Του Χρήστου Τσαντήλα
ΤΟΝ συνάντησα στα 86 του, στον προθάλαμο κλινικής και μέσα σε λίγα λεπτά της ώρας, όσο διαρκούσε το περίμενε του ιατρικού επισκεπτηρίου, μου διηγήθηκε αλήθειες, βάσανα, καημούς και πίκρες, λες και με γνώριζε από χρόνια... Ο ασπρομάλλης γεράκος με τα καμένα απ' το τσιγάρο, κιτρινισμένα δάκτυλα, τα ποτισμένα νικοτίνη, ήταν μια ακόμη ζωντανή απόδειξη, μια ακριβής καταγραφή της οικονομικής κρίσης που περνά η χώρα μας και ο πληθυσμός της...
ΤΙ ΜΠΟΡΕΙ να αξιοποιήσει κανείς από τις απλές και τυχαίες καθημερινές συναντήσεις -σκέφτηκα - και για άλλη μια φορά θυμήθηκα έναν παλιό συνάδελφο, που δεν βρίσκεται πλέον στη ζωή, να μου λέει στα πρώτα βήματα της δημοσιογραφίας:
«Να ξέρεις, κάθε άνθρωπος που συναντάς στον δρόμο, κρύβει και μια είδηση. Αν τη βγάλεις, είσαι μάγκας»! Όπως κι ο γεράκος στον προθάλαμο της κλινικής.
«Αδειάζουν τα γηροκομεία - μου κάνει με παράπονο και ύφος μικρού παιδιού - παίρνουν τους ηλικιωμένους σπίτι να τους φροντίζουν για να τους μένει η σύνταξη. Μαύρα χάλια, μαύρα κι άραχνα...»!
ΑΥΤΟ, είναι αλήθεια, ποτέ δεν μου πέρασε απ' το μυαλό. Δεν το είχα καν σκεφθεί. Ότι ξαφνικά, τα παιδιά αγάπησαν και λυπήθηκαν τους γονείς, τους παππούδες, τους θείους και θείες! Ότι οι νύφες μάζεψαν σπίτι τις... πεθερές! Ότι τα εγγόνια πύκνωσαν τις επισκέψεις στους ηλικιωμένους παππούδες. Και προσφέρονται να τους βοηθήσουν σε μικροεξυπηρετήσεις. Από ψώνια, στο σούπερ μάρκετ, τα φάρμακα στο φαρμακείο, ψωμί απ’ τον φούρνο, μέχρι πληρωμές λογαριασμών...
Η ΚΡΙΣΗ «μόνιασε» συγγενείς, η ...αφραγκία «συγκόλλησε» διαλυμένες οικογένειες. Η ανάγκη έφερε κοντά εχθρούς, ξεχάστηκαν οι όποιες διαφορές. Η κρίση μάζεψε πολλές οικογένειες σε ένα σπίτι! Ο γεράκος μού είπε πολλά, τα περισσότερα προσωπικά του, αλλά όλα με φαρμακωμένα λόγια, γεμάτα θλίψη και παράπονο.
«Εξήντα χρόνια από τότε που τα γέννησα, τα παιδιά με πήραν απ' το γηροκομείο στο σπίτι. Είκοσι χρόνια ήμουν εκεί, από τότε που έφυγε η κυρά... Δεν ήθελα να τους γίνομαι βάρος... Ούτε αυτά, ούτε και τα εγγόνια έχουν σήμερα δουλειά. Τώρα κάθε μήνα περιμένουν να τους δώσω από τη σύνταξη να ψωνίσουν. Να πληρώσουν τους λογαριασμούς, τα λυπάμαι. Μήπως αυτά φταίνε, εδώ που μας έφτασαν αυτοί που κατέστρεψαν τη χώρα...»Εγώ τι τα θέλω τώρα τα λεφτά...».
ΜΕΓΑΛΕΣ πικρές αλήθειες, μαχαιριές στην καρδιά ενός λαού που έβαζε πάνω απ' όλα στη ζωή το οικογενειακό δέσιμο. Το εξ αίματος τρυφερό συναίσθημα αγάπης, κάτι που δεν υπάρχει τόσο έντονο στους άλλους λαούς. Αυτή η πληγή είναι η μόνη που δεν πρόκειται ποτέ να κλείσει. Όλες οι άλλες που δημιουργεί η κρίση μπορούν να γιατρευτούν...
ΟΣΟ για τον ηλικιωμένο συνομιλητή μου, δεν ρώτησα καν το όνομά του. Τι σημασία έχει άλλωστε... Είναι κι αυτός ένας από τους αμέτρητους γονείς που στη δύση της ζωής τους αναγκάζονται να καταπίνουν αβάσταχτες πίκρες. Δεν υπάρχει χειρότερο γι’ αυτούς να μην μπορούν πλέον να δώσουν ένα μηνιάτικο από τη σύνταξη, έστω ένα βοήθημα στο εγγονάκι τους που χθες που βγήκαν τα αποτελέσματα, μπήκε στο πανεπιστήμιο. Γνωρίζοντας ότι όταν με το καλό θα βγει από κει, επιστήμονας, σπουδαγμένος άνθρωπος, εκείνοι πιθανότατα δεν θα βρίσκονται στη ζωή...