληροφορίες – ότι επιβεβαιώνουν και έρευνες του ΣΔΟΕ) τη δε παρελθούσα Κυριακή, γράφτηκαν τα εξής αποκαλυπτικά στον «Βηματοδότη» στην εφημερίδα «Το Βήμα»:
«Το διακύβευμα, βέβαια, βρίσκεται λίγο πιο βαθιά. Η προοπτική, δηλαδή, χρηματοδότησης από κάποιους, που θέλουν να ονομάζονται ευυπόληπτοι επιχειρηματίες και εφοπλιστές, δεν θα έχει την ίδια ροή που λέγεται ότι είχε έως τώρα. Και τούτο γιατί δεν έχουν συνηθίσει να συναναστρέφονται με μαχαιροβγάλτες, μπράβους, προστάτες νυκτερινών κέντρων και λοιπά... στοιχεία».
Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ, Ο ΣΤΡΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΕΛΑΣ
Εξάλλου, η «Χρυσή Αυγή» δεν θα μπορούσε από μια μειοψηφική ακροδεξιά οργάνωση να γίνει κόμμα και να εισέλθει στο Κοινοβούλιο, αν δεν είχε την ανοχή ή και την ενθάρρυνση τμημάτων της ελληνικής κοινωνίας. Άλλωστε, τα λεχθέντα από ακροδεξιούς ιεράρχες έχουν αποδείξει ότι η «Χρυσή Αυγή» βρίσκει ανταπόκριση σε τμήμα της ορθόδοξης εκκλησίας, το οποίο «ευλογεί» τα έργα των νεοναζί, χαρακτηριστικό δε παράδειγμα είναι ο Μητροπολίτης Καλαβρύτων Αμβρόσιος, ο οποίος είχε χαρακτηρίσει το κόμμα του Νίκου Μιχαλολιάκου ως «γλυκιά ελπίδα»!
Επίσης, αίσθηση προκάλεσε η αποκάλυψη ότι το ναζιστικό μόρφωμα δεχόταν την αρωγή εν ενεργεία στρατιωτικών, οι οποίοι εκπαίδευαν τα «τάγματα εφόδου», με αποτέλεσμα ο υπουργός Αμύνης να διατάξει σχετική έρευνα.
Στέλεχος δε της «Χρυσής Αυγής» δήλωσε ότι «έχουμε πλήρη στρατιωτική δομή, με τουλάχιστον 3.000 άτομα έτοιμα για όλα. Διαθέτουμε περίπου 50 πολυμελείς φάλαγγες για συγκρούσεις στους δρόμους και περίπου άλλες τόσες εξαμελείς ομάδες κρούσης - κομάντος για οργανωμένα -στοχευμένα χτυπήματα, ύστερα από κεντρική καθοδήγηση από τρία άτομα της οργάνωσης». Πρόσθεσε επίσης ότι «ακολουθούμε ειδική εκπαίδευση ακόμη και με όπλα σε περιοχές της Ραφήνας, της Πάρνηθας, της Φυλής, στο Πόρτο Γερμενό, στη Μάνη, στην κεντρική Εύβοια και αλλού (...). Εκπαιδευτές είναι στρατιωτικοί από ειδικές δυνάμεις που υποστηρίζουν τις δομές μας (...). Κύριο μέλημά μας είναι να κρύβουμε καλά ορισμένα όπλα, ακόμη και σε λέσχες χούλιγκαν ή σε διαμερίσματα για να μην εντοπίζονται εύκολα από την Αστυνομία ή για να μην συνδέονται με εμάς».
Εξάλλου, το γεγονός και μόνο του ξηλώματος υψηλόβαθμων αξιωματικών της ΕΛΑΣ από τον Νίκο Δένδια, επιβεβαιώνει την ανοχή ή και τη συνεργασία τμήματος της Αστυνομίας έναντι της «Χρυσής Αυγής», είναι δε γνωστό τοις πάσι ότι αστυνομικοί ψηφίζουν μαζικά «Χρυσή Αυγή».
Όμως, αυτά τα γνώριζε η πολιτική ηγεσία, καθώς από το 1999 άκρως απόρρητο έγγραφο (που δημοσιεύθηκε στα «Νέα» στις 17/4/2004) ανέφερε ότι η «Χρυσή Αυγή» «διατηρεί πολύ καλές σχέσεις και επαφές με εν ενεργεία αξιωματικούς και μόνιμους υπαξιωματικούς του στρατού, αλλά και με αποστράτους, διατηρεί πολύ καλές σχέσεις και επαφές με εν ενεργεία και αποστράτους αξιωματικούς της ΕΛΑΣ, αλλά και με απλούς αστυνομικούς, στο δε παρελθόν, κατά τη διάρκεια των επετείων της 17ης Νοέμβρη, αλλά και άλλων εκδηλώσεων του αριστερίστικου και αναρχικού χώρου, η αστυνομία τούς προμήθευε με ασυρμάτους και κλομπς, για να τους εντοπίζουν και να τους κτυπούν, εμφανιζόμενοι ως «αγανακτισμένοι» πολίτες». Και ακόμη αναφερόταν στο ίδιο έγγραφο ότι «τα περισσότερα μέλη της «Χρυσής Αυγής» οπλοφορούν παράνομα, προμηθευόμενα όπλα από βουλευτές (της ΝΔ) παρουσιαζόμενοι ως συνοδοί τους».
Ωστόσο, σύμφωνα με φιλοκυβερνητική ιστοσελίδα, μετά τις καρατομήσεις στην ΕΛΑΣ, «πολιτικά στελέχη όλων των τάσεων στη ΝΔ, παρακολουθώντας τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Νίκου Δένδια, σημείωναν με νόημα ότι ο Υπουργός ακολουθεί ενδεχομένως μία προσωπική ατζέντα, που αφορά στο πολιτικό του αύριο και τη δημιουργία προφίλ, τόσο εντός όσο και εκτός συνόρων».
ΔΙΕΘΝΗΣ ΑΠΟΔΟΚΙΜΑΣΙΑ
Το θέμα της «Χρυσής Αυγής» και του ναζιστικού φαινομένου στην Ελλάδα, ανησυχεί τον διεθνή παράγοντα και δεν είναι τυχαίο ότι αποτέλεσε ένα από τα θέματα που έθεσαν στον υπουργό Εξωτερικών Ευάγγελο Βενιζέλο ξένοι ομόλογοί του, στο περιθώριο της Γενικής Συνελεύσεως του ΟΗΕ.
«Οι συνομιλητές μου, μού θίγουν το ζήτημα της «Χρυσής Αυγής». Είναι ένα θέμα που τους απασχολεί πάρα πολύ, σχεδόν όσο και η οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα, η οικονομική κρίση. Διότι το να έχεις ένα απροκάλυπτα ναζιστικό κόμμα μέσα στη Βουλή και οι δημοσκοπήσεις να δείχνουν άνοδο ενός τέτοιου κόμματος, είναι πρόβλημα, είναι πρόβλημα για την Ελλάδα, για τους θεσμούς της, για τη δημοκρατική της παράδοση και πρόβλημα για την ελληνική κοινωνία», δήλωσε ο κ. Βενιζέλος.
Εξ άλλου, σύμφωνα με την «Καθημερινή», έντονη ανησυχία για «την ανεξέλεγκτη δράση της «Χρυσής Αυγής» εκφράζουν πολιτικοί, μέσα ενημέρωσης και οργανώσεις δυτικών χωρών που ζητούν άμεση και καταλυτική αντίδραση από το επίσημο ελληνικό κράτος. Για ευνόητους λόγους η δυσφορία είναι πολύ μεγαλύτερη στους κόλπους της εβραϊκής κοινότητας, και αυτό σε μια ιδιαίτερα ευαίσθητη συγκυρία, καθώς οικοδομείται μια στρατηγική σχέση μεταξύ Ελλάδας και Ισραήλ».
Ο συντάκτης της εφημερίδας Αθανάσιος Έλις παρέθεσε δήλωση του προέδρου της «Αμερικανοεβραϊκής Επιτροπής» Ντέιβιντ Χάρις, σύμφωνα με την οποία «η ξενοφοβία, ο ρατσισμός και ο αντισημιτισμός δεν είναι ο δρόμος προς μια καλύτερη και δυναμική Ελλάδα», στο δε σχετικό ρεπορτάζ αναφέρεται ότι «ηγετικά στελέχη της εβραϊκής κοινότητας θα ζητήσουν εξηγήσεις για την ανοχή που έχει επιδείξει η Πολιτεία στις ενέργειες της “Χρυσής Αυγής”».
ΠΟΙΟΣ ΩΦΕΛΕΙΤΑΙ;
Παρ’ όλα αυτά, παρά τα «ενωτικά ανοίγματα» του Αντώνη Σαμαρά και παρά τις ενδοκυβερνητικές και εσωκομματικές διαφωνίες, αυτό που φαίνεται ότι, στην παρούσα συγκυρία, κυριαρχεί στην κυβέρνηση είναι το «λαζαρίδειο δόγμα» περί των δύο άκρων και δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και η «θεσμική» «Καθημερινή» σε κύριο άρθρο της, υπό τον τίτλο «κάθετοι απέναντι σε κάθε μορφή βίας» τονίζει:
«...Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα αφύπνισε πλέον τη μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας και του πολιτικού κόσμου, ώστε να κάνει ο καθένας ό,τι μπορεί για να μην λάβει ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις το νεοναζιστικό κίνημα. Η Χρυσή Αυγή είναι ένα ξεχωριστό μόρφωμα, με σαφείς εγκληματικές συμπεριφορές. Πρέπει όμως να είμαστε κάθετοι απέναντι σε κάθε μορφή βίας. (...) Καμία δικαιολογία δεν υπάρχει για τη βία. Όποιος, δε, τη δικαιολογεί ως απότοκο κοινωνικής αγανάκτησης ανοίγει τον δρόμο για εμφυλίους και μεγάλες περιπέτειες...».
Σύμφωνα, λοιπόν, με την εφημερίδα (παρόμοιες θέσεις διατυπώνουν και όλα σχεδόν τα κυρίαρχα ΜΜΕ, αν και κάποια από αυτά εμφανίζονται να διαφωνούν με τη θεωρία των «δύο άκρων») και φυσικά με το κυβερνητικό σκεπτικό, εξισώνεται επί της ουσίας η εγκληματική βία της «Χρυσής Αυγής» με τους αγώνες και τις κινητοποιήσεις των εργαζομένων, στους οποίους χρεώνονται και τα όποια έκτροπα σημειώνονται από ακροαριστερούς ή αντιεξουσιαστές (και ως εκ τούτου επιζητείται η καταδίκη τους από τον ΣΥΡΙΖΑ) καθώς το κυρίαρχο δόγμα είναι ότι ουδείς πρέπει να εξεγείρεται ή να αντιδρά στη βία της λιτότητας, της ανέχειας και της ανεργίας.
Πάντως, οι πρώτες έρευνες της κοινής γνώμης δικαιώνουν την κυβέρνηση, καθώς την εμφανίζουν με ανοδική τάση και αυτούς που ψήφισαν ή επιλέγουν τη «Χρυσή Αυγή» παγωμένους (πλην, όμως, αυτό είναι φυσικό, αφού προηγήθηκε μια δολοφονία) και ως εκ τούτου μειωμένα τα ποσοστά του ναζιστικού μορφώματος, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι αυτή η τάση θα συνεχισθεί, καθώς, εκτός της δολοφονίας, εκτός των περί εγκληματικής οργανώσεως, υπάρχουν τα Μνημόνια και η άγρια λιτότητα, τα οποία παραμένουν ο πρωταρχικός τροφοδότης (μαζί με την παράνομη μετανάστευση) του μορφώματος του Νίκου Μιχαλολιάκου.
Ορισμένοι αναλυτές, όπως ο Γιώργος Δελαστίκ στην εφημερίδα «Πριν», εκτιμούν πως η μείωση της εκλογικής απηχήσεως της «Χρυσής Αυγής», μετά το φονικό, πρέπει να θεωρείται δεδομένη, αλλά «η Αριστερά, σε όλες τις αποχρώσεις της τίποτα δεν κερδίζει από αυτή την υπόθεση, ούτε φυσικά το κίνημα».
«Μια δολοφονία προκαλεί πάντοτε φόβο, είτε το ομολογεί κανείς, είτε όχι. Εννοούμε φόβο στον λαό, όχι στην πρωτοπορία. Άλλο πράγμα να διαδηλώνεις και άλλο πράγμα να απειλείσαι από μαχαιροβγάλτες. Η μόνη που ωφελείται πολιτικά από τη δολοφονία είναι η κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου. Ακριβώς όπως και στην περίπτωση της Μαρφίν, ενώ όλη η Ελλάδα απεργούσε εναντίον της κυβέρνησης, η δολοφονία (του Π. Φύσσα) υποχρέωσε δικαιολογημένα όλους τους Έλληνες να συζητούν για το έγκλημα που διέπραξε ο κτηνώδης χρυσαυγίτης. Επιπροσθέτως, μετά τη δολοφονία, η σύγχρονη εκδοχή της κυβέρνησης «Τσολάκογλου» των γερμανόδουλων της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ αυτοπροβάλλεται ως... «εγγύηση για την αποτροπή του εμφύλιου πολέμου μεταξύ των δύο άκρων», έγραψε ο Γ. Δελαστίκ.
(Το δεύτερο μέρος του άρθρου στην «Επιφυλλίδα» της Δευτέρας 30.09.2013)