Του Μ.Ε. Λαγκουβάρδου
«Δεν είναι καλό να είναι ο άνθρωπος μόνος» είπε ο Θεός όταν έπλασε τη σύντροφο του Αδάμ, την Εύα. Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο όπως είναι ο Ίδιος, ελεύθερος από τις ανάγκες. Έπλασε τη δημιουργία, τον κτιστό κόσμο εκ του μηδενός, αλλά δεν έπλασε τη χρήση του από τον άνθρωπο, όπως σε άλλα πλάσματα που κατευθύνονται από το ένστικτο. Στα μυρμήγκια π.χ. δεν υπάρχει ούτε ένα μοναχικό μυρμήγκι σε όλη τη γη.
Ένας ποιητής έγραψε στο ποιητικό του ημερολόγιο: «Φορώ την κάλτσα μου στο αριστερό μου πόδι, βγαίνει έξω το χοντρό μου δάχτυλο. Τη φορώ στο δεξί, το ίδιο. Δεν φταίνε οι κάλτσες. Φταίω εγώ που δεν παντρεύομαι».
Οι στίχοι είναι της αλλοτινής εποχής, σήμερα οι γυναίκες δεν μπαλώνουν κάλτσες. Δείχνουν όμως το παράπονο του μοναχικού, που δεν έχει ανθρώπους να του συμπαρασταθούν στις δυσκολίες της ζωής του. Η κοινωνικότητα, σ' εμάς τους ορθοδόξους δεν είναι συμβατική, όπως στη Δύση, αλλά έμφυτη. Δεν περιμένουμε το κοινωνικό συμβόλαιο.
Δεν θα επεκταθώ σ’ αυτές τις σκέψεις γιατί η θεωρητικολογία κουράζει. Μ' αρέσει να σκέφτομαι με συγκεκριμένα πράγματα και να γράφω συγκεκριμένη ποίηση, σαν τους στίχους με τις τρύπιες κάλτσες.
Τα πράγματα είναι λέξεις με τις οποίες μας μιλάει η ζωή. Έχουν δίκιο οι απλοί άνθρωποι όταν λένε ότι σπούδασαν στο «πανεπιστήμιο της ζωής». Κάθε πράγμα είναι σύμβολο, δηλαδή σημαίνει κάτι. Κάθε γεγονός είναι παραβολή, που σημαίνει ότι πίσω από τα γεγονότα υπάρχει ένα κρυμμένο νόημα, γι’ αυτόν που εμβαθύνει στα πράγματα και δεν αναζητεί παντού τη διασκέδαση.
Χθες συνάντησα μια καλή φίλη που ζει μόνη με την άρρωστη μητέρα της. Καθώς την άκουγα να μιλάει για τις δυσκολίες της ζωής της, δυσκολίες μιας γυναίκας μόνης, σκεφτόμουν ότι δεν πρέπει να προσπαθήσω να την πείσω ότι αδίκως παραπονείται. Οι δυσκολίες είναι αυτό το υλικό της ζωής, δεν είναι ατυχίες.
Η φίλη μου όπως και όλοι μας σχεδόν πέσαμε θύματα ξενόφερτων ιδεών που δεν ταιριάζουν στην ψυχική ιδιοσυγκρασία μας. Εμείς αγαπάμε τον Χριστό και την Παναγία, την πατρίδα μας, την ελευθερία μας και πονάμε γιατί μας απέκοψαν από τις ρίζες μας.
Ο σύγχρονος ορθόδοξος Έλληνας δεν μπορεί να δεχτεί ότι αρέσει στο Θεό να ζει χαμένος πίσω από την εφημερίδα του κι από ένα μπουκάλι μπύρα, ενώ τα παιδιά του παίρνουν τον δρόμο της ξενιτιάς.
Δεν βλέπουμε τον Θεό σαν κανένα οργισμένο δυνάστη που πρέπει με την ηθική μας και με τα καλά μας έργα να τον εξευμενίσουμε. Είμαστε εκ φύσεως κοινωνικοί, φιλόξενοι κι όσοι έρχονται εδώ χορταίνουν ψωμί. Δεν έχουμε εμείς λέξεις όπως «ρατσισμός» ή «φασισμός» γιατί δεν υπάρχει στον τόπο μας το περιεχόμενό τους. Αυτοί που θέλουν να μας κατηγορήσουν ας το πουν ελληνικά.