* Του Βασίλη Νάνη
Αντέχουν τα παραδοσιακά Μέσα Ενημέρωσης στην πίεση του internet, καθώς παρά τη ραγδαία εξάπλωσή του δεν καταφέρνει να τα ξεπεράσει σε δημοφιλία μεταξύ των Ελλήνων και όχι μόνο πολιτών. Η ανάπτυξη της τεχνολογίας και η εξάπλωση των ευρυζωνικών συνδέσεων έχουν μεταβάλλει τον τρόπο με τον οποίο επιλέγει να ενημερωθεί ο μέσος Έλληνας, που προτιμά πολλές φορές το διαδίκτυο για την καθημερινή του πληροφόρηση. Η δωρεάν παροχή των ειδήσεων σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δύναται να εισχωρήσει στα περισσότερα ελληνικά νοικοκυριά του δίνουν πλεονέκτημα σε σχέση με τα παραδοσιακά μέσα. Παρ’ όλα αυτά όμως η πλειοψηφία των χρηστών δείχνει να μην εμπιστεύεται πάντα τα όσα διαβάζει στον κυβερνοχώρο.
Πιο συγκεκριμένα οι στατιστικές καταδεικνύουν ότι ακόμα και μέσα στα πλαίσια του διαδικτύου οι περισσότεροι χρήστες επιλέγουν τις ηλεκτρονικές εκδόσεις των εφημερίδων, καθώς τις θεωρούν πιο αξιόπιστες από αποκλειστικά διαδικτυακές πλατφόρμες όπως τα μπλογκ, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, και ενημερωτικές σελίδες που δεν φέρουν την υπογραφή κάποιας έντυπης έκδοσης.
Χαρακτηριστική είναι η έρευνα που διενήργησε η εταιρία Bello Interactive, μέσα στο πλαίσιο των Ηνωμένων Πολιτειών, όπου η διείσδυση των ηλεκτρονικών μέσων είναι ραγδαία και η εξοικείωση των πολιτών με αυτά πολύ υψηλή. Η έρευνα καταδεικνύει ότι το 46% των νέων της ηλικιακής ομάδας 15-25 ετών θεωρεί ότι την πλέον αξιόπιστη ενημέρωση προσφέρουν οι εφημερίδες. Τα στοιχεία για την τηλεόραση είναι μικρότερα, αφού μόνον το 20% της συγκεκριμένης κατηγορίας πιστεύει στην εγκυρότητα των όσων μεταδίδει. Το 12% βαθμολογεί με άριστα τις ενημερωτικές σελίδες που λειτουργούν στο Internet. Το ραδιόφωνο έχει πρόβλημα με την παρουσία του στο Διαδίκτυο αφού οι πιστοί στην ενημέρωση που προσφέρει δεν υπερβαίνουν το ποσοστό 9%. Πάντως αρκετά μεγάλη είναι και η ομάδα των «αναποφάσιστων» με μερίδιο 13%.
Οι αλλαγές όμως που έχουν επέλθει τα τελευταία χρόνια στα Μέσα Ενημέρωσης είναι ραγδαίες και αξίζει κανείς να ρίξει μια αναλυτικότερη ματιά στις πρόσφατες εξελίξεις. Η καθηγήτρια του τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ Δήμητρα Δημητρακοπούλου κάτοχος διδακτορικού στη Διαδικτυακή Δημοσιογραφία, μίλησε για τις αλλαγές που έχει επιφέρει στην ενημέρωση η είσοδος του internet στην καθημερινότητά μας. «Το διαδίκτυο έχει αλλάξει ριζικά το πεδίο της επικοινωνίας και της ενημέρωσης όπως το γνωρίσαμε στον 20ό αιώνα. Η μετάβαση από τα έντυπα και οπτικοακουστικά μαζικά μέσα στα ψηφιακά εξατομικευμένα μέσα άλλαξε δομικά τη ροή των πληροφοριών, οι οποίες διοχετεύονται πλέον στο κοινό στη βάση της επικοινωνίας ενός προς ένα, ενός προς πολλούς και πολλών προς πολλούς. Το διαδίκτυο υποστηρίζει τόσο την άμεση και διαπροσωπική συζήτηση (ως διαλογικό μέσο) όσο και τη μαζική επικοινωνία (ως ομαδικό μέσο).
Στην ουσία, μετατρέπεται στον καμβά στον οποίο συγκλίνουν όλα τα μέσα. Η κύρια αλλαγή, όμως, στην οποία συμμετέχουμε όλοι έχει συντελεστεί με την άνοδο της δεύτερης γενιάς του διαδικτύου, η οποία έχει εγκαινιάσει νέες δυναμικές πλατφόρμες, όπως ιστολόγια, συστήματα διαμοίρασης αρχείων και τα κοινωνικά δίκτυα. Οι χρήστες γίνονται πλέον “produsers”, δηλαδή “producers” (παραγωγοί) και “users” (χρήστες), ξεπερνώντας τον παθητικό τους ρόλο ως θεατών ενός περιεχομένου που δημιουργήθηκε για εκείνους.
Απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με το αν τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης έχουν θέση στην κοινωνία του 21ου αιώνα ή θα υποσκελισθούν από το διαδίκτυο η κ. Δημητρακοπούλου τονίζει ότι το διαδίκτυο δεν λειτουργεί από μόνο του ανταγωνιστικά ως προς τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης. Αντίθετα, προσφέρει μια σειρά από διαδραστικά και εξατομικευμένα εργαλεία τα οποία μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα παραδοσιακά μέσα για να διευρύνουν τη βάση του κοινού τους προς διαφορετικούς και ηλικιακά νέους ανθρώπους. Πλέον υποστηρίζει η κ. Δημητρακοπούλου, η πλειοψηφία των παραδοσιακών μέσων διατηρεί μια διαδικτυακή παρουσία, αν και ειδικά στην Ελλάδα δεν αξιοποιούνται οι καινοτόμες δυνατότητες του διαδικτύου με δημιουργικό και πρωτότυπο τρόπο. Η ιστορία των μέσων είναι γεμάτη από κομβικές αλλαγές που πολλοί θεώρησαν ότι θα αλλάξουν ριζικά το πεδίο της ενημέρωσης (από την εφεύρεση της τυπογραφίας μέχρι την κυριαρχία της τηλεόρασης) και ότι θα εξαφανίσουν τα προηγούμενα μέσα. Στην ουσία, όμως, η σχέση των μέσων είναι συμβιωτική. Τις εφημερίδες, για παράδειγμα, δεν θα τις εξαφανίσει το διαδίκτυο, η αλλαγή για την οποία μιλάμε είναι ότι αυτές θα διατίθενται κυρίως σε ηλεκτρονική μορφή.
Όσον αφορά την ύπαρξη μεγάλου όγκου πληροφοριών, πολλές φορές μη διασταυρωμένων η καθηγήτρια απαντά: «Φυσικά και ελλοχεύει κινδύνους όταν ο χρήστης βασίζεται για την πληροφόρησή του σε ανυπόγραφες «ειδήσεις» ή ιστολόγια χωρίς ταυτότητα. Μια από τις προκλήσεις της εποχής είναι η προσωπική μας ευθύνη για την πληροφόρηση που αναζητούμε. Η ενημέρωση στο διαδίκτυο είναι χαμηλής και υψηλής ποιότητας, όπως και η ενημέρωση στις εφημερίδες, το ραδιόφωνο και την τηλεόραση.
Η πτώση της ποιότητας της δημοσιογραφίας είχε αρχίσει να συμβαίνει πολύ πριν το διαδίκτυο και γι’ αυτό σίγουρα δεν ευθύνεται το μέσο, αλλά οι συνθήκες κάτω από τις οποίες ασκείται πλέον το δημοσιογραφικό επάγγελμα.
Σχετικά με τα social media και στην πληροφόρηση που μπορεί να βρει κανείς στα κοινωνικά δίκτυα από τον κύκλο των φίλων του η πρόσληψη πληροφοριών θα πρέπει να γίνεται έχοντας βέβαια πάντα υπόψη μας ότι αυτές έχουν περάσει μέσα από ένα ακόμη υποκειμενικό φίλτρο. Τέλος θα πρέπει να ειπωθεί ότι η διαδραστικότητα του internet αλλάζει τον παραδοσιακό ρόλο του δημοσιογράφου. Συγκεκριμένα, οι δημοσιογράφοι εμπλέκουν ολοένα και περισσότερο το κοινό τους στη δημοσιογραφική τους δραστηριότητα, παρέχοντας τη δυνατότητα σχολιασμού και εμπλουτισμού της δουλειάς τους, καθώς και άσκησης κριτικής».