Του Γιώργου Βέβη, δικηγόρου Λάρισας
Το φαινόμενο της μαζικής κατάθεσης των πινακίδων κυκλοφορίας οχημάτων στο τέλος του 2012 και ό,τι αυτό θα σήμαινε για την ελληνική οικονομία (δραματική μείωση των τελών κυκλοφορίας και απώλεια εσόδων από το φόρο στα καύσιμα) με έκανε τότε να αναρωτηθώ γιατί το Υπουργείο Οικονομικών δεν εφαρμόζει το σύστημα που ισχύει και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες με την πληρωμή τελών κυκλοφορίας για κάθε μήνα πραγματικής κυκλοφορίας των οχημάτων. Διαβάζοντας στον Τύπο του Σαββάτου (20/07/2013) ότι το Υπουργείο Οικονομικών εξετάζει την περίπτωση να εφαρμόσει στη χώρα μας το σύστημα αυτό, είπα επιτέλους «κάτι κινείται στη σωστή κατεύθυνση» αρκεί βέβαια να υιοθετηθεί άμεσα. Δεν θα σταθώ με την επιστολή μου αυτή στην απαρίθμηση των ωφελειών για τους ιδιώτες και το κράτος από αυτόν τον τρόπο – σύστημα κατανομής των τελών κυκλοφορίας. Οι ωφέλειες αυτές είναι αντιληπτές στον καθένα. Θα ήθελα όμως να διατυπώσω τους προβληματισμούς μου για τον τρόπο υπολογισμού του φόρου πολυτελούς διαβίωσης και των τεκμηρίων διαβίωσης.
Για τον υπολογισμό τους λοιπόν λαμβάνονται υπόψη ο κυβισμός του οχήματος και η παλαιότητά του. Πέραν της δεκαετούς κυκλοφορίας δεν επιβάλλεται φόρος πολυτελούς διαβίωσης στα οχήματα μεγάλου κυβισμού. Δυστυχώς όμως για τα μεταχειρισμένα οχήματα αυτό καταστρατηγείται από την αναλογική εφαρμογή της διάταξης που ισχύει για τα τεκμήρια διαβίωσης που σύμφωνα με την οποία η 10ετής αυτή προθεσμία ξεκινάει από το χρόνο που κυκλοφόρησε το όχημα για πρώτη φορά στην Ελλάδα.
Για τα μεταχειρισμένα λοιπόν οχήματα που εισήχθησαν από μια χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν προσμετράται ο χρόνος κυκλοφορίας τους στη χώρα αυτή (χώρα προέλευσης). Δημιουργείται έτσι το παράδοξο, όχημα που έχει κυκλοφορήσει π.χ. στη Γερμανία το 2000 και εισήχθη στην Ελλάδα ως μεταχειρισμένο το 2004 (δηλαδή ηλικίας σήμερα 13 ετών) να υποχρεούται ο κάτοχος του στην καταβολή φόρου πολυτελούς διαβίωσης γιατί δήθεν στην Ελλάδα κυκλοφορεί 9 χρόνια.
Έτσι όμως αναιρείται η ουσία της ίδιας της ρύθμισης που σκοπό της έχει να επιβάλει φόρο πολυτελούς διαβίωσης σε οχήματα το πολύ 10ετούς κυκλοφορίας (παλαιότητας), αφού στο παράδειγμα μας φορολογείται και όχημα 13 ετών κυκλοφορίας.
Η ευρωπαϊκή αγορά είναι μια ενιαία αγορά για τις χώρες που είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα εμπορεύματα που διακινούνται σε αυτή υπόκεινται στους ίδιους φορολογικούς κανόνες. Όταν δηλαδή ένα μεταχειρισμένο όχημα πωλείται π.χ. στη Γερμανία με προορισμό την Ελλάδα, καταβάλλει ο αγοραστής τον αναλογούντα Φ.Π.Α. και κατά τον εκτελωνισμό του πληρώνει τους δασμούς (τέλη ταξινόμησης) που αντιστοιχούν στην αξία του, όπως αυτή αρμοδίως καθορίζεται από τον κυβισμό και το χρόνο που πρωτοκυκλοφόρησε στη χώρα προέλευσης ή από την ευρωπαϊκή οδηγία στην οποία υπάγεται.
Ο χρόνος λοιπόν που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά ένα όχημα είναι ένας και μοναδικός (προκύπτει από το βιβλίο – άδεια κυκλοφορίας) και δεν μπορεί για τις ανάγκες επιβολής φόρου πολυτελούς διαβίωσης στα οχήματα μεγάλου κυβισμού να παραβλέπεται ο χρόνος κυκλοφορίας του μεταχειρισμένου οχήματος στην ευρωπαϊκή χώρα από την οποία προέρχεται και να ξεκινάει από την αρχή, κατά την εισαγωγή του δηλαδή στη χώρα μας.
Επιπλέον είναι αντιφατικό όταν για τις ανάγκες εκτελωνισμού οχήματος μεγάλου κυβισμού να λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος που πρωτοκυκλοφόρησε αυτό στη χώρα προέλευσής του, ενώ για τη διαδικασία επιβολής φόρου πολυτελούς διαβίωσης να μη λαμβάνεται υπόψη το ίδιο αυτό πραγματικό γεγονός, δηλαδή να μη συνυπολογίζεται ο χρόνος κυκλοφορίας του στο εξωτερικό.
Εάν λοιπόν δεν επιλυθεί νομοθετικά το ζήτημα αυτό, τότε η διαδικασία επιβολής φόρου πολυτελούς διαβίωσης για τα παραπάνω οχήματα (δηλ. μεγάλου κυβισμού που έχουν εισαχθεί μεταχειρισμένα στη χώρα μας με πραγματικό συνολικό χρόνο κυκλοφορίας τους άνω της 10ετίας) είναι ελέγξιμη και προφανώς ακυρωτέα από τα διοικητικά δικαστήρια για όσους κατόχους τέτοιων οχημάτων προσφύγουν σε αυτά.