Του Κων/νου Ι. Παπακωνσταντίνου
«Σα βρεις κάτι καλό στο δρόμο των χλωμών μάζεψέ το. Αν βρεις κακό πέταξέ το»
Ο Αρχοντας των Ινδιάνων
Λόγια του Ινδιάνου πολεμιστή, του αρχηγού της φυλής Σιού. Εκεί στην έφορη Ντακότα της Αμερικής. Είναι ο Καθιστός Ταύρος. Πριν ξεκινήσει για τη μάχη με τον στρατηγό Τζων Κάστερ, αγκάλιασε ένα γέρικο δέντρο. Ετσι για ν΄ αντλήσει θάρρος και δύναμη.
Αρχή καλοκαιριού και ο Ινδιάνος θα έσχιζε τα ιμάτιά του αν έβλεπε τους εμπρησμούς των δασών στην Ελλάδα. Θ΄ αρχίσουν πάλι οι εμπρηστές, τ΄ αποκαΐδια, οι υλικές καταστροφές και χαμένες ζωές των απανθρακωμένων. Η χαρά των εμπρηστών και των καταπατητών της γης. Οι χρηματιζόμενοι υπεύθυνοι. Η κρατική αβελτηρία. Βέβαια όλες οι πυρκαγιές δεν γίνονται επί τούτου. Απλώνονται σ΄ ένα φάσμα ευρύ. Μια επιπόλαιη, αλλά εγκληματική απροσεξία κάποιου, ο καταλύτης του αυτοκινήτου πάνω από ξερά χόρτα, μια σπίθα από ψησταριά, ένα τσιγάρο πεταμένο από χέρια ασυνείδητου, το κάψιμο της καλαμιάς, ένα φθαρμένο καλώδιο κ.ά.
Οι δολοφόνοι όμως των δασών είναι δίπλα μας. Ανάμεσά μας. Είναι οι χειρότεροι εγκληματίες. Απάνθρωποι. Στερημένοι από την κοινωνική τους φύση. Ενεργούν κτηνωδώς. Είναι ιδιοτελείς, εγωκεντρικοί και με νερωνική φιλοσοφία. Ανατρέπουν την κοινωνική γαλήνη για λίγα μέτρα γης. Ενάντια σε κάθε έννοια πατρίδας και ιερού.
Ενεργούν όπως ακριβώς οι μασκοφόροι, που καίνε και θύουν κόπους και αίμα αθώων ανθρώπων. Εκείνοι προσδοκούντες μια κοινωνία άναρχη δηλαδή το χάος. Ετούτοι επενδύουν κερδοφόρα. Αναμένουν πάνω στα αποκαΐδια να ανεγείρουν βίλες και παλάτια. Απειλή για τη συλλογικότητα. Είναι δυνατόν η ανθρώπινη ψυχή να μη συγκινηθεί από τις φλόγες που κατατρώγουν το περιβάλλον; Τα θύματα των πυροσβεστών; Από τα δάκρυα, που χύνονται πάνω σε καμένες περιουσίες;
Στο χορό όμως της εμπρηστικής υστερίας, μπορεί ο εμπρηστής να πρωτοστατεί. Όμως τον ακολουθούν κι άλλοι ανάλγητοι, που συμπράττουν στο φοβερό έγκλημα. Σε τι διαφέρει δηλαδή ο επίορκος υπάλληλος της Πολεοδομίας, που συμμετέχει δωροδοκούμενος στον αποχαρακτηρισμό μιας δασικής έκτασης και το βάπτισμά της σε οικόπεδα φιλέτα; Αν οι αρμόδιες υπηρεσίες τηρούσαν τους νόμους και δεν ενέτασσαν τις καμένες εκτάσεις στο σχέδιο πόλεως, με ποιο κίνητρο ο εμπρηστής θα τολμούσε να βάλει φωτιά; Το ίδιο ευθύνεται ο υπάλληλος της ΔΕΗ που δίνει παράνομα το ρεύμα. Και ο υπάλληλος του ΟΤΕ που δίνει γραμμή τηλεφωνική κ.λπ.
Επειδή όμως το ψάρι βρωμά από το κεφάλι, δεν μένει και το κράτος στο απυρόβλητο. Για λόγους δεκαρολογίας, αλλά και ύποπτων διασυνδέσεων, συνεχώς νομιμοποιεί τα αυθαίρετα και μετατρέπει την καμένη γη, σε οικοδομήσιμη. Υπόσχονται υποκριτικά την αναδάσωση, την ώρα που μας πνίγουν οι φλόγες. Μόλις όμως κοπάσει το κακό ξεχνούν τα πάντα. Μοιράζουν πεντοχίλιαρα στους πυρποληθέντες, ενώ σε ώρα μάχης πολλά από τα πυροσβεστικά μέσα μένουν ανενεργά «ελλείψει πιστώσεων». Κάποτε οι βάρβαροι εισβολείς δεν άφηναν «λίθον επί λίθου». Ισοπέδωναν και κατέστρεφαν τα πάντα. Σήμερα οι βάρβαροι εμπρηστές, οι καταστροφείς του περιβάλλοντος μεριμνούν και θέτουν με επιμέλεια «λίθον επί λίθου» για ν΄ ανυψώσουν στις καμένες εκτάσεις βίλες και παλάτια με πισίνες και ελικοδρόμοια. Το αόρατο χέρι των εμπρηστών συμπλέει και συμπορεύεται με το αόρατο χέρι της κτηματαγοράς. Καταπίνουν δέντρα και βουνοπλαγιές, διαφθείρουν συνειδήσεις. Σκοτώνουν ζωές. Καίνε περιουσίες. Και το κράτος αδρανεί. Τους αφήνει στο απυρόβλητο, όπως τους κουκουλοφόρους και τους φοροφυγάδες. Κανείς δεν λογιάζει τις Δρυάδες και τις Αμαδρυάδες, που σκορπούν κατάρες, σ΄ όσους τις ξεσπιτώνουν. Η εγκληματική μας αδιαφορία και το αλόγιστο συμφέρον, ερημώνουν τα πάντα. Ο Θεός ξεχνά να βρέξει και τ΄ ανθρωπάκια, σαν τυμβωρύχοι σκάβουν όλο και πιο βαθιά για να βρουν νερό. Τα καημένα τα δέντρα μόνο οι Ελληνες δεν τ΄ αγαπούν. Και δε φοβούνται μόνο τη φωτιά. Από φέτος τους τρομάζει και το τσεκούρι. Τον χειμώνα η κρίση ξέσπασε στα δάση. Το Βίτσι έγινε όρος Φαλακρόν. Τα σωριάζουν για καυσόξυλα. Το καλοκαίρι προχωρά. Ας ελπίσουμε πως τούτη τη χρονιά, δεν θα έχουμε εμπρηστές και καταπατητές των όμορφων δασών μας. Να μη θρηνήσουμε ζωές. Να μην ανασάνουμε την κάπνα των καμένων φίλων μας.